του Δημητρίου-Μερκουρίου Κόντη*
Στις αρχές Αυγούστου του 1974 ο Henry Kissinger έστειλε τον Arthur Hartman, υφυπουργό των Εξωτερικών των ΗΠΑ, αρμόδιο για τις Ευρωπαϊκές υποθέσεις, διαδοχικά σε Άγκυρα και Αθήνα, ώστε να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις των Κωσταντίνου Καραμανλή και Bülent Ecevit αντίστοιχα.
Ο Hartman έμεινε με την εντύπωση ότι ο Καραμανλής είχε κατανοήσει πως οι συμφωνίες Ζυρίχης–Λονδίνου του 1959 ήταν εκ των πραγμάτων αναγκαίο να τροποποιηθούν υπέρ των Τούρκων. Όμως η δυνατότητα του Καραμανλή για διπλωματική λύση εξαρτιόταν άμεσα από την ικανότητα των Τούρκων για αυτοσυγκράτηση, καθώς η Ελλάδα δεν μπορούσε να αποδεχτεί έναν ατιμωτικό συμβιβασμό.
Το βράδυ της 12ης Αυγούστου ο Hartman, που είχε μεταβεί στη Γενεύη για να ενημερώνει άμεσα τον Kissinger για τα τεκταινόμενα της συνδιάσκεψης, τηλεγραφούσε και πάλι στο State Department: «Για να υπάρξει μια ρεαλιστική αντιπρόταση από τον Κληρίδη, αυτή θα πρέπει να έχει την πολιτική στήριξη του Καραμανλή.» Ο Hartman πίστευε ότι ο Καραμανλής είχε μεγαλύτερη πολιτική τόλμη από τον Γεώργιο Μαύρο, υπουργό των Εξωτερικών της Κυβέρνησης Εθνικής Σωτηρίας, και πως θα έπρεπε να παρέμβει, ώστε να γίνει αποδεκτή η κατ’ αρχήν πρόταση που είχε τεθεί στις διαπραγματεύσεις στη Γενεύη 2 για δύο αυτόνομες διοικήσεις, που κάθε μία θα είχε τις δικές τις γεωγραφικές περιοχές (δεν είχε σημασία αν θα ονομάζονταν καντόνια ή περιφέρειες) μέσα στα πλαίσια ενός ομοσπονδιακού κράτους. Με άλλα λόγια η Κυπριακή Δημοκρατία θα μετατρέπονταν σε μια διζωνική ομοσπονδία. Τα ποσοστά και τα γεωγραφικά όρια των περιφερειών θα μπορούσαν να καθοριστούν εν καιρώ. Τέλος ο Hartman εισηγήθηκε στον Kissinger να στείλει ένα μήνυμα στον Καραμανλή στην Αθήνα για να του τονίσει πόσο σημαντικό θεωρεί η Ουάσιγκτον ότι ο Μαύρος και ο Κληρίδης θα πρέπει να αποδεχτούν τη βρετανική βοήθεια στη σύνταξη της ελληνοκυπριακής αντιπρότασης και να είναι «as forthcoming as possible.»
Το πρωί της 13ης Αυγούστου ο Καραμανλής συναντήθηκε με τον Tasca, κατόπιν οδηγίας του Kissinger. Από τα διαθέσιμα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των εθνικών αρχείων των ΗΠΑ δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι ειπώθηκε στη συνάντηση. Γνωρίζουμε όμως ότι στη μία το μεσημέρι ο Tasca συναντήθηκε με τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος πέρα από Υπουργός Άμυνας εκτελούσε και προσωρινά χρέη υπουργού των Εξωτερικών. Ο Αβέρωφ είχε καλέσει εκτάκτως όλους τους πρεσβευτές των πέντε κρατών, μόνιμων μελών του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ, για να τους ενημερώσει κατ’ ιδίαν για τη στάση που θα κρατούσε η Αθήνα στο Κυπριακό. Η Ελλάδα θεωρούσε ότι το ψήφισμα του συμβουλίου ασφαλείας 353 ήταν σαν να είχε ακυρωθεί, η να μην είχε ψηφιστεί ποτέ από τις εξελίξεις στην Κύπρο. Αυτό σε συνδυασμό με την άκαμπτη στάση της τουρκικής αντιπροσωπίας στη Γενεύη οδηγούσε σε σύγκρουση με την Τουρκία. Μάλιστα ο Tasca διέκοψε τον Αβέρωφ για να επιβεβαιώσει ότι η σύγκρουση θα ήταν «ένοπλη». Η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε ότι οι κυβερνήσεις των «5 Μεγάλων» έχουν την υποχρέωση να αναλάβουν τις απαραίτητες πρωτοβουλίες, ώστε «να αλλάξουν τα μυαλά των Τούρκων» και να αποτρέψουν τη σύγκρουση, που θα οδηγούσε στην διατάραξη της ειρήνης.
Ο Αβέρωφ ζήτησε να μεταφερθεί στην Ουάσιγκτον και η προσωπική του άποψη, ότι τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, ενώ ο γενικός γραμματέας του υπουργείου των Εξωτερικών Άγγελος Βλάχος πρόσθεσε ότι η σύγκρουση θα ξεκινούσε από την Κύπρο. Ο Tasca απάντησε ότι είχε ήδη μεταφέρει τη θέση του Καραμανλή στο State Department μετά την πρωινή τους συνάντηση, με τη δική του επισήμανση πως η Ελλάδα είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο αναφορικά με τη στάση που θα κρατούσε. Ο Tasca διαβεβαίωσε τον Αβέρωφ ότι οι ελληνικές θέσεις είχαν γίνει πλήρως κατανοητές τόσο από τον ίδιο τον Kissinger, όσο και από την Ουάσιγκτον.
Ο Tasca την ίδια μέρα μετέφερε στο State Department ότι το διήμερο 11-12 Αυγούστου ο Καραμανλής μαζί με τους υπουργούς Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ και Δημόσιας Τάξης Σόλων Γκίκα, βρισκόταν σε εκτεταμένες επαφές με την στρατιωτική ηγεσία. Μάλιστα σύμφωνα με «ημιεπίσημο» αθηναϊκό πρακτορείο ειδήσεων, όπως το χαρακτηρίζει ο Tasca, στις 12 Αυγούστου ο Καραμανλής συναντήθηκε για 3 ώρες με τους αρχηγούς των τριών όπλων και τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων στρατηγό Μπονάνο, ώστε να απαντηθούν όλες οι ερωτήσεις που έθεσε ο έλληνας πρωθυπουργός. Η έλλειψή προόδου στις διαπραγματεύσεις στη Γενεύη οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση να εκδώσει ανακοινωθέν, όπου τονίστηκε ότι ο Καραμανλής είχε μείνει απόλυτα ικανοποιημένος με την πλήρη ετοιμότητα και το ακμαιότατο ηθικό των ενόπλων δυνάμεων. Μάλιστα ο Tasca θεωρούσε ότι ο Γκίκας στις 12 Αυγούστου εξέδωσε ανακοίνωση υπενθυμίζοντας ότι ο στρατιωτικός νόμος, που απαγορεύει τις δημόσιες συναθροίσεις, παραμένει σε ισχύ μόνο και μόνο για να αποτρέψει τους οπαδούς του Ανδρέα Παπανδρέου να βγουν στους δρόμους για να τον υποδεχτούν κατά την άφιξή του στην Αθήνα, που ήταν προγραμματισμένη για τις 19 Αυγούστου.
Παράλληλα στις διαπραγματεύσεις στη Γενεύη παρέμενε το μεγάλο αγκάθι του συντάγματος. Η ελληνική αντιπροσωπία δεν ήταν διατεθειμένη να επιβάλει στους Κύπριους ένα νέο σύνταγμα μαζί με τους Βρετανούς και τους Τούρκους, που αποτελούσαν τις τρεις εγγυήτριες Δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ελληνική στάση στη Γενεύη ήταν πως το νέο σύνταγμα θα έπρεπε να συμφωνηθεί από τους αντιπροσώπους των δύο κοινοτήτων που ήταν παρόντες, δηλαδή τον Γλαύκο Κληρίδη και τον Rauf Denktaş. Αυτό εξόργισε τον υπουργό των εξωτερικών της Τουρκίας Turan Güneş, που θεώρησε ότι η Διακήρυξη της Γενεύης της 30 Ιουλίου του 1974, την οποία η Ελλάδα είχε υπογράψει, είχε στην ουσία καταλύσει την Κυπριακή Δημοκρατία και πως μόνες αρμόδιες για την σύνταξη του νέου συντάγματος ήταν οι τρεις εγγυήτριες Δυνάμεις. Κατά τους Τούρκους, η κυβέρνηση Κληρίδη δεν είχε καμία αρμοδιότητα στο θέμα, καθώς πλέον εκπροσωπούσε μόνο την ελληνοκυπριακή κοινότητα και όχι την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η ελληνική στάση δυσαρέστησε τους Βρετανούς, καθώς διαπίστωσαν ότι έτσι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα επίλυσης του Κυπριακού. Οι Τούρκοι δεν επιθυμούσαν τη συνέχιση των διακοινοτικών συνομιλιών των προηγούμενων ετών γιατί στην πράξη είχε αποδειχτεί ότι δεν οδηγούσαν πουθενά. Επιδίωκαν μια άμεση λύση, που θα δινόταν από τις τρεις εγγυήτριες Δυνάμεις. Από τα κείμενα των τελικών προτάσεων των Κληρίδη και Güneş προκύπτει ότι δεν υπήρχε περιθώριο για καμία διπλωματική λύση από την στιγμή που ο Κληρίδης επέμενε ότι το σύνταγμα της Κύπρου θα διατηρούσε τον δικοινοτικό του χαρακτήρα βασισμένο στη συνύπαρξη της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητας, στα πλαίσια μιας (Κυπριακής) Δημοκρατίας που θα είναι κυρίαρχη, ανεξάρτητη και ενιαία.
Είναι εμφανές ότι ο Καραμανλής ακολούθησε μια σκληρή γραμμή στο Κυπριακό καθώς ήθελε να δείξει στους Αμερικανούς ότι δεν θα δεχόταν καμία υποχώρηση στη Γενεύη και πως ετοίμαζε πόλεμο. Η μόνιμη απειλή του Kissinger ήταν πως σε μια τέτοια περίπτωση, οι ΗΠΑ θα διέκοπταν κάθε μορφής στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα. Αυτό ήταν και το μήνυμα που είχε μεταφέρει ο Tasca στη χούντα του Ιωαννίδη στις 20 Ιουλίου του 1974, ημέρα της εισβολής των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Τότε η απειλή του Kissinger είχε μεταφερθεί στην Αθήνα στο πνεύμα μιας ειλικρινούς συμβουλής από έναν σύμμαχο, τις ΗΠΑ, οι οποίες θα οδηγούνταν σε αυτή την απόφαση για καθαρά «πρακτικούς λόγους.» Ίσως το ίδιο μήνυμα να μετέφερε ο Tasca στον Καραμανλή το πρωινό της 13ης Αυγούστου, αυτή ήταν άλλωστε και η εκτίμηση της εφημερίδας «Απογευματινή».
Εν τέλει η «απειλή» των Καραμανλή και Αβέρωφ για ελληνοτουρκική σύγκρουση δεν έγινε καθόλου πιστευτή από τον Kissinger, ο οποίος και δεν προέβη σε καμία κίνηση εναντίον της Τουρκίας για να σταματήσει τον Αττίλα 2.
Το ποια θα ήταν η αμερικανική στάση στην περίπτωση που ο Καραμανλής πραγματοποιούσε την απειλή του, κανένας δεν μπορεί να το γνωρίζει σήμερα με βεβαιότητα.
Ίσως τελικά η «απειλή» του Καραμανλή να ήταν απλά μια έκκληση προς την Ουάσιγκτον να μην τον εγκαταλείψουν, ενώ μόλις είχε ξεκινήσει το μεγάλο εγχείρημα της μεταπολίτευσης.
Συμπερασματικά, ο Καραμανλής δεν είχε τη λαϊκή εντολή για να αποδεχτεί μια τόσο ριζοσπαστική πρόταση που θα οδηγούσε σε μια διζωνική ομοσπονδία στην Κύπρο με τις τουρκοκυπριακές περιοχές να καλύπτουν κατ’ ελάχιστο το 17% της νήσου, με ανώτατο όριο το 34%. Τον Αύγουστο του 1974 ο Καραμανλής δεν ήταν εκλεγμένος πρωθυπουργός, αλλά ο επικεφαλής μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Τέλος, δεν είχε ακόμα εξασφαλίσει την πλήρη στήριξη του στρατού, ενώ γνώριζε ότι στις επικείμενες εκλογές, που θα διενεργούνταν άμεσα, θα είχε να αντιμετωπίσει τον μεγάλο πολιτικό του αντίπαλο, τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η διπλωματική λύση της Γενεύης 2, τη δεδομένη χρονική στιγμή, θα εκλαμβανόταν από τον ελληνικό λαό ως ένας εξευτελιστικός και προδοτικός συμβιβασμός.
*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι ιστορικός ερευνητής.
ανοίξαμε τον φάκελο της Κύπρου χωρίς να καλέσουμε τους κυριότερους συντελεστές, Καραμανλή, Παπαδόπουλο και Ιωαννίδη έστω ως μάρτυρες.
Αυτό μάλλον βόλευε πολλούς, για να μπορεί ο καθένας να γράψει την… δική του ιστορία.
Στη μιΑ παράγραφο λέτε υπουργός εξωτερικών ο κ.Μαύρος,στην άλλη παράγραφο ο κ.Αβέρωφ.Τελικά ποιός ήταν ο Εξωτερικών
Υπουργός των Εξωτερικών ήταν ο Μαύρος αλλά επειδή αυτός και ο Ν2 του ΥΠ.ΕΞ. που τότε ήταν ο Μπίτσιος ήταν όλοι στις διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, ο Αβέρωφ ανέλαβε να ενημερώσει τους πρεσβευτές με την ιδιότητα του “acting minister”, επειδή η κατάσταση ήταν πολύ κρίσιμη.