του Γιάννη Μαγκριώτη, π. Υφυπουργού
Την Κυριακή οκτώ Οκτωβρίου θα πραγματοποιηθούν οι εκλογές για την Τοπική και Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, τίποτα όμως δεν φανερώνει την σπουδαιότητά τους, για τις πόλεις, τις περιφέρειες και τους ανθρώπους τους.
Στις τελευταίες εθνικές εκλογές οι πολίτες, σε όλους τους ποιοτικούς δείκτες, όπως και στα κρίσιμα ερωτήματα των ερευνών της κοινής γνώμης, αξιολογούσαν αρνητικά την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, βαθμολογούσαν όμως ακόμη πιο αρνητικά την αντιπολίτευση.
Στις ερωτήσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας, έδιναν αρνητικό βαθμό, ξέροντας πως η διαχείριση της κυβέρνησης ήταν ανεπαρκής, όμως ταυτόχρονα δήλωναν ότι, με την αντιπολίτευση η διαχείριση θα ήταν ακόμη χειρότερη.
Ο Πρωθυπουργός επαναλαμβάνει μονότονα, ότι θέλει την απόλυτη επικράτηση των υποψηφίων του κόμματός, στους οποίους έχει δώσει άμεσα ή έμμεσα το χρίσμα, προβάλλοντας δυο κυρίως λόγους:
α) Για να επιβεβαιωθεί η νίκη της ΝΔ στις εθνικές εκλογές,
β) Να εφαρμόσουν το κυβερνητικό πρόγραμμα.
Πιο ωμή ομολογία ότι, αντιλαμβάνεται τους δημάρχους και περιφερειάρχες ως υπαλλήλους της κυβέρνησης και όχι ως αιρετούς, που εκπροσωπούν αυτόνομους θεσμούς της Πολιτείας, δεν θα μπορούσε να υπάρχει και, όμως καμιά αντίδραση δεν ακούστηκε, άλλωστε πόσοι σχεδίασαν πολιτικές και διεκδίκησαν πόρους για την υλοποίησή τους;
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, βυθισμένα στην κρίση τους ή την αδυναμία να διατυπώσουν την εναλλακτική τους στρατηγική για την βιώσιμη ανάπτυξη των περιφερειών και των πόλεων, στην καλύτερη περίπτωση προσπαθούν να περιχαρακώσουν τις κομματικές τους δυνάμεις στις εκλογές των Περιφερειών με κομματικούς υποψήφιους, και στους δήμους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, παρακολουθούν τα στελέχη τους να γεμίζουν ψηφοδέλτια υποψηφίων της ΝΔ, επιδιώκοντας την προσωπική τους καριέρα.
Για τις εκπροσωπήσεις των παραγωγικών τάξεων και των επαγγελματιών δεν φαίνεται οι πολίτες να έχουν καλύτερη γνώμη, το αποκαλύπτουν με την αδιαφορία τους στις προσκλήσεις των ηγεσιών τους.
Η Τοπική και Περιφερειακή αυτοδιοίκηση, με ενισχυμένες αρμοδιότητες, μετά τον νόμο του “Καλλικράτη”, που ψηφίστηκε το 2010 και εφαρμόστηκε την ίδια χρονιά, με σημαντικούς πόρους από τα ΕΣΠΑ, ειδικά οι περιφέρειες, δεν κέρδισαν την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Ακόμη χειρότερα, για πρώτη φορά στην Μεταπολίτευση, άλλαξε ο εκλογικός νόμος, από την κυβέρνηση των Σύριζα-Ανελ, που στην καλύτερη περίπτωση ανέδειξε την έλλειψη εμπιστοσύνης των τοπικών κοινωνιών προς τους εκπροσώπους τους, για να έρθει η επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ και να δώσει λύσεις εξόφθαλμα αντισυνταγματικές, όπως αποφάσισε το ΣτΕ.
Η κρίση των φορέων της πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης μεγαλώνει.
Δυστυχώς, ούτε η δοκιμασία των πόλεων και των περιφερειών, από τα ακραία φυσικά φαινόμενα, που πυκνώνουν τα τελευταία χρόνια, αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης, με αποκορύφωμα τις φετινές, φονικές και καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες, δεν φαίνεται να προβλημάτισαν, την πλειοψηφία των δημοτικών και περιφερειακών παρατάξεων.
Μπορεί, οι περισσότερες παρατάξεις να έχουν υιοθετήσει στα συνθήματά τους τους όρους “Κλιματική κρίση”, “Βιώσιμη και πράσινη ανάπτυξη”, “Ανθεκτικότητα των πόλεων και των περιφερειών”, ίσως και την “Βιώσιμη κινητικότητα”, όμως στα προγράμματά τους και στον δημόσιο λόγο τους, οι προτάσεις είναι από περιορισμένες έως ανύπαρκτες.
Πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, καμία παράταξη δεν παρουσιάζει συγκεκριμένες προτάσεις. Δεν ποσοτικοποιούν τους στόχους, ούτε φυσικά έχουν δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα, και πηγές άντλησης των πόρων.
Με αρκετά “θα” και πολλές γενικότητες, καλύπτουν την ανεπάρκειά τους και αποφεύγουν τους μελλοντικούς απολογισμούς και ελέγχους.
Ακόμη χειρότερα, απερχόμενες διοικήσεις, που στην πράξη εφαρμόζουν πολιτικές εις βάρος του περιβάλλοντος, της βιώσιμης ανάπτυξης και της ανθεκτικότητας των πόλεων και των περιφερειών τους, ομιλούν με “πράσινα λόγια”.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα για την Θεσσαλονίκη και την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, είναι η απουσία αντιπλημμυρικής προστασίας, βιώσιμης ανάπτυξης, με το έγκλημα στον χώρο της ΔΕΘ, και βιώσιμης κινητικότητας, με την αβελτηρίες στο Μετρό, τον ΟΑΣΘ, τους ποδηλατοδρόμους, την επανάκτηση του δημόσιου χώρου, και όχι μόνο.
Όμως, αν δούμε και τους άλλους πυλώνες της βιώσιμης ανάπτυξης, όπως οι κοινωνικές πολιτικές, η κοινωνική συνοχή και η απασχόληση, φαίνεται ότι, δεν τους απασχολεί η αρνητική πρωτιά της Βόρειας Ελλάδας, στην θνητότητα από τον κορωνοιό, στην υψηλή ανεργία, ειδικά των νέων και η κατρακύλα στην 9η θέση της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, σε σχέση με το Περιφερειακό ΑΕΠ των 13 Περιφερειών, ούτε φυσικά ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της Κεντρικής Μακεδονίας είναι το 42% των κατοίκων της Αττικής.
Πολλά τα πεδία στα οποία θα μπορούσα να αναφερθώ και να ενισχύσω την θέση μου, όμως θα ολοκληρώσω το άρθρο μου με δύο αναφορές:
α)Την απουσία διαφάνειας στην διαχείριση των πόρων, που λόγω των κρίσεων ήταν περισσότεροι, αλλά και λόγω του “καθεστώτος της έκτακτης ανάγκης”, που κράτησε για πολλά χρόνια η κυβέρνηση και επέτρεψε τις απευθείας αναθέσεις.
β) Τα χαρακτηριστικά των συνδυασμών, οι οποίοι, είτε είναι χρησμένοι από κομματικές ηγεσίες είτε όχι, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι αθροίσματα προσώπων, με βασικό στόχο την κατάληψη της εξουσίας και την διαχείριση των δημόσιων πόρων.
Είναι φαινόμενο, που εδώ και πολλά χρόνια έχει κυριαρχήσει και συνεχώς μεγαλώνει.
Σχεδόν, όλοι λένε τα ίδια, απλώς αλληλοκατηγορούνται κυρίως για την διαχειριστική επάρκειά, που πολλές φορές, για τα μεγάλα θέματα, ίσως και να είναι λυτρωτική.
Ποιος δεν θα συμφωνούσε σε αυτό, αν αυτό αφορούσε το μπάζωμα και του τελευταίου ρέματος ή την τσιμεντοποίηση και του τελευταίου δημόσιου χώρου;
Υπάρχουν ελπίδες οι πολίτες να κάνουν την έκπληξη, μάλλον όχι, γιατί δεν τους δίνουν την ευκαιρία.