Του Δημήτρη Μακροδημόπουλου
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι είναι αξιοθαύμαστη η κινητικότητα του ΥΠΕΞ της χώρας μας κ. Δένδια. Συνεχείς επισκέψεις σε Αίγυπτο, Λιβύη, ακόμη και στην Τυνησία για τη στήριξη του προεδρικού πραξικοπήματος που καθαίρεσε την εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας (“ευρωπαϊκές αρχές” αλλά καρτ) διότι συμμετείχε το ισλαμικό κόμμα Ενάχντα που είχε πρωτεύσει στις εκλογές του 2019 και υποστηρίζεται από την Τουρκία. Επισκέψεις σε Λίβανο, σε Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Υποδοχή ομολόγων του και άλλων αξιωματούχων από τις παραπάνω χώρες με αιχμή των δηλώσεων πάντα τη γείτονα Τουρκία. Ώστε να διερωτώμεθα αν η Β. Αφρική, η Εγγύς Ανατολή, η Μ. Ανατολή ανήκουν στις διαφιλονικούμενες περιοχές όπου εντοπίζονται οι ελληνοτουρκικές διαφορές. Όμως, αυτές οι περιοχές ανήκουν στη σφαίρα του ευρωτουρκικού ανταγωνισμού επιρροής με προεξάρχουσα τη Γαλλία, η οποία μετά την αποπομπή της το 1956 από την περιοχή, κατ΄ απαίτηση των δύο τότε υπερδυνάμεων, επιχειρεί να επανέλθει αξιοποιώντας τις ελληνοτουρκικές διαφορές, διευρύνοντας έτσι το αδιέξοδο ανάμεσα σε Ελλάδα – Τουρκία. Επομένως, η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε, όπως επαίρεται, να μετατρέψει τις ελληνοτουρκικές διαφορές σε ευρωτουρκικές αλλά αντίθετα κατόρθωσε να μετατρέψει την ευρωτουρκική αντιπαλότητα σε ολόκληρο το εύρος της σε πεδίο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Σύμφωνα με έρευνα της κοινής γνώμης με τη σύμπραξη διαΝΕΟσις και ΕΛΙΑΜΕΠ που ανακοινώθηκε τον Μάιο, η συντριπτική πλειοψηφία (περί το 70%) των λαών και των δύο χωρών επιθυμεί να βρεθεί ένας φιλικός τρόπος συμβίωσης (Καθημερινή 15/5/2021). Όμως, η πολιτική των ηγεσιών των δύο πλευρών ανταποκρίνεται στην επιθυμία των λαών τους; Στη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν τις 14 Ιουνίου στις Βρυξέλλες, στα πλαίσια της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, εκπέμφθηκε ένα θετικό μήνυμα για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όμως πώς αξιοποιήθηκε η συνάντηση της 14ης Ιουνίου για την προώθηση επίλυσης των διαφορών με διμερή συνεννόηση ή με προσφυγή στη Χάγη; Λογικά θα περιμέναμε να ακολουθήσει μία περίοδος άμβλυνσης των εκατέρωθεν αντιπαραθέσεων για να καλλιεργηθεί ένα κλίμα προσέγγισης. Όμως αμέσως σχεδόν μετά τη συνάντηση και ενόψει της επικείμενης συνόδου κορυφής της Ε.Ε. στις 24 και 25 Ιουνίου, τέθηκε μετ’ επιτάσεως ως πρωταρχική επιδίωξη της ελληνικής κυβέρνησης στη σύνοδο το θέμα πάλι των κυρώσεων κατά της γείτονος. Το αποτέλεσμα ήταν το αρχικό προσχέδιο των συμπερασμάτων της συνόδου να αναθεωρηθεί επί το δυσμενέστερο για την Τουρκία. Η Die Welt έγραψε πως Μακρόν, Κουρτς και Μητσοτάκης αντέδρασαν στην πρόταση της Μέρκελ που ήθελε πιο φιλική διατύπωση στο κείμενο συμπερασμάτων για τον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης Ε.Ε. – Τουρκίας. Μετά από λίγες ημέρες, στις 5/7, ο κ. Δένδιας επισκέφθηκε το Κίεβο επιπλήττοντας την Ουκρανία για τις ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις της με την Τουρκία, συσχετίζοντας μάλιστα την ευρωπαϊκή της πορεία με τις σχέσεις Κιέβου – Άγκυρας. Στις 9/7, στο διεθνές φόρουμ του Ντουμπρόβνικ αναφερόμενος στην πορεία των Δυτικών Βαλκανίων προς την Ε.Ε. επισήμανε την ανάγκη αντιμετώπισης “κακόβουλων επιρροών τρίτων χωρών” και λίγες ημέρες μετά, στις 13/7, κατά την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας στο Κάιρο ανάμεσα στην Ελλάδα και στον Αραβικό Σύνδεσμο, ο κ. Δένδιας επιτέθηκε για μια ακόμη φορά κατά της Τουρκίας αναφερόμενος “σε χώρες στην περιοχή μας, που δεν ανήκουν στον Αραβικό Σύνδεσμο, (και) μέσω των δράσεών τους αποτελούν μια πολύ σοβαρή απειλή για την περιφερειακή σταθερότητα…”. Δηλαδή, σε ένα μήνα μόνον από την ελπιδοφόρα συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, κάθε ευοίωνη προοπτική είχε υπονομευτεί. Η αναφορά στην Τουρκία, αποτελεί την επωδό κάθε διπλωματικής δραστηριότητας της χώρας μας, σε σημείο ώστε να διερωτάται κανείς αν αυτή η τακτική έντασης υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα, δηλαδή την επίλυση των διμερών προβλημάτων ή επελέγη για να προωθηθούν χωρίς αντιστάσεις οι φιλελεύθερες επιλογές της κυβέρνησης. Διότι, όπως έγραφε ο Ούλριχ Μπεκ «οι εικόνες του εχθρού έχουν απόλυτη προτεραιότητα στις συγκρούσεις, υπερβαίνουν τις ταξικές συγκρούσεις». Όμως, κάποτε θα πρέπει να λεχθεί ότι τα κυριαρχικά μας δικαιώματα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο δεν επεκτείνονται πέραν των χωρικών υδάτων μας χωρίς την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, η οποία όμως απαιτεί τη συμφωνία των δύο χωρών ή την προσφυγή στη Χάγη βάσει συνυποσχετικού.
Και η Τουρκία; Τον Τούρκο πρόεδρο και την πολιτική του θα πρέπει να τον κρίνει ο τουρκικός λαός, που πληρώνει τον φόρο αίματος των επιλογών του προέδρου του. Εμείς θα πρέπει να κρίνουμε τη δική μας πολιτική ηγεσία αφού εμείς πληρώνουμε σε όλα τα επίπεδα τις συνέπειες της πολιτικής της. Διότι τα προβλήματα Ελλάδας – Τουρκίας αποτελούν βαρίδια που δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη της χώρας, δεν επιτρέπουν τη διάθεση κεφαλαίων σε επενδύσεις διότι απορροφώνται σε στρατιωτικές δαπάνες και εξοπλισμούς επ’ ωφελεία των δήθεν προστάτιδων δυνάμεων. Χειρότερο όλων, οδηγούν τη νεολαία μας μαζικά στη μετανάστευση και εξαρτούν την πορεία της χώρας από άλλα κέντρα αποφάσεων. Γιαυτό δεν προσφέρονται για εσωτερική κατανάλωση.
Μακροδημόπουλος Δημήτρης
Αλεξ/πολη – κιν. 6947-771412
18/9/2021
Kalhspera Dhmhtrh!
Symfwnw me to skeptiko sou!
Tha tolmhsw mia axarh problepsh pws tha yparksous ragdaies kai polyepipedes ekselikseis me thn apoxwrhsh Merkel.
Oxi dioti tha afhsei keno mias kai h anyparksia ths sto pagkosmio kai poly xeirotera sto eswteriko ths Germanias yphrkse paroimiwdhs alla dioti oi hgetes mas, Toyrkias kai Ellados yposxethhkan na mhn spilwsoun thn ysterofhmia ths.
Stefanos
Γειά σου Στέφανε
Λογικά μας περιμένουν πολλές εξελίξεις.
Το έχουμε ξαναπεί νομίζω.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ανέδειξε μια ιστορική πρωτοτυπία που καθορίζει τις παγκόσμιες εξελίξεις. Ενώ μέχρι τότε η ιστορική εμπειρία μας δίδαξε ότι η αναθεώρηση των συνόρων των κρατών συντελείται στην διάρκεια του πολέμου και επισφραγίζεται με τις συνθήκες ειρήνης που ακολουθούν τη λήξη των εχθροπραξιών, με τον Ψυχρό Πόλεμο συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, προηγήθηκε η «συνθηκολόγηση» της ΕΣΣΔ, με την υπογραφή της διάλυσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας κατά τη σύνοδο κορυφής της ΔΑΣΕ το Νοέμβριο του 1990 στο Παρίσι και ακολούθησαν οι συνέπειες της ψυχροπολεμικής σύγκρουσης που είχε λήξει. Ενώ οι συνθήκες ειρήνης οριοθετούν το μέγεθος των συνεπειών του πολέμου, οι συνέπειες του Ψυχρού πολέμου ακολουθούν το τέλος του. Ο νικητής μεταψυχροπολεμικά αναζητά τα λάφυρά του. Πόσο καταστρεπτικό θα είναι αυτό; Πόσο θα επηρεάσει τη χώρα μας και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Θα δούμε.
Δημήτρης