Δ. Κόντης: ΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ, ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΚΑΙ Η ΧΙΜΑΡΑ

- Advertisement -

του Δημήτριου Κόντη*

Η έναρξη του Ά Βαλκανικού Πολέμου και οι επιτυχίες του ελληνικού στρατού στην Ήπειρο είχαν επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις γεωπολιτικές ισορροπίες της περιοχής. Στις 18 Νοεμβρίου του 1913, ο Σπυρομήλιος θα απελευθέρωνε την Χιμάρα. Στις 24 Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός θα έμπαινε στο Αργυρόκαστρο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις όμως είχαν ανέκαθεν διαφορετική άποψη. Με την συνθήκη του Λονδίνου του 1864, τα Επτάνησα είχαν περάσει από την βρετανική επικυριαρχία στο Βασίλειο της Ελλάδας. Η Κέρκυρα και οι Παξοί θα παρέμεναν ουδετεροποιημένες, ώστε να μην μπορεί η Ελλάδα να τις χρησιμοποιήσει ως βάση για να επιτεθεί στις απέναντι ηπειρωτικές ακτές, που παρέμεναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Το ζήτημα των Στενών της Κέρκυρας ήταν μέγιστης σημασίας για τους Ιταλούς, καθώς πίστευαν πως μια συγκέντρωση πολεμικών πλοίων στην περιοχή θα αποτελούσε εμπόδιο στην ελεύθερη ναυσιπλοΐα από τα Στενά του Οτράντο προς την Αδριατική. Έτσι δεν ήταν διατεθειμένοι να επιτρέψουν στην Ελλάδα να ελέγχει και τις δύο πλευρές από τα Στενά της Κέρκυρας. Μάλιστα τον Μάιο του 1913 η Ιταλική Κυβέρνηση θα ανακοίνωνε στην Ελλάδα πως κάτι τέτοιο θα αποτελούσε για αυτούς αιτία πολέμου. Ο Βενιζέλος μετά από τις δηλώσεις του Ιταλού πρέσβη στην Αθήνα, θα ζητούσε άμεσα την βοήθεια των Βρετανών. Όμως ο υπουργός των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Έντουαρντ Γκρέι δεν ασχολούνταν με μεμονωμένα ζητήματα. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διατηρήσει τις ευαίσθητες ισορροπίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, ώστε να μην ξεσπάσει ένας Ευρωπαϊκός πόλεμος. Ενέταξε λοιπόν το ζήτημα των Στενών της Κέρκυρας στην ατζέντα τον θεμάτων που συζητούσαν εκείνη την εποχή στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, ώστε να επιτευχθεί μια συνολική συμφωνία. Οι Ιταλοί είχαν επίσης ζητήσει την πλήρη ουδετεροποίηση των Στενών της Κέρκυρας, καθώς και την παραχώρηση της νήσου Σάσωνα στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.

Ο υπουργός των Εξωτερικών της Ιταλίας, ο μαρκήσιος Σαν Τζουλιάνο είχε θέσει πολύ γλαφυρά το όλο ζήτημα:

 

 

«Τα νησιά του Αιγαίου φρονώ πως έχουν μεγαλύτερη αξία για την Ελλάδα από λίγα παραπάνω ή λίγα λιγότερα χιλιόμετρα ακτογραμμής στην Βόρειο Ήπειρο.»

Ο Ιταλός αναφέρθηκε ξεκάθαρα σε ένα quid pro quo: Η Ελλάδα έπρεπε να δώσει κάτι για να πάρει τα νησιά του Αιγαίου. Η συνεννόηση που υπήρχε μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων στο παρασκήνιο της υπογραφής της Συνθήκης του Λονδίνου στις 30 Μαΐου του 1913 ήταν πολύ συγκεκριμένη: Η Ελλάδα θα έπαιρνε όλα τα νησιά του Αιγαίου που είχε καταλάβει το ελληνικό ναυτικό στον Ά Βαλκανικό Πόλεμο και τα Δωδεκάνησα από τους Ιταλούς. Θα επέστρεφε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την Ίμβρο και την Τένεδο, ενώ επίσης θα επέστρεφε την Θάσο στην Βουλγαρία. Η τύχη της Θάσου ήταν άμεσα συνυφασμένη με αυτήν της Καβάλας, που από τον Δεκέμβριο του 1912 οι Μεγάλες Δυνάμεις την είχαν επιδικάσει στην Βουλγαρία. Ως αντάλλαγμα, η Ελλάδα θα αποδεχόταν την γραμμή Στύλος-Κορυτσά ως την γραμμή των ελληνοαλβανικών συνόρων. Για την Κορυτσά το ενδιαφέρον και οι πιέσεις, ώστε να αποδοθεί στην Αλβανία, ήταν κυρίως από τους Αυστριακούς.

Ο Έλληνας πρέσβης στο Λονδίνο Ιωάννης Γεννάδιος προέβη σε έντονες διαμαρτυρίες στον Γκρέι, καθώς ο Βενιζέλος επιζητούσε τα νησιά, αλλά δεν ήθελε να θυσιάσει την Βόρεια Ήπειρο. Η απάντηση του Γκρέι ήταν διπλωματική, αλλά και απόλυτα ρεαλιστική:

«Η Ελλάδα δεν μπορούσε να έχει τα πάντα

Ο Γκρέι προσπάθησε να εξηγήσει στον Γεννάδιο της δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά τις διαπραγματεύσεις με τις λοιπές Δυνάμεις στο Λονδίνο. Με μεγάλη δυσκολία είχε κατορθώσει να πείσει τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους στο να επιστραφούν η Μυτιλήνη και η Χίος στους Τούρκους. Με δυσκολία είχε πείσει την σύμμαχο Ρωσία να δεχτεί η Ελλάδα να κρατήσει την Λήμνο και την Σαμοθράκη. Θεωρούσε πως ήταν γενναία η απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης να αποχωρήσουν από τα Δωδεκάνησα. Έπρεπε όμως να ικανοποιηθούν τα ιταλικά συμφέροντα, όπως και αυτά των Αυστριακών. Η συμφωνία «πακέτο» που είχε συμφωνηθεί λίγες μέρες πριν στο Λονδίνο ήταν εκ των πραγμάτων πολύ εύθραυστη. Η Ελλάδα είχε κάθε δικαίωμα να την αρνηθεί, αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να πορευτεί μόνη της. Έμμεσα ο Γκρέι θα προειδοποιούσε τον Γεννάδιο να μην προσμένουν στην Αθήνα σε βρετανική βοήθεια, εάν η Ελλάδα αρνούνταν την συμφωνία και εμπλεκόταν σε περιπέτειες είτε με τους Ιταλούς, είτε με τους Αυστριακούς.

Έτσι η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να ενδώσει στις πιέσεις και να αποδεχτεί το ακρωτήριο του Στύλου ως δυτικότερου σημείου των υπό καθορισμό ελληνοαλβανικών συνόρων. Ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς θα ενημέρωνε τον Έλιοτ στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου του 1913 πως η θυσία της Χιμάρας και των Αγίων Σαράντα έγινε, ώστε η Ελλάδα να εξασφαλίσει τα νησιά. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1913, θα υπέβαλλε την παραίτησή του, καθώς ο Βενιζέλος θα συναινούσε να παραχωρηθεί και η Κορυτσά.

Στις 28 Ιουλίου του 1913 ο Σαν Τζουλιάνο θα ανακοίνωνε στον Γκρέι πως η συνεννόηση που υπήρχε μεταξύ τους ήταν άκυρη. Η επίσημη εξήγηση της ιταλικής κυβέρνησης για την αλλαγή της πολιτικής της ήταν πως η Ελλάδα μετά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο είχε σημαντικά εδαφικά οφέλη και θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια εν δυνάμει ναυτική δύναμη. Έτσι τα Δωδεκάνησα θα επιστρέφονταν στην Τουρκία, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα της Συνθήκης του Ουσύ , την συνθήκη ειρήνης του ιταλοτουρκικού πολέμου του 1911-1912. Ο Γκρέι είχε και αυτός τα δικά του σχέδια, πίστευε πως η Ελλάδα όντως είχε μεγάλα εδαφικά κέρδη από τους Βαλκανικούς Πολέμους και προτιμούσε να επιστραφούν τα Δωδεκάνησα στην Τουρκία, ώστε να τα χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης για να αποχωρήσουν οι Τούρκοι από την Αδριανούπολη που μόλις είχαν ανακαταλάβει από την Βουλγαρία. Ούτε αυτό το σενάριο ευδοκίμησε, ενώ ο Βενιζέλος τον Δεκέμβριο του 1913 αποδεχόταν να παραμείνουν τα Δωδεκάνησα στους Τούρκους και διεκδίκησε την αυτονομία τους. Τελικά οι Ιταλοί αποφάσισαν να τα κρατήσουν για τους ίδιους για αρκετά χρόνια ακόμα.

Μπορεί οι Ιταλοί να άλλαξαν πολιτική μετά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο στο ζήτημα των Δωδεκανήσων, αλλά το ιταλικό αίτημα ως προς τα Στενά της Κέρκυρας έγινε για δεύτερη φορά αποδεκτό από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη τον Αύγουστο του 1913.  Bάσει των όσων αποφασίστηκαν στο Λονδίνο, η Επιτροπή καθορισμού των ελληνοαλβανικών συνόρων τα προσδιόρισε στο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας στις 17 Δεκεμβρίου του 1913. Οι Άγιοι Σαράντα και η Χιμάρα ανήκαν σε αυτά τα «λίγα χιλιόμετρα» που η Ελλάδα παραχώρησε καλόπιστα στην Αλβανία για να αποκτήσει τα Δωδεκάνησα.

 

 

Η ελληνικότητα της περιοχής της Χιμάρας δεν εξετάστηκε ποτέ από την επιτροπή καθορισμού των ελληνοαλβανικών συνόρων, καθώς από τον Ιούνιο του 1913 η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να ενδώσει στις πιέσεις τον Μεγάλων Δυνάμεων. Τα σύνορα του 1913 επικυρώθηκαν για δεύτερη φορά στην Συνδιάσκεψη των Παρισίων το 1919-1920. Η Κυβέρνηση Τσαλδάρη θα έκανε μια τελευταία προσπάθεια για την Β. Ήπειρο το 1946, για την τιμή των όπλων

*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι ερευνητής και έχει συγγράψει μια μονογραφία για το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου 1912-1914 που θα κυκλοφορήσει σύντομα από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,300ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα