Δημ. Τσαϊλάς: ο Κλάουζεβιτς στη Στρατηγική θεώρηση του Ερντογάν για το casus belli

- Advertisement -

του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α.

Το casus belli (αιτία πολέμου) της Τουρκίας σχετικά με την πιθανή επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο Πέλαγος είναι βαθιά συνδεδεμένο τόσο με την περιφερειακή γεωπολιτική όσο και με το διεθνές δίκαιο, ιδιαίτερα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). Αυτή η κατάσταση θυμίζει πράγματι το περίφημο ρητό του Carl von Clausewitz, «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», καθώς υπογραμμίζει τη διασύνδεση μεταξύ των πολιτικών ελιγμών και της προοπτικής στρατιωτικής σύγκρουσης.

Η προσέγγιση του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε αυτή τη συνεχιζόμενη σύγκρουση απεικονίζει την εφαρμογή της αρχής του Κλάουζεβιτς στη σύγχρονη διπλωματία. Ο Ερντογάν έχει ισορροπήσει ένα μείγμα επιθετικής ρητορικής, διπλωματίας και στρατηγικών συμμαχιών στη διαμόρφωση της πολιτικής της Τουρκίας. Αντί να εμπλακεί αμέσως σε στρατιωτική σύγκρουση, χρησιμοποιεί πολιτικά εργαλεία για να αποφύγει τον ξεκάθαρο πόλεμο, διατηρώντας παράλληλα την απειλή στρατιωτικής δράσης στο τραπέζι.

Η Τουρκία ενισχύει τις σχέσεις της με βασικούς παγκόσμιους παράγοντες, όπως η Ρωσία, συνάμα υπέγραψε ένα αμφιλεγόμενο μνημόνιο για την ΑΟΖ με τη Λιβύη παρακάμπτοντας τα ελληνικά νησιά, ενώ διατηρεί μια περίπλοκη σχέση με το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η διπλωματία πολλαπλών κατευθύνσεων επιτρέπει στην Τουρκία να διαδραματίσει πιο σημαντικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι ναυτικές επεκτάσεις και οι στρατιωτικές ασκήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο σηματοδοτούν την ετοιμότητά της να επιβάλει τις αξιώσεις της, ασκώντας πίεση στην Ελλάδα και τους συμμάχους της, αποφεύγοντας ωστόσο την πραγματική σύγκρουση.

Η Τουρκία έχει επίσης επεκτείνει το εύρος της σύγκρουσης για να συμπεριλάβει δικαιώματα εξερεύνησης υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, δημιουργώντας πρόσθετη μόχλευση και μετατοπίζοντας την αφήγηση από μια καθαρά εδαφική διαμάχη σε μια που περιλαμβάνει πολύτιμους υποθαλάσσιους πόρους. Παρά την περιστασιακή έξαρση των εντάσεων, η Τουρκία και η Ελλάδα πραγματοποιούν περιοδικά διπλωματικές συνομιλίες για να αποφύγουν την άμεση στρατιωτική σύγκρουση. Αυτό αντανακλά την πρόθεση του Ερντογάν να διαχειριστεί τη σύγκρουση πολιτικά αντί να την κλιμακώσει σε πόλεμο πλήρους κλίμακας. Η στρατηγική του Ερντογάν εξετάζει επίσης το σενάριο της «επόμενης ημέρας». Διατηρώντας ζωντανή την απειλή της στρατιωτικής ισχύος, η Τουρκία διατηρεί μόχλευση στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις ενώ προετοιμάζεται για μακροπρόθεσμα πολιτικά αποτελέσματα. Ωστόσο, ο Ερντογάν πρέπει επίσης να σταθμίσει το οικονομικό και γεωπολιτικό κόστος της κλιμάκωσης της σύγκρουσης, καθώς ο πόλεμος θα επιτείνει τις σχέσεις της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, θα κινδυνεύει με οικονομικές κυρώσεις και θα αποσταθεροποιήσει περαιτέρω την περιοχή. Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική του Ερντογάν ακολουθεί τη λογική του Κλάουζεβιτς ότι ο πόλεμος είναι απλώς μια επέκταση πολιτικών στόχων – χρησιμοποιώντας την πιθανότητα πολέμου για να ενισχύσει τη θέση της Τουρκίας χωρίς απαραίτητα να πυροδοτήσει σύγκρουση πλήρους κλίμακας.

Ο Ελληνισμός δεσμεύεται από μια αντίληψη του πολέμου, που διαμορφώνεται από το διεθνές δίκαιο, τους ηθικούς κανόνες και τη δημόσια ευθύνη. Η ανάπτυξη δημοκρατικών αξιών, ανθρωπιστικών αρχών και παγκόσμιων θεσμών, όπως τα Ηνωμένα Έθνη, έχει δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο όπου ο πόλεμος δεν θεωρείται πλέον ως ουδέτερο ή νόμιμο εργαλείο επέκτασης. Αντίθετα, ο πόλεμος θεωρείται τραγική αναγκαιότητα – κάτι που πρέπει να αποφευχθεί εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητο. Για τις δημοκρατικές κοινωνίες, ο πόλεμος δεν είναι μια αποδεκτή πρώτη επιλογή. Δικαιολογείται μόνο αφού εξαντληθούν όλοι οι άλλοι δρόμοι -διπλωματία, διαπραγματεύσεις, κυρώσεις και ειρηνευτικές συνομιλίες. Αυτό αντανακλά την εξέλιξη των διεθνών κανόνων που δίνουν προτεραιότητα στην ειρηνική επίλυση συγκρούσεων.

Έτσι ο Ελληνισμός δίνει έμφαση κυρίως στην αποτροπή και την άμυνα παρά στην επιθετικότητα. Οι δικαιολογίες για τον πόλεμο συνήθως επικεντρώνονται στην απάντηση σε μια άμεση απειλή, στην προστασία της εθνικής κυριαρχίας ή στη διαφύλαξη κρίσιμων κρατικών συμφερόντων. Αυτό είναι σύμφωνο με τη Θεωρία του Δικαίου του Πολέμου, η οποία υποστηρίζει ότι ο πόλεμος δικαιολογείται μόνο για αυτοάμυνα ή για προστασία αθώων ζωών από επιθετικότητα. Στις δημοκρατίες, οι αποφάσεις για πόλεμο συχνά υπόκεινται σε νομικούς και θεσμικούς ελέγχους, όπως κοινοβουλευτική έγκριση, συνταγματικά όρια και τήρηση του διεθνούς δικαίου. Αυτό διαφέρει από τα αυταρχικά ή αυτοκρατορικά συστήματα, όπου οι κυβερνώντες μονομερώς διεξάγουν πόλεμο για επεκτατικούς σκοπούς.

Οι επιθετικές θέσεις της Τουρκίας σε θέματα όπως το Αιγαίο, η Κύπρος και η ενεργειακή εξερεύνηση στην Ανατολική Μεσόγειο αντικατοπτρίζουν τη νεο-οθωμανική φιλοδοξία. Αυτές οι ενέργειες δεν είναι καθαρά αμυντικές, αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής διεκδίκησης της ηγεσίας της Τουρκίας και επέκτασης του ρόλου της στην περιφερειακή γεωπολιτική. Η σύγκρουση με την Ελλάδα δεν πλαισιώνεται επομένως ως μια απλή εδαφική διαμάχη αλλά ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την αύξηση του γεωπολιτικού αποτυπώματος της Τουρκίας. Η πιθανότητα στρατιωτικής σύγκρουσης για τα χωρικά ύδατα αποτελεί μέρος αυτής της ευρύτερης πολιτικής προσέγγισης. Απειλώντας με πόλεμο για την επέκταση των χωρικών της υδάτων από την Ελλάδα, η Τουρκία δεν υπερασπίζεται απλώς τη δική της κυριαρχία, αλλά χρησιμοποιεί την απειλή της σύγκρουσης ως εργαλείο για να προωθήσει τους πολιτικούς και στρατηγικούς της στόχους. Αυτό θέτει την πολιτική της Τουρκίας σε πλήρη αντίθεση με την αμυντική στάση της Ελλάδας, η οποία έχει τις ρίζες της στη δημοκρατική αρχή της αποτροπής και της διατήρησης της ειρήνης με νομικά και διπλωματικά μέσα.

Οι συνεχιζόμενες εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αντικατοπτρίζουν δύο θεμελιωδώς διαφορετικές προσεγγίσεις στον πόλεμο. Για την Ελλάδα, ο πόλεμος θεωρείται ως η έσχατη λύση, που πρέπει να χρησιμοποιηθεί μόνο για την υπεράσπιση της κυριαρχίας και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Για την Τουρκία, ωστόσο, η απειλή πολέμου εντάσσεται σε ένα ευρύτερο “Κλαουζεβιτσιανό” πλαίσιο χρήσης της στρατιωτικής ισχύος ως προέκταση πολιτικών στόχων, συμπεριλαμβανομένης της επιδίωξης των νεο-οθωμανικών φιλοδοξιών. Αυτός ο διαχωρισμός υπογραμμίζει τις φιλοσοφικές και πρακτικές διαφορές μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών προσεγγίσεων στη σύγκρουση. Στις δημοκρατίες, ο πόλεμος είναι αμυντικός και στοχεύει στην αποτροπή της επιθετικότητας, ενώ τα αυταρχικά καθεστώτα εμφορούμενα από αναθεωρητικές τάσεις μπορεί να βλέπουν τον πόλεμο ως νόμιμο εργαλείο για την επίτευξη πολιτικών και εδαφικών στόχων, απηχώντας την παλαιότερη παράδοση του πολέμου με βάση τις κατακτήσεις.

*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, και του Strategy International.

 

 

 

 

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα