ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΙΛΑΣ
Υποναύαρχος ε.α Υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΣΥΜΜΕΤΕΧΩ
Η στρατηγική κουλτούρα των λαών αντικατοπτρίζει την αφήγηση για τον πολιτισμό την ιστορία και, συχνά, την κρίση για τις δομές ασφαλείας της. Στη διαδικασία για μια σαφέστερη περιγραφή της ιστορίας, μια πιο ρεαλιστική αποδοχή του παρελθόντος, φίλων και εχθρών, συμμάχων και απειλών, μια ιστορική ενδοσκόπηση δεν αποκαλύπτει μόνο τις πηγές αυτο-χαρακτηρισμού των κρατών, αλλά βαθιά ριζωμένες αγωνίες, απογοητεύσεις ή φιλοδοξίες. Γνωρίζοντας σε βάθος τη στρατηγική κουλτούρα των λαών, μπορούμε να οικοδομήσουμε ακόμη και την ειρήνη ή και ένα σταθερότερο περιβάλλον. Επομένως, η συνάφεια της πολιτικής με τη στρατηγική ανάλυση του πολιτισμού γίνεται με σκοπό όχι μόνο τη γνώση του εχθρού ή της απειλής, αλλά και για να βοηθηθεί η διακρατική αλληλεπίδραση για τη δημιουργία κλίματος μείωσης προκαταλήψεων.
Η μελέτη της γαλάζιας πατρίδας στα σχολικά βιβλία της Τουρκίας, καθώς και ο αιώνας της Τουρκίας και ο Έλληνας εχθρός είναι το τρίπτυχο της τουρκικής στρατηγικής κουλτούρας. Από το βαθύ κράτος της Τουρκίας θεωρούνται απαραίτητο να διδάσκονται για να κατανοήσουν τα τουρκόπουλα και να ερμηνεύσουν τη διπλωματική και στρατιωτική δράση τους. Εντοπίζουν συγκεκριμένους ελιγμούς σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και, συνεπώς, διαμορφώνουν καλύτερα την πολιτική συμπεριφορά τους. Η στρατηγική κουλτούρα δεν είναι ένα δόγμα, ούτε ένας μεγεθυντικός φακός μέσω του οποίου εξετάζεται το παρελθόν ή το μέλλον. Είναι το χρήσιμο εργαλείο για να κατανοήσουμε πώς και ποιες είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες ένα έθνος καθορίζει τους τρόπους για να χρησιμοποιήσει τους περιορισμένους πόρους για την επίτευξη των στόχων ασφαλείας του.
Επομένως, η στρατηγική κουλτούρα περιλαμβάνει τόσο την εθνική υπερηφάνεια και το πολιτικό κύρος όσο και τον εγωισμό μας για την επιδίωξη των εθνικών συμφερόντων.
Που βρισκόμαστε σήμερα
Είναι σημαντική η αντίληψη, ότι η μελέτη του στρατηγικού πολιτισμού βοηθάει στην κατανόηση και την αντιμετώπιση συγκρούσεων σε έναν αλληλεξαρτώμενο κόσμο. Σήμερα, ο πολιτισμός στη στρατηγική δεν καταλαμβάνει την θέση που του αρμόζει με αποτέλεσμα να έχει απορριφθεί ή στην καλύτερη περίπτωση, να θεωρείται ως μια εξήγηση της ύστατης λύσης, ακόμη και στη διεθνή πολιτική. Αν και η προσπάθεια να περιγραφεί ο ρόλος του πολιτισμού στη στρατηγική μπορεί μερικές φορές να υποφέρει από έλλειψη ακρίβειας, η συζήτηση για την επιρροή του πολιτισμού παραμένει πάντα σχετική. Η συνάφεια του είναι εμφανής όχι μόνο υπό το πρίσμα των πρόσφατων αμφισβητήσεων, και της συνεχούς επιθετικότητας της Τουρκίας, αλλά και για παροχή μεγαλύτερης σαφήνειας σε διαφορετικές στρατηγικές εθνικής ασφάλειας.
Έτσι μπορούμε να θεωρήσουμε τη στρατηγική κουλτούρα, ότι μας παρέχει έναν αναλυτικό φακό για την καλύτερη προβολή των συνεπειών που αποτελούν τη βάση των συγκρούσεων και των κινήτρων των πράξεων της Τουρκίας απέναντι στον Ελληνισμό. Η στρατηγική κουλτούρα είναι ουσιαστικά μια προσπάθεια ενσωμάτωσης των πολιτιστικών παραμέτρων, της σωρευτικής ιστορικής μνήμης και των επιδράσεών τους στην ανάλυση των πολιτικών ασφάλειας των κρατών και των διεθνών σχέσεων. Σε γενικές γραμμές, η μελέτη της σχέσης μεταξύ της εθνικής κουλτούρας και της στρατηγικής παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα ιδιαίτερα μετά την είσοδο της Ελλάδος στην ΕΕ, θεωρώντας ότι ως Ευρωπαίοι άλλαξε άρδην και το πολιτισμικό μας αποτύπωμα αποδεχόμενοι μάλιστα και την απόδοση του ονόματος Μακεδονίας στους βόρειους γείτονές μας. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την επίδραση των πολιτισμικών ιδιοσυγκρασιών στην ασφάλεια βρήκε κατάλληλο έδαφος για συζήτηση σήμερα που παρουσιάστηκε το πρόβλημα με τις τουρκικές αμφισβητήσεις και μετά την απόρριψη της θεώρησης ότι μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα είναι ένας καλός γείτονας.
Η στρατηγική κουλτούρα της Τουρκίας έχει πολλές πηγές και είναι ένας όρος δεδομένου ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν τον σχηματισμό του εθνικού πολιτισμού τους και μια επακόλουθη λογική για την πολιτική ασφάλειας και τη στρατηγική σκέψη. Ορισμένες βασικές αρχές μπορούν να εξάγονται από τις θεωρητικές μορφές της στρατηγικής κουλτούρας. Οι παράγοντες όπως η γεωπολιτική, τα πρότυπα και τα έθιμα, οι αντιλήψεις για τους περιφερειακούς και διεθνείς ρόλους, τα πολιτικά συστήματα και η κατανομή της εξουσίας (συμπεριλαμβανομένης της ισορροπίας μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών φορέων ή του τρόπου δομής της στρατιωτικής εξουσίας και θεσμών) στερεώνονται στη συλλογική μνήμη και ταυτότητα μέσω πολιτικών αφηγήσεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ιστορικών επεισοδίων, ερμηνείες κοινών μνημών κλπ.
Η Τουρκία, εισέρχεται στη διεθνή σκηνή με ιστορικές αποσκευές συσσωρευμένων εμπειριών, πεποιθήσεων, πολιτιστικών επιρροών, γεωγραφικών και οικονομικών περιορισμών, τα οποία επηρεάζουν τη συμπεριφορά της. Ένα σαφές παράδειγμα αυτών των ιστορικών κινήτρων που θα μπορούσε να αποδοθεί στην Τουρκία, είναι η σκέψη ότι είναι σχεδόν αδύνατο να εξετάσουμε την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας χωρίς να εξετάσουμε τις βαθύτερες ιστορικές και πολιτιστικές ρίζες που την διαμόρφωσαν. Οι υπερβολικές έννοιες της αντοχής και του διαμελισμού της, όπως επανειλημμένα επαναλαμβάνεται στο τουρκικό ιστορικό αναλυτικό πρόγραμμα, επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στην “διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας”, γνωστό και ως σύνδρομο των Σεβρών. Αντίδοτο αυτού είναι σήμερα η ¨γαλάζια πατρίδα¨.
Είναι σχεδόν αδύνατο να εξετάσουμε την εξωτερική πολιτική της Ελλάδος χωρίς να εξετάσουμε τις βαθύτερες ιστορικές και πολιτιστικές ρίζες που τη διαμόρφωσαν. Οι υπερβολικές έννοιες της παλιγγενεσίας και των ηρωικών μαχών, όπως επανειλημμένα επαναλαμβάνονται στην Ελληνική ιστορία, επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στον «αιώνα της διαμόρφωσης των σημερινών συνόρων», από τις αρχές του 19ου έως και στα μέσα του 20ου αιώνα. Η εθνική στρατηγική, η πολιτική εθνικής άμυνας, και ο ασυμβίβαστος στόχος του εθνικού συμφέροντος έπρεπε να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος στον ορισμό των ελληνικών δογμάτων ασφαλείας. Η απομάκρυνση από αυτές τις έννοιες έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, καθώς δόθηκε έμφαση στο δόγμα του ευρωπαϊκού ειρηνισμού και μιας επίπλαστης ευμάρειας του νεοφιλελευθερισμού ως περαιτέρω διαβεβαίωση έναντι των ισχυρισμών επιθετικής συμπεριφοράς από την Τουρκία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή ενός υψηλού βαθμού συνέχειας, όπου η στρατηγική κουλτούρα υποβαθμίστηκε σε σημείο αφανισμού της.
Συμπέρασμα
Ο πιο καταστροφικός αντίκτυπος που μπορεί να επιφέρει ο ελληνικός κατευνασμός, είναι ο κίνδυνος της ενίσχυσης της τουρκικής επιθετικότητας και του λανθασμένου υπολογισμού. Χωρίς σαφή δέσμευση μιας πολιτικής εθνικής ασφαλείας για την υπεράσπιση της εθνικής επικράτειας, υποστηριζόμενης από ένα ισχυρό αποτρεπτικό δόγμα, ο Πρόεδρος Ερντογάν θα βρει σίγουρα ευκαιρίες για να υποστηρίζει τις τουρκικές διεκδικήσεις, την παράβλεψη των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και τέλος να καταλάβει επικράτεια που θεωρεί τουρκική. Το έχει ήδη κάνει στη Συρία και στο Ιράκ. Σίγουρα ο Ερντογάν ψάχνει την ευκαιρία να προωθήσει τα συμφέροντά του στην Κύπρο χωρίς τη «σκιά» των συμμάχων και του ΝΑΤΟ για να την προστατεύσει.
Δεύτερον, η αποχώρηση μας από το ενιαίο αμυντικό δόγμα μειώνει την ελληνική αμυντική εμβέλεια, την πολιτική επιρροή και το οικονομικό πλεονέκτημά μας από τη μεταφορά των ενεργειακών πόρων στην Ευρώπη. Η έντονη παρουσία του αεροναυτικού μας στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο όχι μόνο προβλέπει την υπεράσπιση της Κύπρου, αλλά φέρνει την Ελλάδα σε έναν χώρο που βρίσκεται πιο κοντά στα σημεία γενέσεως προβλημάτων που απειλούν τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνισμού.
Τέλος, χωρίς αξιόπιστες εθνικές θέσεις και δεσμεύσεις για την ασφάλεια, δεν θα υπήρχε τίποτα για να σταματήσει την Τουρκία από τον έλεγχο της θάλασσας της Μεσογείου και πιθανόν να της ανοίγει την όρεξη και για νέες αναθεωρήσεις. Προσθέστε σε αυτή την εξίσωση τα νέα σημεία που οικοδομεί η Τουρκία στο Αιγαίο, το Κρητικό, την Θράκη ακόμη και στο Ιόνιο για τα θαλάσσια πάρκα. Η εγκατάλειψη από τις πάγιες εθνικές θέσεις θα συμβάλουν στη διασφάλιση της ανταγωνιστικής επιτυχίας της Τουρκίας.