Του Χρήστου Κατρούτσου
Κάποτε, όχι σαν αρχή παραμυθιού αλλά ως βιωματική εμπειρία, ακούγονταν το παιδικό χαμόγελο ακόμη και στα στενά του αστικού ιστού που φιμώνουν τον ήχο. Κατόπιν, αποδίδοντας χαρακτήρα πρωτογονισμού στα παιδιά όπως αναφέρει και η Ελληνική Σημειωτική Εταιρία, τα εξοβέλισαν στις παιδικές χαρές όπου η φύση, υποβαθμισμένη στο σύγχρονο κόσμο, χάριζε βλάστηση σ’ εκείνα τα χαμόγελα πριν μεταφερθούν οβιδιακά σε μικροσυσκευές. Παιδικές χαρές απερημώθηκαν καθώς χαμόγελα παιδιών δεν έβρισκαν πρόσωπα να ξεκουράσουν το φτερούγισμά τους, δεν έβρισκαν το πρόσωπό τους! Παιδιά πια, υπήρχαν στο φθινόπωρο ενός πολιτισμού…
Γραμμένο σε φθινόπωρο το παρόν, βίαιο καιρικά σε αρκετές χώρες, αναφέρεται στο νεφελώδες ερώτημα για το δημογραφικό πρόβλημα. Ζήτημα που διατυπώνεται πλέον συχνότερα στο δημόσιο λόγο, επιδερμικά κυρίως, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα που ακολουθούν το δυτικό κοσμοείδωλο όπου και εντοπίζεται κατά κανόνα. Κατ’ αρχάς αναγνωρίζεται ως πρόβλημα, από ευρύτερες ομάδες συνεπώς, δεν πρόκειται για εικοτολογία. Όμως, στον τρόπο και το πλαίσιο που τίθεται προεξοφλείται ήδη και απάντηση με κριτήρια μόνον αριθμητικά, με κριτική ραστώνη, πυρήνας που εκρήγνυται αποδομώντας το ερώτημα. Κι αν, έτι περαιτέρω, τίθεται μονομερώς, από ομάδες με συγκεκριμένα κοινωνιολογικά στοιχεία αποδομείται και η αναγνώρισή του ως συλλογικό και το δημογραφικό, νοούμενο στον ευρύτερο πληθυσμό, φύσει, ως σημαίνον και σημαινόμενο αναφύεται στο συλλογικό. Όμως, όχι σπάνια, το δημογραφικό, ως πρόβλημα, απασχολεί συλλογικότητες είτε φύσει συντηρητικές είτε με απόδοση συντηρητικών στοιχείων ερήμην τους. Κατανοείται μεν το σημαίνον «δημογραφικό» δίχως να σηματοδοτούνται σχέσεις με την αντι-κείμενη πραγματικότητα και από τις δυο στάσεις ως προς αυτό μιας και οι μεν αρνούνται να κατανοήσουν όσους έχουν διαφορετική οπτική. Συμπερασματικά, το δημογραφικό κατανοείται όπως μεν αναγνωρίσιμο σημαίνον δίχως να πιστοποιούνται σχέσεις μέθεξης σε αυτό όπως για παράδειγμα θα διαπιστώναμε στη λέξη «κένταυρος»…
Δεδομένο είναι πως στο δυτικό κόσμο οι επιμέρους νοηματοδοτήσεις, όσο κι αν παρουσιάζονται αντιδιαμετρικές, συγκλίνουν πως δεν είναι επιθυμητή η δημιουργία οικογένειας κατά κανόνα. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει αλυσοδεθεί σ’ ένα κοσμοείδωλο που φαινομενικά τον εξυπηρετεί με απολαύσεις και προσδοκίες ενεστωτικής απόλαυσης, θα εξετασθεί παρακάτω. Το παρόν δοκίμιο ενοφθαλμίζει τη διερεύνηση του φαινομένου με κάποιες προτάσεις για την αναθεώρηση στάσης. Δεν θα λειτουργήσει διχαστικά και προς επίρρωση αυτού επισημαίνει ο Κωστής Παπαγιώργης: «Πρώτος ο Λεβινάς αμφιβάλλει για το αν ο άνθρωπος της ανάγκης και της στέρησης (ο πένης, ο προλετάριος, ο εργάτης, ο άνθρωπος του μόχθου, ο αγρότης, ο βιοπαλαιστής) έχει τρόπο να επιτελέσει την αποκάλυψη του Είναι. Πώς να κρατήσει την οντικότητα ( πρόσληψη νοητική και χρησιμοθηρική, σ.σ.) σε απόσταση όταν από αυτήν εξαρτάται η επιβίωσή του; Είναι κωμικό και δραματικά πλανημένο να μιλάμε για την αναυθεντικότητα ενός ανθρακωρύχου ή ενός φορτοεκφορτωτή. H αποκάλυψη δεν μπορεί παρά να είναι προνόμιο μιας ελάχιστης μειονότητας» (1) Θα διαπιστωθεί πως πλέον, η ανωτέρω συνθήκη διέπει όλα τα στρώματα ως στάση ανεξαρτήτως οικονομικών απολαβών όμως, η επιβίωση εμπεριέχοντας εξάρτηση επαληθεύεται. Επίσης, αναφερόμενοι σε ανθρώπινα σύνολα είναι δυσδιάκριτο ίσως και άστοχο, να προσλαμβάνονται ως υποσύνολο τα μέρη του, εν προκειμένω καθένας ξεχωριστά. Ο κατηγορηματικός αυτός δυισμός θα στρέβλωνε την ετερότητα καθενός, αφαιρώντας το εξαιρετικό γνώρισμα του ανθρώπου να υπερβαίνει ένα σύνολο. Συνάμα, καθένας είναι μέρος, όλον και κάτι ευρύτερο εφόσον υπάρχει η κοινή παραδοχή ότι οι αντιληπτικές μας ικανότητες για την οριοθέτηση στο όλον είναι πεπερασμένες με τα παρόντα μεθοδολογικά όργανα συνάμα κι απροσμέτρητες αν δεν προσκολληθούμε σε ερευνητικά εργαλεία, ακόμη και τα θεωρούμενα ως πλέον αυστηρά όταν η ίδια η Επιστήμη αναθεωρεί σε θεμελιώδη ζητήματα! Συνεπώς όταν γίνεται αναφορά σε συλλογικότητες εξυπηρετούνται μεθοδολογικές προσεγγίσεις.
Στην έμφυτη και ιστορικά πιστοποιήσιμη υπέρβαση ακόμη και από το «όλον», ακόμη και στον καθένα όταν για παράδειγμα υπερνικά κάποιο ανήκεστο πρόβλημα υγείας, όχι με όρους ατομοκεντρικής διασφάλισης, αρχίζει να διακρίνεται το ομιχλώδες τοπίο όπου ο διερωτώμενος σαγηνεύεται με απαντήσεις άκριτα, χάριν απαλλαγής από τον πόνο που φέρει κάθε ερώτημα, καθώς το ερώτημα συνιστά υπέρβαση. Στην αχλή λοιπόν ενός παρόμοιου ζητήματος, διακρίνονται σηματοδότες που λειτουργούν ως Σειρήνες με τυπολογικά κριτήρια που συνήθως, επικεντρώνονται στο ατομικό παραθεωρώντας το συλλογικό και αντίστροφα! Το ερώτημα όμως είναι τοκετός, δεν εξυπηρετεί σε τίποτα να μην το ζήσεις, κυοφορώντας το δίχως έξωθεν πειθαναγκασμούς, πολλάκις υιοθετούμενους ως αδήριτη πραγματικότητα. Για παράδειγμα: συχνά η υπογεννητικότητα αναφέρεται σε γυναίκες. Θεμελιώδες, βάσει και των παραπάνω, σφάλμα! Πρόκειται για ζήτημα που αφορά και τα δυο φύλα. Συχνά δε, και όχι άδικα, συνακόλουθα προκαλείται μια αντανακλαστική αντίδραση. Να λοιπόν, η …ενάργεια της αχλής με αξιωματικές αντιλήψεις και πως το ζήτημα διαμορφώνεται σε ταμπού!
Ξεκαθαρίζοντας θέση και στάση πως δεν πρόκειται να αναλωθώ σε σχήματα που εκκολάπτουν φαύλο κύκλο, με διαπιστώσεις επαληθεύσιμες, ήδη συναντήσαμε στοιχεία γιατί το δημογραφικό αφορά έντονα την Ελλάδα καθώς πρόκειται για χώρα με κομβικό ρολό διαχρονικά ανάμεσα σε πληθυσμούς με ήθη, έθιμα, στάση ζωής που είναι εναργής η φθίνουσα πορεία τους αριθμητικά και σε πληθυσμούς όπου δεν διαπιστώνεται.
Ας αναφέρουμε κάποια καθολικά γνωρίσματα για την πληθυσμιακή γονιμότητα ή καλύτερα, πορεία μιας και ο όρος γονιμότητα λειτουργεί διασπαστικά, και πόσο αυτά ισχύουν και στον τόπο μας.
Ο δείκτης γεννητικότητας στην Ελλάδα κυμαίνεται κοντά στο ένα παιδί/ανά οικογένεια. Σε χώρες με υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα συναντάμε τον δείκτη απ΄ το 1.7 και πάνω :στη Νορβηγία 1,9 με κατά κεφαλήν εισόδημα 43 χιλ-55 χιλ. $, στην Αυστραλία 1,8 με 37-50 χιλ $ (ανάλογα με τον οργανισμό που υπολογίζει), στην Ιρλανδία 1,7 με 50 χιλ, στη Γαλλία 2 με κοντά στα 45 χιλ, σε διάφορες Σκανδιναβικές χώρες 1,7 με εισόδημα άνω των 45 χιλ., ενώ σε χώρες στη Μέση Ανατολή και την υποσαχάρια Αφρική με πενιχρό εισόδημα εντοπίζεται υψηλός δείκτης γεννητικότητας. Γεγονός είναι πως εν γένει, στις λεγόμενες ανεπτυγμένες χώρες, ο μέσος αριθμός γεννήσεων ανά οικογένεια έχει πέσει κάτω από το 2,1 το οποίο είναι ποσοστό αντικατάστασης του πληθυσμού (Fortunegreece.com). Στην Ελλάδα ο δείκτης τείνει προς το 1 με στοιχεία του ΟΗΕ να καταγράφουν μείωση 50.401 ατόμων στο 2020 (σε συνθήκες εγκλεισμού που θα προσδοκούσε κάποιος αύξηση γονιμότητας)… Ενώ, για μην αναφερθούμε μόνον στο έτος που παρουσιάστηκε ο κορωνοϊός, στην τελευταία δεκαετία υπήρξε μείωση 464.584 ατόμων με στοιχεία του ΟΗΕ. Ο δε μέσος όρος ηλικίας ανέβηκε στα 45,6 έτη. Ήδη από το 2040 θα υπάρχει απώλεια 2,4 εκατομμυρίων ( κοντά στο ¼ του σημερινού πληθυσμού) ενώ οι άνω των 60 ετών θα υπερβούν το 40% του πληθυσμού επιβάλλοντας ακούσια και μη τις ιδεολογικές επιταγές τους στη νεολαία κατανοώντας τί συνεπιφέρει αυτό στην όσμωση ιδεών πέραν άλλων συνεπειών όπως η εκπτώχευση! Άλλες μαθηματικά επιπτώσεις; Κατόπιν οι γενιές στην αναπαραγωγική ηλικία θα είναι ολιγάριθμες και ο πληθυσμός θα μειωθεί κατά 55% στα επόμενα 40 χρόνια προκαλώντας ανεπανόρθωτη βλάβη. Στο δε κλείσιμο του αιώνα ο πληθυσμός ελληνικής καταγωγής στη χώρα μας θα είναι κάτω από 2,5 εκατομμύρια στην καλύτερη περίπτωση… Οι άμεσες επιπτώσεις, για όποιον έχει μόνον οικονομικά κριτήρια, γνωστές: πώς θα καταστούν βιώσιμα συστήματα πρόνοιας; Και αφορούν όλους εκτός από εύρωστες οικονομικά ελίτ.
Πώς μεταπλάστηκε η πληθυσμιακή ευρωστία της Ευρώπης στους νεότερους χρόνους συνακόλουθα και στην Ελλάδα σε απροθυμία γεννήσεων; Στο σύνθημα του Μάη του ’68 “make love, not babes” εκρήγνυται η καταπίεση από παλαιότερες κοσμοθεωρίες εδραιωμένες κυρίως στη δυτική Ευρώπη. Θρησκευτικές, κανονιστικού και μάλλον προτεσταντικού τύπου επιταγές, πολεμικές συρράξεις, κάθε λογής διχασμός εδραιωμένος στον κομφορμισμό, ταξικές ανισότητες με συνθήκες εξαθλίωσης στα φτωχότερα στρώματα προσλαμβάνονταν απερινόητη αδικία για τα παιδιά εντασσόμενα πρώιμα στον εργασιακό στίβο. Η εργασιακή απασχόληση σε αυτά τα στρώματα ήταν χειρονακτική και η έλευση ενός αγοριού συνεπώς ήταν το επιποθούμενο. Έτσι, για ένα κορίτσι υπήρχε το πρόταγμα να γαλουχηθεί με τη δημιουργία οικογένειας ως αυτοσκοπός από τη στιγμή μάλιστα που η ένταξή του σε κοινωνικές δραστηριότητες ήταν περιορισμένη. Η χρησιμοθηρία επικρατεί και το παιδικό όνειρο και στα δυο φύλα τυλίγεται με αέναο φθινόπωρο. Αγορίστικα χεράκια ένιωσαν νωρίς την επίθεση της χαρακιάς στα χέρια, δάκτυλα χάθηκαν και αναλήφθηκαν σ’ έναν παράδεισο αγγιγμάτων. Κοριτσίστικα χεράκια μούλιασαν με κύκλους να σχηματίζονται σε κάθε λεκέ που τάραζε τη γαλήνια λίμνη τους. Ανάγνωση, γραφή δεν γνώρισαν μήτε στρωμνή δίχως πληγές… Έραβαν μια μέρα ρηχή δίχως βαθύ ύπνο, έραβαν ξηλώνοντας τη μοίρα τους…
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ( ΒΠΠ) η πυξίδα της μοίρας έμελε ν’ αλλάξει με τη διάνοιξη περισσοτέρων ευκαιριών ένταξης και των δυο φύλων στον κοινωνικό ιστό, ακόμη όμως, το πατριαρχικό πρότυπο ήταν σε εγρήγορση ευνοώντας περισσότερο την προοπτική ενός αγοριού για οικονομική και μορφωτική ανέλιξη.
Ομοίως και στην Ελλάδα ένας γιος είχε την οικογενειακή και κοινωνική εύνοια να σταδιοδρομήσει, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα μιας και, είναι σημαντικό να αναφερθεί, η εμπιστοσύνη του Έλληνα ως προς το κράτος ήταν θεμελιωδώς κλονισμένη από τη σύστασή του λόγω επιλογών στην εξουσία, δυσαρμονικών με τις μακραίωνες λαϊκές παραδόσεις, κατάσταση που διατηρείται και ως σήμερα επηρεάζοντας το εξεταζόμενο ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει, το 1960 η πορεία στο δείκτη γονιμότητας (χρησιμοποιώντας τον όρο αυτόν αναφέρομαι στη διαμόρφωσή του και από τα δυο φύλα) ήταν 2,23 παιδιά ανά οικογένεια (Σήμερα, κάτω από 1,35).
Στη δεκαετία του ’60 και λίγο πριν, στις Η.Π.Α., η νεολαία αντιτίθεται. Όπως συνέβη με πληθώρα κινημάτων, εναργέστερα πλέον το «παλαιό» έπρεπε να γκρεμιστεί συθέμελα. Άλλωστε, οι πληγές του ΒΠΠ ήταν ακόμη νωπές και άρρηκτα συνδεδεμένες με παλαιότερες αντιλήψεις. Η διαφθορά συνεχιζόμενη στη δεκαετία του ’70, διεθνείς οικονομικές κρίσεις και κατά μια τάξη μεγέθους ισχυρότερο στην Ελλάδα το πατριαρχικό πρότυπο, οδήγησαν στη δεκαετία του ’80, πάλι τη νεολαία στο αίτημα διαμόρφωσης αθρόων επίλογων για να «γίνεις αυτό που πράγματι θέλεις» στην πραγμάτωσή του. Και όπως κάθε νέο που συμπλέει με όραμα, αμφότερες οι στάσεις υπήρξαν κατ’ αρχάς γόνιμες, απλώνοντας τη γλυκιά αφέλεια αλλά και τη ζέση των νιάτων και σε αλλά ηλικιακά στρώματα ανεξαρτήτως οικονομικής ισχύος ( ιδιαίτερα στο ’80 όπου όμως, ήδη απ’ το ’81 στην Ελλάδα ο δείκτης πέφτει κάτω από το 2,1) γεγονός που δεν μπορεί να μη συσχετισθεί με την «αποτίναξη» του συντηρητισμού όπως τον συνέλαβε μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος, δικαίως τε και αδίκως, ιδεολογικά και πολιτικά ( Το 1985 μάλιστα ο δείκτης αγγίζει το 1,68. ). Κύτταρο του παλαιού θεωρήθηκε η οικογένεια συνεπώς η αξιακή υποβάθμισή της ήταν συνειδητή. Στην Ελλάδα όπως αναφέρει η δημογράφος και Καθηγήτρια του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Αλεξάνδρα Τραγάκη «τα πολλά παιδιά έπαψαν να θωρούνται οικογενειακός πλούτος τουλάχιστον για τα παιδιά της μεσαίας τάξης». Καλύτερες συνθήκες στη μεσαία τάξη κόμιζαν μια ανεμελιά που, μεταξύ άλλων, γκρέμιζε τον μονομερώς χαρακτήρα του χρόνου ως γραμμικό μέγεθος, στην ευρύτερη αντίληψη ως μέγεθος για συμμόρφωση και κερδοφορία με ανεξίτηλο ενθαδικό αποτύπωμα.
Αγγίζοντας το παλαιότερο κοσμοείδωλο τόσο στον ευρύτερο δυτικό κόσμο όσο και σε κυρίαρχους πολιτισμούς «στην Ελλάδα όσο και στη Ρώμη, η καθημερινή ζωή ξέφευγε απ’ την ακρίβεια των ρολογιών. Η καθημερινή ζωή κινούνταν μέσα στο « περίπου» του βιωμένου χρόνου» (2). Η παραπάνω στάση συνάδει με την εύρεση χρόνου για πληθώρα επιλογών μες στις οποίες παρουσιάζεται, όχι εμφατικά, και η σεξουαλική απελευθέρωση.
Ας εξετασθούν όμως, διακόπτοντας προς ώρας, την ανεμελιά του ΄80 με όσα υπέρ και κατά, μερικά συνεπακόλουθα του γραμμικού χρόνου.
Η γραμμική αντίληψη χρόνου με συνέπεια την ατομοκεντρική θεώρηση, την εξάλειψη του προσώπου χαρακτηρίζει και φαινομενικά αντιστρατευμένα κοσμοσυστήματα όπως το Δυτικό και το ακραίο Μουσουλμανικό. Η διαφοροποίηση έγκειται στο μεν πρώτο στην ενθαδική απόλαυση ατομικών δικαιωμάτων στο δε δεύτερο, στη μεταφυσική δικαίωση του ατόμου. Η γραμμική αντίληψη του χρόνου σχετίζεται άρρηκτα με τη στρέβλωσή του ως απόλυτο μέγεθος και τη φετιχιστική «λατρεία» τεχνολογικών επιτευγμάτων εν είδει ειδώλων. Άλλοτε, ξύλινα τα είδωλα και τώρα, καμωμένα από τεχνολογικά υλικά δεν παύουν να παράγουν έναν ξύλινο λόγο.
Τόσες προσπάθειες διαχρονικές να απαλλαγούμε από φαντάσματα, ιδεοληψίες που στοίχειωναν άλλοτε, τη ζωή μας κι όμως, συνεχίζουμε να «λατρεύουμε» είδωλα, νοητικά υποκατάστατα από ψυχολογικές προβολές προσδίδοντάς τους αυθεντία όταν οριοθετούμε άπαντα στην αυτοτέλεια της «προνομιακής» μας οπτικής. (3)
Επιστρέφοντας στη δεκαετία του ’80 υπήρχε ακόμη πληθώρα επιλογών σε διάφορες κατευθύνσεις για την έκφραση ετερότητας έχοντας ισόρροπους ερμηνευτικούς πόλους τη λογική μα και το μη λογικό είτε παρουσιαζόταν ως μεταφυσικό αντίκρισμα είτε ως πρόληψη, συχνά δε και ως δεισιδαιμονία (μια όσμωση του μυθικού και μη νοησιαρχικής αντίληψης). Πλέον, στις διαθέσιμες επιλογές κυριαρχεί η απερήμωση της φυσικής επαφής με μικροσυσκευές και καθολικές επιταγές στις οποίες εξαίρεται η ατομική ευθύνη για ένα ατομοκεντρικό πολιτισμικό παράδειγμα ως και ο εγκλεισμός! Πλέον το ελάχιστο (ως συστατικό μέγεθος στην αντίληψη) διαιρείται όλο και περισσότερο σε ποικίλες εκφάνσεις ελέγχοντας το όλον, και ο ραγδαία αυξανόμενος σε επιρροή ψηφιακός κόσμος, με όρους αμεσότητας που υπηρετούν τον συλλογικό έλεγχο και την έλλειψη φυσικής παρουσίας όπως ηλεκτρονικές συναλλαγές με απρόσωπα σχήματα, καταδεικνύει πόσο το αναλογικό υποσυνείδητα απαιτούσε προσπάθεια, περιπετειώδη αναζήτηση. Η κατίσχυση του ελάχιστου με ποικίλες εκφάνσεις (από την Τεχνολογία ως την εύρεση χρόνου), η απομύζηση όποιου ελεύθερου χρόνου από τεχνολογικές συσκευές (όταν απαντούνται σύνδρομα προσκόλλησης και υποχρεωτική οδηγία) που με τη σειρά τους ανατροφοδοτούν υποχρέωση εικονικής παρουσίας ψυχαναγκαστικά κι όχι φυσικής αβίαστα, συνδράμουν το μειωμένο ενδιαφέρον για δημιουργία οικογένειας.
Ο χρόνος απέκτησε απόλυτη ισχύ με τεχνολογικές συσκευές ξεφλουδίζοντας το χώρο. Στις προβιομηχανικές πόλεις ο χώρος όπως αναφέρει ο Λεφέβρ δεν είχε ανταλλακτική αξία. Πριν το δέλεαρ και την έπαρση της αντιπαροχής υπήρχε άρωμα της γειτονιάς, διάφορες ζυμώσεις και συζητήσεις να εκρήγνυνται σαν κόκκινο μιας μπουκαμβίλιας. Η κοινωνική αυτορρύθμιση ορίζονταν από ανθρώπινα πρότυπα δια ζώσης και ο δημόσιος χώρος δεν είχε συσκοτιστεί από την ασφυκτική δόμηση προσφέροντας και ευκαιρίες για απόδραση μέσα στον αστικό ιστό από μιαν άτεγκτη καθημερινότητα. Άλλωστε, για τον κατακερματισμένο χωροχρόνο στη σύγχρονη αντίληψη, βίαιη απόσχιση που υποδουλώνει τον άνθρωπο στο τυπολογικό κριτήριο του χρόνου διαγουμίζοντας τον πλούτο του χώρου, ο Σεφέρης, με την ευαισθησία του ποιητή δίχως ατομοκεντρική κατοχύρωση, αντιλαμβάνεται το χώρο χρονικά και το χρόνο χωρικά:
Τρεις βράχοι λίγα καμμένα πεύκα και ένα ρημοκλήσι
Και παραπέρα
Το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει
(…)
Ο βραβευμένος ποιητής μας με Νόμπελ, στα Τρία κρυφά ποιήματα, αποκαλύπτει με ενάργεια σπαρακτική αλήθεια βιωματικής εμπειρίας όσων σεβάστηκαν το χώρο, την αλληλεπίδρασή του στα τρίσβαθα της ψυχής μας. Συνακόλουθα, ανακαλούνται αντιλήψεις που διαμορφώνουν το χώρο επί τα βελτίω ή μη:
Εγώ είμαι ο τόπος σου
Ίσως να μην είμαι κανείς
Αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις
Ο Σεφέρης εκριζώθηκε από τον τόπο καταγωγής του φέροντας την τραυματική εμπειρία στο έργο του συχνά και ο χώρος μεταπλάστηκε σε χρόνο αναμονής. Και δη χώρος αναμονής βαθμών ελευθερίας. Όπως αναφέρει ο Φουκώ (4), σε έναν ζωντανό οργανισμό όπως η πόλη, ο χώρος εν γένει, «οι μεταβλητές (του εδάφους, της επικοινωνίας, της ταχύτητας) ξεφεύγουν από τη δικαιοδοσία των αρχιτεκτόνων». Πλέον συνυπεύθυνοι, ακόμη και στην ιδιωτική ασυδοσία, είναι πολιτικοί και νομοθέτες οι οποίοι λειτουργούν κατά κοινή αίσθηση, απογαλακτισμένοι από χώρους όπου σφύζει η ζωή, τεχνοκρατικά, ρασιοναλιστικά.
Στις πόλεις πια δεν υπάρχει ουτοπία μήτε στις ιδέες. Άπαντα προκατασκευασμένα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι με την ουτοπία μεταφέρεται ένα «μεταφυσικό» αντίκρισμα που ικανοποιεί τους περισσότερους ένθεους και μη. Και το λέω μεταφυσικό γιατί ακριβώς, υπερβαίνει το παρόν, διανοίγει το μέλλον σε ενεστωτική εμπειρία χωρίς να αποκλείει τις κατοπινές αντιλήψεις οι οποίες μπορεί να ελέγχουν την κυρίαρχη σημερινή το ίδιο σκωπτικά όπως η θεοποίηση των φυσικών φαινομένων σε αρχαίες κοινωνίες. Και η ενεστωτική εμπειρία σε μέθεξη με το κατοπινό προκαλεί και προσκαλεί σε οικογένεια με τους απόγονους να ενσαρκώνουν ουτοπία.
Στη δεκαετία όμως του ’90 η γλυκόπικρη αφέλεια της προηγούμενης υποτάσσεται στην αδήριτη κοινωνική επιταγή για αυξημένη κατάρτιση, κυρίως στον τριτογενή τομέα, με φόρτο υποχρεώσεων από τρυφερή ηλικία. Ο δημόσιος χώρος όπου εντοπίζεται κυρίως η μεσαία τάξη και αδύναμα οικονομικά στρώματα υποβαθμίζεται, συχνά δε βεβηλώνεται. Και πάλι τα παιδιά στερούνται το παιδικό όνειρο. Μπαίνουν νωρίς στην άγρα της κατάρτισης, όχι τόσο με ρόζους στα δάκτυλα όσο με λαβυρινθώδεις εγκεφαλικές απολήξεις δίχως μίτο Αριάδνης. Αυτή ακριβώς η απώλεια μαζί με εκείνην του μύθου, θεωρούμενη ως μη χρηστική και αντιμετωπιζόμενη σκωπτικά οδηγούν στην απομάγευση. Οι τότε νέοι δεν ζήσανε ως παιδιά συνεπώς υποσυνείδητα, ως πανδημία εξαπλώνεται κατά μια « τάξη μεγέθους» η υποβάθμιση de facto, του παιδιού πέραν της οικογενείας. Οι τότε νέοι θα ζήσουν τη χαμένη τους νεότητα όταν ωριμάσουν οι συνθήκες κυρίως οικονομικά, ενώ, δεν θα θελήσουν να μεταφέρουν καταπίεση σε μια νέα ζωή, αναγνωρίζοντας έμμεσα το ασφυκτικό κοσμοείδωλο στο οποίο παραχωρούνται και περισσότεροι τρόποι ποδηγέτησης στην προσωπική ζωή. De jure η Πολιτεία δεν συμβάλλει παρά με πενιχρά επιδόματα. Μαζί με την απώλεια του οράματος συνοδευομένη από την άμβλυνση φορέων στην κοινή συνείδηση όπου ενυπήρχε, όπως παραδοσιακοί θεσμοί και αίσθηση ιστορικού αποτυπώματος, εξηγείται σε ικανοποιητικό βαθμό το πως δεν υπήρξε συνειδητή ανάγκη η δημιουργία οικογένειας.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, στο δυτικό κυρίως κοσμοείδωλο (σε αυτό εντάσσονται όπως αναφέρθηκε και χώρες που ακολουθούν τις «αξιολογικές του κρίσεις» χώρου- χρόνου) δεν θέλει να κάνει παιδιά! Επιθυμεί να ζήσει τη χαμένη του νεότητα ενώ δεν βλέπει μέσα στο σώμα ενός παιδιού πως κυοφορείται το μέλλον. Αναζητά τρόπους να ξεφύγει από μια δυσβάστακτη καθημερινότητα που συνδιαμορφώνουμε, από βοή που φιμώνει κάθε ηδύ ήχο με ταξίδια, ποικίλες απολαύσεις, συχνά δίχως όρους γνήσιας διαφυγής αλλά προς άγρα εντυπώσεων, ποικίλες επιλογές που θα του στερούσε η δημιουργία οικογένειας και μάλιστα, η αναφερόμενη στάση συναντάται σε πρόσωπα με υψηλή εργασιακή κατάρτιση, στις κορυφές επαγγελματικής ιεραρχίας, συνεπώς δεν είναι τροχοπέδη στο εξεταζόμενο ζήτημα αποκλειστικά εισοδηματικά κριτήρια. Ως οξύμωρο, απαντάται η επίκληση εισοδηματικής αδυναμίας, ακόμη κι από εύπορα στρώματα, επιδίωξη εύρεσης συντρόφου με υψηλό κοινωνικό status από πρόσωπα ακολουθούντα θεσμούς που υποστηρίζουν τη δημιουργία οικογένειας όπως χριστιανικές ομολογίες στην νοτιοανατολική Ευρώπη ακόμη και προ χρηματοπιστωτικής κρίσεως όπως διαπιστώθηκε. Και εδώ, έστω με διαφορετικά «άμφια» υιοθετούνται προτεσταντικές επιταγές. Μεταξύ άλλων και εξόχως σημαντικό, προβολές επιθυμίας των γονέων, τυχόν τραυματικές εμπειρίες στο οικογενειακό και συγγενικό περιβάλλον, σε ερωτικές σχέσεις, οδηγούν στην αναζήτηση ασφάλειας και αφοσίωσης στην εργασιακή «θαλπωρή» καταχρηστικά και απεμπολούν την εύρεση συντρόφου ή με στρεβλά, τοξικά κριτήρια ερωτικές επιλογές.
Αν και τα παραπάνω απαντώνται και στην Ελλάδα είναι σημαντικό όπως τέθηκε το ζήτημα με όρους προσωπικής ετερότητας, να αναφερθεί η σύγκρουση του με το αδιάλειπτο αίσθημα μειονεξίας. «Το αίσθημα εθνικής μειονεξίας γίνεται αισθητό ακόμη και από τα πρωτοσχηματιζόμενα κόμματα με τίτλους όπως «ρωσσικό», «γαλλικό», «αγγλικό» με πρόδηλα τα υπηρετούμενα συμφέροντα, το γκρέμισμα βυζαντινών ναών μοναδικού κάλλους (με ελάχιστους διασωθέντες κι από ατομικές υποδείξεις όπως ο ναός της Καπνικαρέας), το μιμητισμό σε στολές στρατιωτικών σωμάτων (χαρακτηριστική η γαλλικού τύπου στολή στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων). Τα μόνα φώτα που ήσαν αποδεκτά και περιβεβλημένα με κύρος ήταν τα προερχόμενα από την Εσπερία»(5). Εξόχως σημαντικό, να απενοχοποιηθεί η ταυτότητα του «να ‘σαι Έλληνας», στάση έμμονα συντηρούμενη από ομάδες που εναντιώνονται ορθά σε πατριδοκάπηλους, άκριτα σε όσους διαπιστωμένα υπηρετούν τον ελληνικό πολιτισμό. Ομάδες με νοοτροπία εκούσια και μη νεοφιλελευθερισμού τρεφόμενες με δίπολα συντηρώντας υψηλή ποσοστά στο νεανικό τους ακροατήριο και με αρκετά πιθανή ένεκεν της ιδεολογικής τους εμμονής να συνεχίζουν την αντιμετώπιση του ζητήματος ως συντηρητικού λόγω της ηλικιακής τους επικράτησης κατοπινά.
Να γίνει συνείδηση στο σύγχρονο Έλληνα πως συνεχίζει τη σκυταλοδρομία σε πολιτισμό που πρόσφερε πανανθρώπινες αξίες και τρόπο ζωής με όραμα ελέγχοντας κριτικά όποια εξουσία προς συλλογικό όφελος με συμμετοχή πολιτών, όχι ιδιοτελών αντιπροσώπων. Αγαπώντας και διερευνώντας κριτικά το παρελθόν θα γεμίσουμε μέλλον.
Συμπερασματικά, μιας και το φαινόμενο είναι καθολικό θα ήταν σφαλερό να επιτιμήσουμε με άτεγκτη στάση τον σύγχρονο άνθρωπο. Στον τελευταίο χρειάζεται η προσφορά οράματος και κινήτρου πρωτίστως, επιδιώκοντας την υπαρκτική περιπέτεια, αλλάζοντας τις αρχικές συνθήκες της βιωτής του: να μάθει να ζήσει ως παιδί για να θελήσει ν’ αποκτήσει μέλλον, ν’ αποκτήσει παιδί. Να θυμηθεί πάλι πως θα ήταν η παιδική και εφηβική αθωότητα.
Είναι εφικτό να υπερβούμε το παρόν κοσμοσύστημα που εξαντλεί τον άνθρωπο στην εργασία και μέσα από αυτήν. Ρωτούμε σαν γνωρίζουμε κάποιον τί δουλειά κάνει, ακολούθως, αβίαστα, σα λαθεμένη πυξίδα, οδηγούμαστε σε συμπερασμούς για το αν μπορούν να ικανοποιηθούν ατομικές επιδιώξεις. Δεν αναζητούμε τη θαλπωρή που φέρει τ’ όνομα αλλά την ταξινόμηση σε οικονομική ευρωστία αριθμοποιώντας τον άνθρωπο. Αν μπορούσαμε να επαναφέρουμε ως πεδίο αναφοράς τον Δήμο, ως ελεγκτικό και με καθολικό ενδιαφέρον τον θεσμό της αρχαίας τραγωδίας θα αποφεύγαμε το οιδιπόδειο πεπρωμένο. Όταν παρακμάζει η δημοκρατία στερεύει και η αίσθηση του τραγικού, η φλέβα πάλλεται σφριγηλή στην τραγωδία με ηθοποιούς και χορό κληρωτούς, όχι άτομα να επιδιώκουν παντί τρόπω ατομοκεντρική αναγνώριση… Η Jaqueline de Romilly γράφει επ ̓ αυτού: «Ἡ τραγωδία, ἀπ ̓ὅλα τά λογοτεχνικά εἴδη πού ἐμφανίστηκαν τότε, συνδέεται στενότερα μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς Ἀθήνας καί τῆς δημοκρατίας της… Ἡ τραγωδία γεννιέται καί πεθαίνει τή μεγάλη ὥρα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας: συμπίπτουν ἡ μιά μέ τήν ἄλλη» (6). Να αναλογιστούμε ότι υπήρξε μια προσπάθεια, ειδικά σ’ αυτόν τον τόπο να κερδίσουμε τον οικουμενικό θαυμασμό όχι ατομικά αλλά ως τρόπος συνύπαρξης και θα ήταν ολέθριο για τον πανανθρώπινο πολιτισμό να τον οδηγήσουμε στον μαρασμό, στην παράδοσή του σε απρόσωπα σχήματα και εφαρμογές δικτύωσης όσο εύσχημα κι αν παρουσιάζονται δίχως συλλογικό έλεγχο. Υπήρξαν θαυμαστοί πολιτισμοί- τρόποι ύπαρξης- που εξαφανίστηκαν στον ιστορικό ορίζοντα. Η υιοθέτηση του χρόνου γραμμικά εξαλείφει την ιστορία με άκρατη, άκριτη προσκόλληση σε ενεστωτική εξάρτηση. Θα υπάρχει άραγε, σπινθήρας ζώσης δημοκρατίας στο μέλλον;.
«Σέ μιά δημοκρατία ὁ λαός μπορεῖ νά κάνει ὁτιδήποτε – καί ὀφείλει νά ξέρει ὅτι δέν πρέπει νά κάνει ὁτιδήποτε. Ἡ δημοκρατία εἶναι τό καθεστώς τοῦ αὐτοπεριορισμοῦ εἶναι συνεπῶς ἐπίσης τό καθεστώς τοῦ ἱστορικοῦ ρίσκου – ἄλλος τρόπος νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό καθεστώς τῆς ἐλευθερίας – καί ἕνα καθεστώς τραγικό»(7). Aναλογιστείτε, όχι πολύ αργότερα απ’ όσο μεσουρανούσαν ο Μίκης Θεοδωράκης, στην ευρύτερη κουλτούρα οι Rolling Stones και πόσα ακόμη είδωλα, αυτός ο πολιτισμός με το 80% να είναι πάνω από 60 ετών σε πληθυσμό 2 εκατομμυρίων ότι θα έχει εξαλειφθεί… Ας μην έχουν όσοι πολιτισμοί απέμειναν, από τον Αμαζόνιο ως την υποσαχάρια Αφρική και την Άπω Ανατολή καθώς και ο δικός μας τον κλήρο της εξάλειψης. Ας συλλάβουμε έναν τρόπο ζωής όπου δεν θα είμαστε σημεία εφαρμογής κάθε εξουσίας. Ας ξαναπιάσουμε ζωή για να γεννήσουμε ζωή!
- 1-Κ. Παπαγιώργης, H οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγγερ, εκδ. Νεφέλη, 1983, σελ. 177
- 2-Αλεξάντρ Κοϋρέ, δυτικός πολιτισμός, μτφρ: Β. Κάλφας- Ζ. Σαρίκας, εκδ. ύψιλον, Αθήνα 1991, σελ. 113
- 3-Χρήστος Κατρούτσος, Η γλώσσα του χρόνου μας, Αντίφωνο (antifono.gr)
- 4-Μισέλ Φουκώ, εξουσία, γνώση, ηθική, μτφρ: Ζήσης Σαρίκας , ύψιλον/ βιβλία, Αθήνα 1987, σελ 57
- 5-Χρήστος Κατρούτσος, Η άπνοια στους καιρούς μας, περ. Το κοράλλι, τεύχος 9
- 6-Jaqueline de Romilly, Γιατί ἡ Ἑλλάδα;, μετάφραση Ἀθηνᾶ-Μπάμπη Ἀθανασίου-Κατερίνα Μηλιαρέση, ἐκδ. Τό Ἄστυ, Ἀθήνα 1996, σελ. 183
- 7-Κορνηλίου Καστοριάδη, Χῶροι τοῦ ἀνθρώπου, μετάφραση Ζήση Σαρίκα, εκδ. Ὕψιλον, Ἀθήνα 1995, σελ. 198-199
- culturebook.gr