του Γιώργου Κοντογιώργη
Ἐν ὄψει τοῦ ἀρρήτου παραδόξου πού παρουσίασε στόν ἑλληνικό λαό τό ἀποτέλεσμα τῶν τελευταίων βουλευτικῶν ἐκλογῶν –τοῦ παραδόξου χαρακτῆρα τοῦ γεγονότος ἔτι περαιτέρω πολλαπλασιαζομένου ἀπό τήν ἐκ τοῦ ἰδίου τοῦ λαοῦ προέλευση τῶν ἀνεξήγητων ἀποτελεσμάτων–, πολλοί ἀνατρέχουμε στίς αἰτίες καί τούς παράγοντες διαμορφώσεως τῶν συλλογικῶν ἀποφάσεων. Ἕνας ἀπό τούς πλέον προβεβλημένους στήν ἐποχή μας εἶναι αὐτός τῶν περιβόητων «διανοουμένων»: ἐκεῖνοι εἶναι πού, ἐφοδιασμένοι μέ τίς γνώσεις τους, μέ τά «φῶτα τῆς ἐπιστήμης», θά παρέμβουν στίς κρίσιμες στιγμές προκειμένου νά καθοδηγήσουν τόν λαό. Ἤ καί νά προστρέξουν τῶν ἐξελίξεων, νά ἡγηθοῦν τῆς διαμαρτυρίας. Ἀπό κοντά τους οἱ «καλλιτέχνες» εἶναι ἐκεῖνοι πού μέ τήν ἔμπνευσή τους θεωροῦνται σήμερα ὡς ἑρμηνευτές αὐθεντικοί τῆς ἐθνικῆς ζωῆς μας, πρῶτοι ἐκφραστές τῆς ἀγανάκτησης. Αὐτούς τούς δύο πόλους τῆς σύγχρονης πνευματικῆς ζωῆς, ἔτσι, ἀναζητήσαμε στήν ἑπόμενη ἡμέρα τῶν πολιτικῶν ἐξελίξεων: «Ὑπάρχουν»; Καί, ἄν ναί, τί πιστεύουν; Ὁ ὁμ. Καθηγητής τῆς Παντείου κ. Γεώργιος Κοντογιώργης ἀναδιατύπωσε «ἐπί τό ὀρθότερον» τήν ἐρώτηση ὡς ἑξῆς: «Γιατί δέν ὑπάρχει γενιά Ἑλλήνων διανοουμένων καί καλλιτεχνῶν μέ προοδευτική σήμανση σήμερα;». Ἐξηγεῖ, ἔτσι, στήν «ΕτΚ» τό κενό τῆς διανόησης ὄχι μόνο στήν «ἑτερόφωτη» Ἑλλάδα ἀλλά καί στήν «φωτοφόρα» Δύση, ἕνα κενό πού ἐπιδεινώνει δραματικά τό ἀδιέξοδο τοῦ συγχρόνου πολιτικοῦ συστήματος, τό ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔχει χαρακτηρίσει ὡς «αἱρετή μοναρχία». Τό δυσοίωνο εἶναι ὅτι ὁ κ. Κοντογιώργης ἐπιβεβαιώνεται στίς προβλέψεις του –τόν ἐπαληθεύουν τά οἱονεί μοναρχικά ποσοστά τῶν ἐκλογῶν…
του Γιώργου Κοντογιώργη,
Ἡ ἰδεολογική ἐπιδρομή τῆς διανόησης
1 Θά φανεῖ παράδοξος ὁ ἰσχυρισμός ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε ψῆγμα ἑλληνικῆς διανόησης σήμερα πού νά ἔχει νά πεῖ κάτι γιά ὅ,τι συμβαίνει στήν Ἑλλάδα καί στόν κόσμο. Γιά νά εἶμαι ἀκριβής, τέτοια γενιά διανοουμένων δέν ὑπῆρξε ποτέ στήν Ἑλλάδα, τοὐλάχιστον τῆς μεταπολίτευσης [1].
Κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς μεταπολίτευσης, ἔκαμε τήν ἐμφάνισή της στήν Ἑλλάδα μία πνευματική τάξη ἡ ὁποία ἀναλώθηκε στήν ἑρμηνεία τοῦ ἑλληνικοῦ φαινομένου. Πυρῆνας τοῦ ἐπιχειρήματός της ἦταν ὅτι ἡ ἑλλαδική κοινωνία ἀνῆκε ὡς κοινωνία στήν οἱονεί τριτοκοσμική «περιφέρεια» τοῦ «κέντρου τῆς πρωτοπορίας», καί ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου τό ἑλλαδικό κράτος δέν μπόρεσε νά ἐκσυγχρονισθεῖ καί νά προσομοιάσει στό εὐρωπαϊκό του «πρότυπο». Ἡ διανόηση αὐτή ἀνέλαβε νά τεκμηριώσει τήν ἐν λόγῳ ἄποψη, μέ τόν ἰσχυρισμό ὅτι ἡ ἑλληνική κοινωνία δέν πέρασε ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί τόν Διαφωτισμό λόγῳ τῆς βεβαρημένης κληρονομιᾶς τοῦ Βυζαντίου καί τῆς Τουρκοκρατίας πού ἔφερνε μαζί της ὡς βίωμα ἐντός τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους.
Γιά τό ἰδεολογικά διατεταγμένο αὐτό ρεῦμα ἀρκοῦσε ἡ ταξινόμηση τοῦ ἱστορικοῦ ἑλληνισμοῦ στήν κατηγορία τῆς «περιφέρειας», μέ κέντρο τήν φεουδαλική Δύση καί τελική ἐκδοχή της τήν ἀπολυταρχία. Συνήγαγε, δηλαδή, ὅτι τό καθεστώς τῶν Ἑλλήνων τοῦ Βυζαντίου καί τῆς Τουρκοκρατίας ἦταν κατώτερο ἐκείνου τῆς φεουδαρχίας, ἑπομένως δέν ἦσαν προετοιμασμένοι νά βιώσουν τήν βαυαρική ἐλέῳ Θεοῦ ἀπολυταρχία καί τίς συνέχειές της. Αὐτό τό τριτοκοσμικό καθεστώς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἐξηγοῦσε ἐπίσης τό αὐταρχικό καθεστώς 1967. Ἔχω ἐξηγήσει ἀλλοῦ τό μέγεθος τῆς φαλκίδευσης τῆς Ἱστορίας πού ἀπαιτοῦσε τό ἐγχείρημα αὐτό, προκειμένου νά νομιμοποιηθεῖ τό κρατικό ἐμφύτευμα τῆς ἀπολυταρχίας στήν μήτρα τοῦ οἰκουμενικοῦ ἑλληνισμοῦ καί νά ὑποτιμηθεῖ τό πρόταγμα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης πού ἦταν σαφῶς ἀντιαπολυταρχικό, δημοκρατικό καί ἐναρμονισμένο μέ τό οἰκουμενικό βίωμα τῶν Ἑλλήνων πού κατάφεραν νά διατηρήσουν παρά τά δεινά τῆς ὀθωμανικῆς δεσποτείας [2].
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ ἑλλαδική αὐτή διανόηση δέν χρειάστηκε νά κοπιάσει σχετικά. Παρέλαβε τό ἰδεολογικό σχῆμα πού ἐπεξεργάσθηκαν ἀπό κοινοῦ ἡ ἀπολυταρχία καί ὁ Διαφωτισμός, δυνάμει τοῦ ὁποίου τό Βυζάντιο ἔπρεπε νά ριχθεῖ στόν Καιάδα προκειμένου νά τοποθετηθεῖ ὡς γέφυρα μεταξύ ἀρχαιότητας καί νεωτερικότητας ὁ δυτικός Μεσαίωνας (!).
Οἱ συνέπειες τοῦ ἰδεολογικοῦ αὐτοῦ ἐγχειρήματος εἶναι γνωστές: ἱστορῶντας τόν ἑλληνισμό διά τῶν πεπραγμένων τοῦ κράτους ὁ ἔκφυλος χαρακτῆρας του ἀπεδίδετο στήν ἑλληνική κοινωνία (ἡ κομματοκρατία, ἡ πελατειακή ἀποδόμηση, ἡ λεηλατική ἐπιδρομή ἐπί τῆς κοινωνίας, ἡ ἐθελόδουλη προδιάθεση ἔναντι τῶν ξένων, ὁ τρόπος διαχείρισης τῶν ἐθνικῶν ζητημάτων, ἡ ἐχθρότητα πρός ὅ,τι ἐθνικό καί ἔναντι τῆς πολιτισμικῆς συλλογικότητας, πρός τήν διασπορά κ.λπ.), ἡ ὁποία δέν ἐννοοῦσε νά πολιτευθεῖ «ἐν δημοκρατίᾳ», ὅπως οἱ πολιτισμένοι Εὐρωπαῖοι.
Κορυφαία συνέπεια τῆς ἰδεολογικῆς ἐπιδρομῆς τῆς ἐν λόγῳ διανόησης ἐναντίον τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀποτελεῖ ἡ δημοκρατική νομιμοποίηση τῆς ἐκλόγιμης μοναρχίας πού εἰσήγαγε ὁ Διαφωτισμός καί ἐπικράτησε ἀναντιλέκτως στίς δυτικές κοινωνίες μόλις μετά τήν δεκαετία τοῦ 1980. Ὄντως, ἡ δυτική νεωτερικότητα ἔζησε μέ τόν μῦθο ὅτι τό πολιτικό της σύστημα ‒ἡ ἁπλῶς ἐκλόγιμη μοναρχία‒ εἶναι συγχρόνως ἀντιπροσωπευτική καί δημοκρατική. Ὁ Διαφωτισμός παρέλαβε τίς ἔννοιες τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς, τούς ἀφαίρεσε τό περιεχόμενο καί ἐνέδυσε μέ αὐτές τό σύστημά της, τό ὁποῖο ὅμως ἦταν ὁμοθετικά ὅμοιο μέ ἐκεῖνο τῆς προκλασσικῆς ἐποχῆς. Τό θαῦμα αὐτό λειτούργησε ἐπιταχυντικά γιά τίς μᾶζες ἕως τό τέλος τοῦ 20οῦ αἰῶνα. Ὅλα τά δυτικά κινήματα καί ἡ ὁμόλογη διανόηση κινήθηκαν στό κλῖμα τῆς βεβαιότητας ὅτι ἡ νεωτερικότητα ζοῦσε τήν πιό αὐθεντική δημοκρατία τῆς κοσμοϊστορίας, ἑπομένως τυχόν ἀμφισβήτησή της θά ἔφερνε τήν αὐταρχική ὀπισθοδρόμηση: ὁ Μάης τοῦ ’68, τά κινήματα τύπου Γένοβας κ.λπ. Ἐν τούτοις, οἱ ὀβιδιακές μεταβολές πού ἔφερε ἡ τεχνολογία, ἡ οἰκειοποίησή της ἀπό τήν νέα πλανητική τάξη τῆς οἰκονομίας καί ἐν τέλει ἡ χαοτική ἀνατροπή τῶν συσχετισμῶν πού ἔθεσε τίς κοινωνίες σέ πολιτική μειονεξία ἄφησαν ἐν τέλει τήν νεωτερική διανόηση ἐκτεθειμένη στό παρελθόν τοῦ 18ου αἰῶνα. Ὄντως, παρουσιάζεται τό φαινόμενο νά διδάσκει στίς κοινωνίες ὅτι ὀφείλουν νά παραμείνουν ἐγκιβωτισμένες στίς ἀξίες (ἡ μόνη ἀτομική ἐλευθερία κ.λπ.) καί στούς θεσμούς (ἰδίως στήν ἐκλόγιμη μοναρχία) τοῦ 18ου αἰῶνα, μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ ὑπέρβασή τους θά σημάνει τήν αὐταρχική ὀπισθοχώρηση [3].
Ἡ Δύση σέ ἀμηχανία
2 Τό πρόβλημα πού ἀναδεικνύει τό ἀφήγημα αὐτό συνίσταται στό ὅτι τό ἰδεολογικό σχῆμα τῆς ἐξάρτησης τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἀπό τό τριτοκοσμικό κράτος εἶναι πολυσήμαντο. Πρῶτον, στό πλαίσιο αὐτό ὁ ἑλληνισμός ὡς παράδειγμα προόδου καί ὡς συνέχεια ἀνατοποθετήθηκε μέ τούς ὅρους τῆς διεθνοῦς τῶν ἀγορῶν στά κάτεργα τῆς ἰδεολογικῆς προσημείωσης τῆς ἄρχουσας (πνευματικῆς καί πολιτικῆς) τάξης, προκειμένου νά μήν ἀμφισβητηθεῖ τό «δημοκρατικό τόξο» πού ἐκφράζει τό καθ’ ὅλα στυγνό δυναστικό κράτος τῆς κομματοκρατίας. Δεύτερον, ἔθεσε σέ ἀπαγόρευση τήν σκέψη τοῦ Νεοέλληνα, τήν δημιουργική λειτουργία τοῦ νοῦ του. Θεωρεῖται ἀδιανόητο ὁ Νεοέλληνας νά παράγει αὐτοδύναμη σκέψη, τό μόνο πού δικαιοῦται εἶναι νά μετακενώνει μηρυκαστικά στήν «ἑλλαδική περιφέρεια» τά πεπραγμένα τοῦ «κέντρου».
Ὅμως τό ἀφήγημα τῆς ἑλλαδικῆς κρατικῆς διανόησης σκοντάφτει στό γεγονός ὅτι ἡ Δύση ἔπαψε νά παράγει καί, τό κυριότερο, τό «δημοκρατικό» ἐπιχείρημά της ἔπαψε νά εἶναι ἐπιχειρησιακό. Ἐξ οὗ καί βρίσκεται σέ ἀμηχανία, ἄν ὄχι σέ ἀγωνία, ἀπέναντι στά νέα γεγονότα. Πουθενά στήν Δύση καί στόν κόσμο δέν παράγεται σήμερα μία, ἔστω, νέα ἰδέα. Ὅλοι μένουν δεσμευμένοι στήν ἀναπαραγωγή τοῦ ἐφεξῆς ἀντιδραστικοῦ προτάγματος τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Φιλελευθερισμός καί Σοσιαλισμός
Ἔχει σημασία νά συγκρατήσουμε τίς παλινωδίες τῶν δύο ἱστορικῶν ἰδεολογικῶν ἀντιπάλων, τοῦ φιλελευθερισμοῦ καί τοῦ σοσιαλισμοῦ, οἱ ὁποῖοι κατά τά λοιπά ταυτίζονται ὡς πρός ὅλα, πλήν τοῦ ἄν τό κράτος ἤ ὁ ἰδιώτης θά κατέχει τήν οἰκονομική ἰδιοκτησία. Τό ἀδιέξοδό τους ὅμως εἶναι κοινό: ἑστιάζεται στήν ἄρνησή τους νά ὁμολογήσουν ὅτι τό κρατοῦν πολιτικό σύστημα τῆς αἱρετῆς μοναρχίας εἶναι παρωχημένο καθώς δέν δύναται πιά νά ὑποστηρίξει μιά σχετικά ἰσόρροπη σχέση μεταξύ κοινωνίας καί οἰκονομίας.
Ὁ φιλελευθερισμός μεταλλάχθηκε συρόμενος ἀπό τήν δυναμική τῆς πλανητικῆς διακτίνωσης τῆς οἰκονομίας, διασπάσθηκε μέ βάση τήν ἐθνική ἤ τήν διεθνική προτεραιότητα τῆς ἀστικῆς τάξης καί τίς ἐσωτερικές της διαφοροποιήσεις, μέ ἀποτέλεσμα ἡ διεθνής τῶν ἀγορῶν πού διακινοῦσε τήν ἰδεολογία τοῦ νέου φιλελευθερισμοῦ νά ταξινομήσει ἀπαξιωτικά τόν παλαιό/ἐθνικό φιλελευθερισμό στήν Ἀκροδεξιά.
Ὁ σοσιαλισμός ὅμως ξέμεινε ὁλοσχερῶς χωρίς πρόταγμα καί προφανῶς χωρίς ἀντικείμενο. Τοῦτο ἐξηγεῖ, γιατί ἡ μετατόπιση πρός τόν νέο φιλελευθερισμό τοῦ σοσιαλιστικοῦ προτάγματος εἶναι περισσότερο ἐμφανής καί μάλιστα ἐμφατική, δεδομένου ὅτι τό φέρνει σέ προφανῆ ἀντίθεση μέ τό παρελθόν του. Ὄντως, ἡ ἄρχουσα Ἀριστερά προσῆλθε αὐτόκλητη νά ὑπηρετήσει ἕναν διεθνισμό πού ἐπέτασσε τήν ὁλοσχερῆ ἐγκατάλειψη τῆς, ἔστω, ἐξωπολιτειακῆς ἀντίθεσης (τῆς ταξικῆς πάλης), μεταξύ τῆς κοινωνίας τῆς ἐργασίας καί τῶν ἰδιοκτητῶν τῆς οἰκονομίας, ὑπέρ τοῦ λεγόμενου διεθνικοῦ «ἀνθρωπισμοῦ» πού προτάσσει τήν ἐλεύθερη κινητικότητα τῆς ἐργασίας καί ἀποβλέπει στήν πλήρη αὐτονόμηση τῆς πολιτικῆς τάξης ἀπό τήν βούληση τῆς κοινωνικῆς συλλογικότητας, ἀπό τήν ὁποία λαμβάνει ἐκλογική νομιμοποίηση γιά νά διακινήσει τά συμφέροντά της.
Ἡ Ἀριστερά ἀντιμέτωπη μέ τήν ταξική πάλη
Ὥστε ἡ Ἀριστερά συναντᾶται μέ τίς ἀγορές στό ὄνομα τοῦ διεθνισμοῦ, δηλαδή στήν κοινή ἐναντίωσή τους πρός τό ἔθνος. Ὁ ἐναγκαλισμός τοῦ προτάγματος τοῦ «ἀνθρωπισμοῦ» πού προέταξε ἡ διεθνής τῶν ἀγορῶν ἀπό τήν ἄρχουσα Ἀριστερά κατέδειξε τήν ἑτοιμότητά της νά ἐγκαταλείψει τήν ἐθνική ἐργατική τάξη καί νά ἐναγκαλισθεῖ τό διεθνικό προλεταριᾶτο, γεγονός πού τήν ἔφερε ἐξ ἀντικειμένου ἀντιμέτωπη μέ τήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς ταξικῆς πάλης. Διότι δέν συνεκτιμᾶ ὅτι, ἐν ὅσῳ ὁ σύνολος κόσμος βιώνει τήν κρατοκεντρική φάση, ἡ ὅποια κοινωνική ἀντιμαχία προϋποθέτει τήν ὕπαρξη συντεταγμένου πολιτειακοῦ/κρατικοῦ χώρου, στόν ὁποῖον ἄλλωστε λειτουργεῖ καί στίς πολιτικές βαθμίδες τοῦ ὁποίου ἀπευθύνεται, προκειμένου νά ἐπικυρώσει τό ἀποτέλεσμά της. Ἡ ἴδια ἡ διεθνής τῶν ἀγορῶν δέν ἐπικαλεῖται τήν ὑπέρβαση τοῦ κρατοκεντρισμοῦ μέ τήν μετάβαση στήν οἰκουμένη καί στό ὁμόλογο κοσμοκράτος. Διέρχεται ὁριζοντίως τά κράτη διεκδικῶντας τόν ἔλεγχό τους μέ μέτρο τήν συγκρότηση μιᾶς πλανητικῆς ἡγεμονίας, ἀπό τό ὕψος τῆς ὁποίας θά διαμορφώνει τούς κανόνες πού θά καλοῦνται τά ἐπί μέρους κράτη, δηλαδή οἱ κοινωνίες, νά ἐφαρμόσουν.
Ὥστε ὁ διεθνισμός τῶν ἀγορῶν τοποθετεῖται στόν ἀντίποδα τῆς ἄλλοτε σοσιαλιστικῆς ἰδεολογίας. Δέν προτάσσει τήν ἀλληλεγγύη τῆς ἐργατικῆς τάξης, τήν πρόθυμη συνδρομή τοῦ προλεταριάτου μιᾶς χώρας στόν ἀγῶνα τοῦ ὁμόλογου προλεταριάτου μιᾶς ἄλλης χώρας, ἀλλά τήν διάρρηξη τῆς πολιτισμικῆς καί κοινωνικῆς συνοχῆς, τήν ἀπονεύρωση τῶν πολιτειῶν καί μάλιστα τήν παράκαμψη τῶν κρατικῶν πολιτικῶν, στίς ὁποῖες ἐπένδυε ἄλλοτε ἡ διεθνής τῆς ἐργασίας.
Ἐργασία ἐμπόρευμα
Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ κινητικότητα τῆς ἐργασίας (ἡ οἰκονομική μετανάστευση), στήν ὁποία ἐπενδύουν ἀπό κοινοῦ ἡ διεθνής τῶν ἀγορῶν καί ἡ ἄρχουσα Ἀριστερά, μετατρέπει τήν ταξική ἀλληλεγγύη ἀπό ἀντιπαράθεση στό πεδίο ὅπου παράγεται τό κοινωνικό πρόβλημα σέ μιά ἄνευ προηγουμένου βαλβῖδα ἐκτόνωσής του, ἔτσι ὥστε νά διευκολύνεται ἡ διεθνής τῶν ἀγορῶν στό ἔργο της στήν περιφέρεια. Συγχρόνως ὅμως ἡ μετάθεση τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς ἀλληλεγγύης ἀπό τήν περιοχή τῆς ταξικῆς πάλης στό πεδίο ἑνός χωρίς κοινωνικό ἤ πολιτισμικό ἕρμα «ἀνθρωπισμοῦ» ἔχει ὡς συνέπεια ἡ οἰκονομική μετανάστευση (καί τό προσφυγικό) νά ἀσκεῖ ἐξαιρετική πίεση καί στό βάθος νά μεταβάλλει τίς χῶρες τοῦ κέντρου σέ χωματερή τῆς διεθνοῦς τῶν ἀγορῶν καί τήν ἐργασία τοῦ πολίτη ἀπό σχέση δημοσίου δικαίου σέ ἐργασία ἐμπόρευμα.
Ἐν τέλει, εἰσάγοντας σέ κρατοκεντρικό περιβάλλον τόν ἀ-εθνικό ἀνθρωπισμό, ἡ διεθνής τῶν ἀγορῶν μετέβαλε σέ ἀπρόσμενο ὅσο καί πολύτιμο σύμμαχο τήν ἄρχουσα Ἀριστερά καί, τό χειρότερο, καθιέρωσε τίς διακρατικές σχέσεις δύναμης σέ κινοῦν αἴτιο τῆς πολιτικῆς διαδικασίας στό ἐσωτερικό πεδίο τῶν ἐθνικῶν κρατῶν. Ἔτσι, κάμφθηκε ἡ ὅποια ἐσωτερική ἀντίσταση τοῦ κοινωνικοῦ σώματος, ἡ ὁποία ἀποτυπώθηκε στήν ἔννοια τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας διευκολύνοντας τήν καθυπόταξή του στίς ἔξωθεν δυνάμεις τῆς ἡγεμονίας. Στό κλῖμα αὐτό, ἡ πολιτική κυριαρχία τοῦ κράτους γίνεται ὄχημα γιά τήν κυριαρχία τῆς διεθνοῦς τῶν ἀγορῶν ἐπί τῆς κοινωνίας.
Ἡ συνάντηση αὐτή τῆς Ἀριστερᾶς μέ τίς δυνάμεις τῆς οἰκονομικῆς ἡγεμονίας συνάδει μέ τήν στοχοποίηση τοῦ ἔθνους τόσο ὡς πολιτισμικῆς παραμέτρου ἱκανῆς νά ἀντιτάξει ἀντίσταση μέ πρόσημο τήν ἐλευθερία ὅσο καί ὡς ἐπιχείρημα γιά τήν νομιμοποίηση τῆς πολιτειακῆς τάξης πού ἐπεξεργάσθηκε ὁ Διαφωτισμός, δηλαδή τῆς αἱρετῆς μοναρχίας. Ἡ στοχοποίηση τοῦ ἔθνους γιά τήν διεθνῆ τῶν ἀγορῶν ἔχει ἀναδειχθεῖ σέ ζήτημα προτεραιότητας, τό ὁποῖο τήν φέρνει, ὅπως ἤδη διαπιστώσαμε, σέ προφανῆ ἀντίθεση μέ τόν ἐνδοκρατικό φιλελευθερισμό πού προέτασσε τό ἔθνος ὡς αἰτιακό παρακολούθημα τοῦ μοναρχικοῦ κράτους.
Ἔθνος τῆς κοινωνίας
Θά λέγαμε ὅτι ὁ νέος φιλελευθερισμός ἐμπνέεται ἐν προκειμένῳ ἀπό τήν παλαιά μαρξιστική ἰδεολογία. Ὡστόσο, σέ ἀντίθεση μέ τό μαρξιστικό της παρελθόν, ἐφεξῆς ἀντίπαλος τῆς Ἀριστερᾶς δέν εἶναι ἡ ἀστική τάξη καί δή ἡ νέα ἐκδοχή της, ἡ διεθνής τῶν ἀγορῶν, ἀλλά ἡ πολιτισμική συνοχή τῆς κοινωνίας, τήν ὁποία ἐπιχειρεῖ νά διεμβολίσει μέ τήν οἰκονομική μετανάστευση καί μέ πρόσχημα τόν «ἀνθρωπισμό». Συμβαίνει ἔτσι τό παράδοξο μία πολιτική δύναμη νά ἐκλέγεται ἀπό τήν ἐθνική κοινωνία τῶν πολιτῶν γιά νά μεριμνήσει γιά τά συμφέροντά της καί αὐτή νά πολιτεύεται ὡς ἐκπρόσωπος ξένων πρός αὐτήν συμφερόντων καί μάλιστα ὡς ἀντίπαλός της.
Ὄντως, ἀπώτερος στόχος καί τῶν δύο εἶναι νά ἀποτραπεῖ ἡ μετάβαση ἀπό τό ἔθνος τοῦ κράτους στό ἔθνος τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία θά ὁδηγοῦσε τήν κοινωνική συλλογικότητα νά ἀξιώσει νά ὁρίζει ἡ ἴδια τά τοῦ οἴκου της ἀντί οἱ θεράποντες τῆς ἐσωτερικῆς πολιτικῆς τάξης καί τῆς διεθνοῦς τῶν ἀγορῶν.
Ὥστε ἡ νεωτερική σκέψη δέν διαθέτει τά γνωστικά ἐργαλεῖα νά συλλάβει τήν κατεύθυνση τῶν ἐξελίξεων οὔτε τήν θέληση νά συνταχθεῖ μέ τήν πρόοδο καί νά ἀποδεχθεῖ ὅτι ἡ ἐποχή μας ἔχει ἀφήσει πίσω της τόν 18ο αἰῶνα καί ἔχει ἤδη εἰσέλθει σέ μία νέα φάση τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς βιολογίας, ἡ ὁποία γιά νά ἰσορροπήσει ἐπιβάλλεται οἱ κοινωνίες νά ἐγκαταλείψουν τό παρελθόν καί νά μεταβοῦν ἐπίσης στό μέλλον. Ἡ μετάβαση τῶν κοινωνιῶν στό μέλλον διέρχεται ἀκριβῶς ἀπό τήν διεύρυνση τοῦ πεδίου τῆς ἐλευθερίας στό κοινωνικό καί πολιτικό πεδίο καί συνακόλουθα ἀπό τήν ἐγκατάστασή τους δίκην ἑταίρων στό ἐσωτερικό τῆς πολιτείας. Τοῦτο, προφανῶς, συνεπάγεται τήν μεταβολή τῆς πολιτείας, τήν μετάβαση ἀπό τήν καθολικά κρατοῦσα αἱρετή μοναρχία στήν κατ’ ἐλάχιστον ἀντιπροσωπευτική καί στό βάθος στήν δημοκρατική πολιτεία.
Ἀντιλαμβάνεται κανείς τήν σημασία τῆς μεθάρμοσης αὐτῆς, ἄν ἀναλογισθεῖ ὅτι ἡ πολιτική «κυριαρχία» τῆς κοινωνίας ἐπί τοῦ πολιτικοῦ συστήματος θά μετατραπεῖ σέ πολιτική κυριαρχία τοῦ κράτους ὡς ἐπικράτειας στό μέσον τῆς κρατοκεντρικῆς τάξης. Τοῦτο θά σημάνει ἀναποτρέπτως τήν ὑποβολή τῆς οἰκονομικῆς ἰδιοκτησίας στήν κανονιστική ρυθμιστική ἀρχή τῆς κρατικῆς πολιτείας καί, στό νέο αὐτό κρατοκεντρικό περιβάλλον, τήν οἰκοδόμηση νέων ἰσορροπιῶν/συμμαχικῶν στρατοπέδων πού θά φέρνει ἀντιμέτωπες τίς δυνάμεις τῆς δημοκρατίας μέ ἐκεῖνες τῆς ὀλιγαρχίας.
Πνευματική τάξη ἀποξενωμένη ἀπό τήν κοινωνία
3 Ἐν κατακλεῖδι, τό ἐρώτημα ποῦ βρίσκεται ἡ ἑλληνική πνευματική τάξη στίς ἡμέρες μας ἀπολήγει στό ἀδήριτο συμπέρασμα ὅτι ἐξακολουθεῖ νά παραμένει ὁμοτράπεζη μέ τόν ἐξωτικό μέντορά της, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐφεξῆς εἶναι ἡ διεθνής τῶν ἀγορῶν καί οἱ πνευματικοί ταγοί τοῦ ἰδεολογικοῦ της διακυβεύματος τοῦ νέου φιλελευθερισμοῦ. Ἐξ οὗ καί, ἀποξενωμένη σταθερά ἀπό τήν ἑλληνική κοινωνία, παραμένει συνεπής στόν στόχο της: τήν ἀποκοπή της ἀπό τίς ἐθνικές της ρίζες, οἱ ὁποῖες τήν φέρνουν ἀντιμέτωπη μέ τίς ἀντιδραστικές προσημειώσεις τοῦ πνευματικοῦ κόσμου τῆς νεωτερικότητας. Εἶναι, τελικά, ἡ μόνη ἐθνική κοινωνία ἀπό τήν ὁποία ἀξιώνεται νά μισήσει τόν αὐθεντικό ἑαυτό της ‒καί τίς κληρονομιές της‒ προκειμένου νά προσομοιάσει στόν βιαστή της.
Γιά τά ἑλληνικά ἀλλά καί γιά τά πλανητικά ἐφεξῆς δρώμενα μία πνευματική τάξη, ἄξια τοῦ ὀνόματός της, ὀφείλει νά ἐκκινήσει ἀπό τήν πραγματοποίηση μιᾶς ἐπανάστασης στό πεδίο τῶν ἐννοιῶν καί ἑπομένως ἀπό τήν οἰκοδόμηση μιᾶς νέας ἐπιστήμης πού θά ἀπάλλασσε τόν κόσμο τῆς ἐποχῆς μας ἀπό τά ἰδεολογικά βαρίδια ἑνός παρελθόντος πού ἐμποδίζει τήν γνώση καί μάλιστα τήν πρόοδο. Μιᾶς ἐπιστήμης πού θά ἐπαναφέρει στίς ἔννοιες τό περιεχόμενό τους, πού θά διακρίνει τήν διαφορά φύσεως μεταξύ αἱρετῆς μοναρχίας, ἀντιπροσώπευσης καί δημοκρατίας καί θά προκρίνει τήν μετάβαση τῶν κοινωνιῶν στό μέλλον, προκειμένου νά συναντηθοῦν μέ τήν νέα οἰκονομική τάξη μέσῳ τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς καί στό βάθος τῆς δημοκρατικῆς της θέσμησης δίκην ἑταίρου της πολιτείας.
Ἄν αὐτό ἐμφανίζεται ἤδη γιά τήν πλανητική νεωτερικότητα ὡς ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ ἀναγκαιότητα, γιά τήν Ἑλλάδα ἔχει καταστεῖ ὅρος ἐπιβίωσης. Διότι, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ὑπόλοιπη Εὐρώπη, ἡ Ἑλλάδα γιά νά συμβαδίσει μαζί της καλεῖται νά ὀπισθοδρομήσει στίς ἀπαρχές τῆς εἰσόδου της στόν ἀνθρωποκεντρικό βίο, στόν 7ο π.Χ. αἰῶνα. Τό κράτος τῆς αἱρετῆς μοναρχίας μεταλλαγμένο σέ ἔκφυλη κομματοκρατία κατέφαγε τίς σάρκες τοῦ μείζονος ἑλληνισμοῦ καί κατ’ αὐτάς καταγίνεται μέ τήν ἀποψίλωση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας μεταβάλλοντας τήν χώρα σέ χῶρο.
Ἑπομένως ἡ Ἑλλάδα χρειάζεται ἕνα κίνημα πού θά ἐπανεθνικοποιεῖ τό κράτος, θά μιλάει γιά τό ἔθνος τῆς κοινωνίας καί ὄχι γιά τό ἔθνος τοῦ κράτους, πού θά μεταβάλει τήν κοινωνία ἀπό ἄθροισμα ἀτόμων, βορά τῆς πελατειακῆς ἀποδόμησης, σέ συλλογικότητα, ἑταῖρο τῆς πολιτείας. Πού θά φέρνει τήν ἀνάσα τῆς κοινωνίας ἐγγύς στά αὐτιά τῆς πολιτικῆς τάξης. Πού θά ἀνασυγκροτεῖ ἐπίσης τήν διασπορά δίκην πολιτείας καί θά τήν ἐνσωματώνει μέ ὅρους συμπολιτείας στό ἑλλαδικό κράτος.
Ἰδού γιατί ἕνα τέτοιο πνευματικό κίνημα δέν ὑπάρχει σήμερα οὔτε στόν ἑλλαδικό μικρόκοσμο οὔτε στήν παγκόσμια σκηνή. Θά χρειαστεῖ ὁ κόσμος τῆς νεωτερικότητας νά ὑποστεῖ τά ὑποχείρια τῆς ἀνάγκης γιά νά σκεφθεῖ τό μέλλον του μέ ἄλλους ὅρους.
▲▼
Ὅμότιμος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, πρώην Πρύτανις.
[1] Γιά νά εἶμαι ἀκριβής, ἡ τελευταία παραγωγική γενιά τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ὑπῆρξε αὐτή πού ξεπήδησε ἀπό τά συντρίμμια τοῦ Ἐμφυλίου, ἰδίως στήν Γαλλία. Βλ. σχετικά τό κοινό μέ τόν Μίκη Θεοδωράκη ἔργο μου, «Ἑλληνικότητα καί διανόηση», Ἐκδόσεις «Ἰανός», Ἀθήνα 2007.
[2] Ὅλως ἐνδεικτικά στό ἔργο μου «Ἑλληνισμός καί ἑλλαδικό κράτος. Δύο αἰῶνες ἀντιμαχίας. 1821-2021», Ἐκδόσεις «Ποιότητα», Ἀθήνα 2021.
[3] Περισσότερα στό ἔργο μου «Γνώση καί μέθοδος», Ἐκδόσεις «Παρουσία/Ἁρμός», Ἀθήνα 2022.
Άρθρο στην Εστία της Κυριακής 28/5/23
1. Το παιχνίδι είναι χαμένο αν πιστεύουμε στην ανάγκη «οικοδόμησης μιας νέας επιστήμης» προκειμένου να αποκατασταθεί το νόημα των ελληνικών Σημασιών της Κοινωνίας, της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας, του Ανθρώπου. Για την «επανάσταση στο πεδίο των εννοιών» τι είδους νέα γνωσιολογία μπορεί να αντικαταστήσει τη σοφή γνωσιολογία-οντολογία των Ελλήνων;
2. Επειδή η εποχή μας μοιάζει πολύ με την ελληνιστική και την χριστιανική αρχαιότητα μήπως να συζητάγαμε για την απώλεια της Κρίσης-Φρόνησης (που βρίσκεται σε άλλο όροφο από τη λογική σκέψη); Από τον ιστορικό Πολύβιο (2ος π.Χ.) μέχρι τον ιατρό Γαληνό (2ος μ.Χ.), το ζήτημα ήταν η απώλεια της Φρόνησης του «πνευματικού» ανθρώπου λόγω του πραγματισμού-ωφελιμισμού της κυρίαρχης σκέψης που αγνοεί-καταργεί τον δεύτερο όροφο της ψυχής («το μέρος της που έχει τον Λόγο», όπως έλεγε ο Αριστοτέλης).
Μαρία μήπως πριν αποφανθείς για το ζήτημα της “επανάστασης των εννοιών” θα ήταν σοφό να συμβουλευθείς τη γνωσιολογία του δημιουργού της έννοιας; Εστω το σύντομο πόνημα Γνώση και μέθοδος; Όχι για να αλλάξεις άποψη αλλά για να μην εκτίθεσαι …. Λέω…μήπως!!!…
Χαίρε πολλά
Κοντογιώργης ο ανωτέρω σχολιαστής… συγγνωμη
Εκ πείρας μπορώ να πώ, ότι δύο από τα μεγάλα προβλήματα στον τομέα της τεχνολογικής καινοτομίας είναι:
1ον τα κεφάλαια ακόμη και εντός των επιχειρήσεων ελέγχονται από οικονομολόγους οι οποίοι κρίνουν, όπως και στην πολιτική, την προοπτική κέρδους υπό καθαρά οικονομοκεντρικά κριτήρια,
2ον η δυσαναλογία μισθών ανάμεσα σε διαχειριστικά επαγγέλματα και τεχνικά έχει οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος των νέων στους αντίστοιχους κλάδους (bullshit-jobs) με αποτέλεσμα να υπάρχει τεράστια ζήτηση και σχεδόν καθόλου προσφορά εργατικού δυναμικού στους τεχνολογικούς τομείς.
Ας ξεκινήσουμε με τους βασικούς ορισμούς: Έθνος, Χρήμα, Δημοκρατία και βλέπουμε.
Αναμένω λοιπόν…
1. Μου αρέσει να εκτίθεμαι αφού ο μόνος τρόπος ΓΝΩΣΗΣ για τα κοινωνικά ζητήματα είναι ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ στο επίπεδο της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. Το αληθεύειν υπάρχει μόνο στα ΕΝΔΟΞΑ (τη Σοφία της Κοινωνίας). Οι Δόξες/απόψεις του καθενός και των επιστημόνων είναι γνώμες που ενδέχεται να λανθάνουν.
2. Για μένα επομένως το ΣΟΦΟ δεν είναι να συμβουλεύομαι τις απόψεις των επιστημόνων αλλά να ακολουθώ με ευλάβεια τη Σοφία της ελληνικής Κοινωνίας, που είναι ταυτοχρόνως Οντολογία-Γνωσιολογία-Κοσμολογία και Ψυχολογία.
3. Και σύμφωνα με αυτήν τη Σοφία, το «κοινωνικό φαινόμενο» δεν είναι παρά ένα Concept των Δυτικών. Η Οντολογία αφορά το όν Κοινωνία (στο οποίο δεν πιστεύουν οι Δυτικοί), που βρίσκεται στο επίπεδο της Ελευθερίας (δηλαδή στο επίπεδο της ΚΟΙΝΗΣ Ενέργειας-Λόγου του χωρο-χρόνου, έξω από τον χρόνο, πέρα από το επίπεδο της ανάγκης).
4. Ομοίως και η «κοινωνική επιστήμη» είναι ξένη προς την ελληνική Σκέψη όπου το επίσταμαι σημαίνει μετά Λόγου Γνώση (κάτι που δεν ισχύει για τη «Νέα Επιστήμη» του Γ. Κοντογιώργη). Η «εννοιολογία των φαινομένων» η «τυπολογία» τους και προπάντων το «εξελικτικό-βιολογικό ανάπτυγμα του κοινωνικού ανθρώπου» είναι ξένα προς την ελληνική Σοφία-Οντολογία, η οποία απορρίπτει την κοινωνική εξέλιξη. Πώς να αποδεχτώ την «κοινωνική βιολογία» όταν έχω μάθει από τον Αριστοτέλη πως η Πολιτική-Τέλεια Κοινωνία και ο Πολίτης ως Ολοκληρωμένος Άνθρωπος βρίσκονται πέραν της βιολογίας;
5. Η Γνωσιολογία-Οντολογία κατά την ελληνική Σκέψη δεν είναι κάτι σαν πιο σίγουρος-αντικειμενικός-αποδεικτικός επιστημονικός δρόμος από τη «θεωρία» της δυτικής λογικοκρατούμενης σκέψης. Πρόκειται για αναγνώριση της ικανότητας του ΘΕΩΡΕΙΝ της Σοφίας να συλλαμβάνει τα (καθολικά-ολοκληρωμένα) όντα στο επίπεδο του Ελευθερίας του Γίγνεσθαι.
6. Τις «απόψεις» μου να τις αλλάξω ευχαρίστως, γιατί όμως να αποδεχτώ ένα «γνωσιολογικό διάβημα» για το οποίο η ελληνική Σοφία αποτελεί απλώς «ένα πρωτογενές υλικό προς έμπνευση»; Μια «γνωσιολογία» που δεν αναγνωρίζει τη μετά Λόγου Γνώση ως «αποδεικτικό σύστημα γνώσης»;
7. Πιστεύω στην «επανάσταση των εννοιών» και πρέπει όλοι να στηρίζουμε την Αποκατάσταση των ελληνικών Νοημάτων με οποιονδήποτε τρόπο τίθεται. Η «εδραία» γνωσιολογία όμως δεν μπορεί να είναι «νέα» αν πρόκειται για την αυθεντική οντολογία των Ελλήνων (που έγιναν «ανθρωποκεντρικοί» επειδή ήταν κοσμο-κεντρικοί).