Γιώργος Κατρούγκαλος
Πηγή dnews.gr
Κανείς αναλυτής δεν είχε προβλέψει τη ραγδαία κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ και την κατάληψη της Δαμασκού από τους ανακυκλωμένους τζιχαντιστές. Ακόμη λιγότερο δεν μπορεί κανείς να προβλέψει με ασφάλεια εάν αυτοί θα μπορέσουν να κρατήσουν αποτελεσματικά την εξουσία μέχρι το Μάρτιο, οπότε έχουν δεσμευτεί ότι θα την παραδώσουν, πολύ λιγότερο σε ποιόν και πώς θα εξελιχθεί η διαδικασία μέχρι τότε. Θα γίνει η χώρα ένα νέο Αφγανιστάν ή μια νέα Λιβύη; Θα παραμείνει ο ντε φάκτο διαμελισμός της, που δεν εξαρτάται μόνον, ούτε καν κυρίως από τις εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις; Η Συρία, πραγματικό μωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκειών, αποτελεί τα τελευταία είκοσι χρόνια το θέατρο ενός πολέμου δι’αντιπροσώπων.
Ανάλογα, το Ισραήλ αν και θεωρεί, ορθά, ότι έχει πετύχει μια στρατηγική νίκη εναντίον του, κατ’ αυτό, «άξονα του κακού» (Ιράν, Συρία, Ιράκ, Χαμάς, Χεζμπολάχ, Χούτις), δεν εμπιστεύεται το καθεστώς. Προχώρησε σε πάνω από 400 επιθέσεις κατά των στρατιωτικών υποδομών της χώρας, οι οποίες είναι ξεκάθαρα αντίθετες με το διεθνές δίκαιο, εφόσον ήταν απρόκλητες, χωρίς κήρυξη πολέμου και χωρίς να μπορεί να γίνει επίκληση του δικαιώματος αυτοάμυνας, που ποτέ δεν δικαιολογεί προληπτικό πλήγμα. Επίσης, ο στρατός του Ισραήλ επεξέτεινε παράνομα την κατοχή εδαφών στα υψώματα του Γκολάν, ενώ ο πρωθυπουργός Νετανιάχου προανήγγειλε την επέκταση εκεί των, εξίσου αντίθετων με το διεθνές δίκαιο, εποικισμών.
Ο αναμφισβήτητος γεωπολιτικά νικητής αυτή τη στιγμή φαίνεται να είναι η Τουρκία, η οποία αποτελεί τον βασικό υποστηρικτή του καθεστώτος, όπως φάνηκε από την πρόσφατη επίσκεψη Φυντάν στη Δαμασκό, όσο και από τη σπουδή της ευρωπαϊκής ηγεσίας να επισκεφθεί την Άγκυρα για σχετικές συζητήσεις με τον Πρόεδρο Ερντογάν. Άλλωστε, μολονότι στήριζαν διαφορετικούς παίκτες στο συριακό δράμα, οι ΗΠΑ, οι φιλικές με αυτήν αραβικές χώρες και η Τουρκία συνεργάζονταν συχνά στο παρασκήνιο για τη χρηματοδότηση δράσεων εναντίον του καθεστώτος Άσαντ. Σημειωτέον ότι και η τελευταία έχει προχωρήσει σε αντίθετες με το διεθνές δίκαιο επιθέσεις κατά των περιοχών που ελέγχονται από τους Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι αποτελούσαν τους βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ στο συριακό εμφύλιο πόλεμο. Ο υπουργός Άμυνας κ. Γιασάρ Γκιουλέρ προέβλεψε, άλλωστε, ότι οι νέοι ηγέτες της Συρίας, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης οργάνωσης Συριακός Εθνικός Στρατός (SNA) που υποστηρίζει η Άγκυρα, θα διώξει τους μαχητές των κουρδικών Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG) από όλα τα εδάφη που κατέχουν στη βορειοανατολική Συρία. Μια από τις πρώτες επιχειρήσεις του SNA ήταν η κατάληψη του Ταλ Ριφάτ, βόρεια του Χαλεπίου και κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, μια πόλη που βρισκόταν στα χέρια των κουρδικών δυνάμεων από το 2016.
Το βάρος της ιστορίας
Είναι χρήσιμη εδώ μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της Συρίας, ούτως ώστε να γίνουν κατανοητές οι σύγχρονες παράμετροι του δράματος. Το Μπααθ, το κατ’ εξοχήν αραβικό εθνικιστικό κόμμα, ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1940, προωθώντας αρχικά την ένωση όλων των Αράβων σε ένα κράτος υπό μια σοσιαλιστική επαναστατική κυβέρνηση. Οι αναφορές στο «αραβικό έθνος» επιβιώνουν μέχρι σήμερα σε πολλά συντάγματα (βλ., π.χ., το άρθρο 1 των Συνταγμάτων της Αιγύπτου, της Συρίας, του Κατάρ και του Κουβέιτ), αλλά η χρυσή εποχή του Παναραβισμού ήταν οι τρεις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αποαποικιοποίηση υπήρξε η πρωταρχική ιστορική κινητήρια δύναμη του, μαζί με πρωτοσοσιαλιστικές ιδέες, υπό από τη συνδυασμένη επιρροή δύο παράλληλων ιδεολογικών ρευμάτων, του Νασερισμού και του Μπαθισμού.
Για μια σύντομη περίοδο, το όνειρο της αραβικής ενοποίησης φαινόταν να γίνεται πραγματικότητα. Όταν το Μπάαθ πήρε τον έλεγχο της Συρίας το 1957, η χώρα συνενώθηκε μετά από ένα χρόνο με την Αίγυπτο σε μια βραχύβια Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία, και αργότερα σε μια χαλαρή συνομοσπονδία με την Υεμένη. Ωστόσο, παρά τη λαϊκή απήχηση, ο Παναραβισμός δεν απέφερε μόνιμα θεσμικά αποτελέσματα. Οι εθνικές πολιτικές ελίτ δεν υποστήριξαν ολόψυχα μια Παναραβική δημοκρατία, η οποία θα μπορούσε να μειώσει την εγχώρια ισχύ τους. Ο Πρόεδρος της Συρίας Shukri al-Quwatli φέρεται να προειδοποίησε σχετικά το Νάσερ για την αποτυχία του εγχειρήματος ως εξής: «Αποκτήσατε ένα έθνος πολιτικών. Το πενήντα τοις εκατό πιστεύουν ότι είναι εθνικοί ηγέτες, το είκοσι πέντε τοις εκατό ότι είναι προφήτες και τουλάχιστον το δέκα τοις εκατό ότι είναι θεοί». Η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία διαλύθηκε το 1961.
Καμία από τις εκδοχές του παναραβισμού δεν ήταν αντίθετη στο Ισλάμ. Ο Michel Aflaq, ένας από τους συνιδρυτές και κύριους ιδεολόγους του Μπάαθ, ο ίδιος Χριστιανός και πρώην κομμουνιστής, έγραφε ότι το Ισλάμ είναι «η αναφαίρετη ουσία» του «αραβισμού» και «η ζωτική ώθηση που αποκάλυψε στους Άραβες την πραγματική τους δύναμη και που τους έκανε γνωστούς στο στάδιο της ιστορίας». Παρόλα αυτά, ο ψυχρός πόλεμος χώρισε τις αραβικές χώρες σε δύο στρατόπεδα, ένα εθνικιστικό, κοντά στη Σοβιετική Ένωση και ένα ισλαμικό κοντά στις ΗΠΑ, με την καθοδήγηση κυρίως της Σαουδικής Αραβίας. Η αραβική ήττα από το Ισραήλ στον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967 σηματοδότησε την αρχή του τέλους του παναραβισμού. Οι ισλαμιστές την απέδωσαν στην έλλειψη γνήσιου ισλαμικού πνεύματος των ηττημένων. Η Zeitenwende πλέον ευνοούσε τον ισλαμισμό, στον οποίο επένδυσαν οι δυτικές κυβερνήσεις ιδίως στο Αφγανιστάν, με την κάθε είδους υποστήριξη στους Μουτζαχεντίν. Έκτοτε η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη ανά δεκαετία με παραλλαγές του ίδιου Φρανκεστάιν: τους Ταλιμπάν ως διαδόχους των Μουτζαχεντίν, την Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος ως περαιτέρω μεταμορφώσεις του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Το ψήφισμα των Ειδικών Διαδικασιών του ΟΗΕ
Ενόψει της πολυπαραγοντικής κατάστασης που επικρατεί στη χώρα και της αδυναμίας ασφαλούς πρόβλεψης για το μέλλον, είναι επιτακτική η τήρηση του διεθνούς δικαίου από όλες τις πλευρές. Όπως τονίζεται σε ένα πρόσφατο ψήφισμα των Ειδικών Διαδικασιών του ΟΗΕ, μετά από πρόταση μου, όλες οι χώρες θα πρέπει να σεβαστούν την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία της Συρίας.
«Η διεθνής κοινότητα πρέπει να εργαστεί από κοινού για την ανοικοδόμηση της χώρας, με βάση τις δημοκρατικές αρχές και το σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των ανθρώπων στη Συρία, με ιδιαίτερη έμφαση στις μειονότητες και τις ομάδες που υφίστανται διακρίσεις ή περιθωριοποίηση, τις γυναίκες, ανθρώπους που είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμό ή της ταυτότητας φύλου, τα άτομα με αναπηρίες, τα παιδιά, τους εσωτερικά εκτοπισμένους και τους πρόσφυγες που επιστρέφουν».
Το ψήφισμα τονίζει ότι η δικαιοσύνη για τα θύματα φρικαλεοτήτων, των βασανιστηρίων, της σεξουαλικής βίας, των εξαφανίσεων, των παράνομων δολοφονιών και της εμπορίας ανθρώπων αποτελεί προτεραιότητα. «Η δικαιοσύνη πρέπει να αφορά όλα τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν, ανεξαρτήτως του δράστη, μέσω ενός αξιόπιστου δικαστικού συστήματος που στοχεύει στην λογοδοσία, τη συμφιλίωση και όχι την εκδίκηση. Είναι ζωτικής σημασίας τέτοιες διαδικασίες να συμμορφώνονται πλήρως με τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να παραμένουν απαλλαγμένες από κάθε μορφή ρεβανσισμού. Η συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών και των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια δίκαιη μετάβαση είναι ζωτικής σημασίας για να είναι αξιόπιστη η διαδικασία.
Η ανοικοδόμηση πρέπει να βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα, διασφαλίζοντας την ασφαλή και αξιοπρεπή επιστροφή των προσφύγων και των εκτοπισμένων που επιθυμούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ωστόσο, τα κράτη δεν πρέπει να επαναπατρίσουν δια της βίας Σύρους υπηκόους ή πρώην κατοίκους της Συρίας που βρίσκονται στο έδαφος τους, συμπεριλαμβανομένων των Παλαιστινίων προσφύγων στη χώρα».
Υπογραμμίζεται επίσης ότι οι συνεχιζόμενες στρατιωτικές επεμβάσεις, όπως οι πρόσφατες απρόκλητες, παράνομες επιθέσεις του Ισραήλ, η κατοχή περισσότερων συριακών εδαφών στα Υψίπεδα του Γκολάν και άλλες αεροπορικές επιθέσεις και εισβολές στη βορειοανατολική και κεντρική Συρία, θέτουν σοβαρά εμπόδια στη διαδικασία αποκατάστασης και αποσταθεροποιούν την περιοχή: «Ενώ η διεθνής υποστήριξη και συνεργασία για την ανοικοδόμηση της Συρίας είναι αναγκαία, η διαδικασία μετάβασης πρέπει να παραμείνει απαλλαγμένη από κάθε ξένη παρέμβαση, υπό τον έλεγχο του συριακού λαού, και να καταλήξει στο σχηματισμό μιας αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης που θα προκύψει μέσω μιας διαφανούς διαδικασίας σύμφωνα με το ψήφισμα 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Όλες οι ξένες στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής πρέπει να εγκαταλείψουν τη Συρία και όλες οι εδαφικές παραβιάσεις και επιθέσεις θα πρέπει να σταματήσουν χωρίς καθυστέρηση».
Το ψήφισμα ζητά επίσης την άμεση άρση των κυρώσεων και προτρέπει όλα τα μέρη να δώσουν προτεραιότητα στις ανθρωπιστικές ανάγκες του συριακού πληθυσμού.
Στο γενικευμένο καθεστώς ανομίας που επικρατεί στη Μέση Ανατολή, οι εκκλήσεις του ψηφίσματος θα ερμηνευθούν από πολλούς ως ευσεβείς πόθοι. Ακριβώς όμως λόγω της πολλαπλότητας των παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου, έχει ιδιαίτερη σημασία η υπεράσπιση του, εάν δεν θέλουμε να επικρατήσει πλήρως το (μη) δίκαιο του ισχυρού.
Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα
Στην Ελλάδα, δικαίως, η προσοχή έχει στραφεί στο ενδεχόμενο υπογραφής από τη νέα Συριακή Κυβέρνηση μιας συμφωνίας με την Τουρκία για την ΑΟΖ, κατά τα πρότυπα του παράνομου Τουρκολυβικού Συμφώνου, που θα αμφισβητεί την ΑΟΖ της Κύπρου. Οι φόβοι αυτοί δεν είναι αβάσιμοι. Ο πρώην υπουργός Άμυνας της Τουρκίας κ. Χουλουσί Ακάρ, ο οποίος τώρα είναι πρόεδρος της επιτροπής εθνικής άμυνας του τουρκικού κοινοβουλίου, υποστήριξε ότι «η εδαφική κυριαρχία της Τουρκίας θα αυξηθεί εάν υπογραφεί συμφωνία θαλάσσιας δικαιοδοσίας με τη Συρία».
Με ποιο ειδικό βάρος όμως θα μπορέσει η χώρα μας να ανατρέψει, ή πολύ περισσότερο να προλάβει, τετελεσμένα; Η επιλογή του πρωθυπουργού να μην προβάλλεται πλέον η Ελλάδα ως γέφυρα μεταξύ του πολιτικού μας σπιτιού, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και του αραβικού κόσμου, αλλά ως «προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης» στην περιοχή, έχει στοιχίσει σε διπλωματικό κύρος και έχει υπονομεύσει το μεσολαβητικό ρόλο που θα μπορούσαμε να διαδραματίσουμε στην περιοχή, αντιστρόφως ανάλογα με την εκθετικά αύξουσα επιρροή της Τουρκίας. Η έμπειρη διπλωμάτης και τελευταία πρέσβης μας στη Δαμασκό Αναστασία Αθανασίου, που είχε ορισθεί Ειδική Απεσταλμένη της Ελλάδας στη Συρία το 2020, έμεινε ουσιαστικά χωρίς οδηγίες και υποστήριξη στην αποστολή της αυτή.
Ακόμη χειρότερα, η λογική του «προκεχωρημένου φυλακίου» έχει οδηγήσει τη χώρα μας να αποκλίνει από την πάγια πρακτική υποστήριξης του διεθνούς δικαίου, των θεσμών του ΟΗΕ και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Το πιο πρόσφατο επεισόδιο αυτής της βλαπτικής για τη χώρα στροφής υπήρξε η αποχή μας στην τελευταία ψηφοφορία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για τη λήψη γνωμοδότησης από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τις υποχρεώσεις του Ισραήλ στη Γάζα. Στην ψηφοφορία αυτή (137 υπέρ-12 κατά-22 αποχές) σχεδόν όλες οι χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Κύπρου, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, αλλά και της Ιταλίας της Μελόνι ψήφισαν υπέρ.
Και όλα αυτά σε μια περίοδο που οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Η Τουρκία, παράλληλα με τις επιθέσεις στις κουρδικά ελεγχόμενες περιοχές της Συρίας τείνει και κλάδο ελιάς στους Κούρδους της δικής της επικράτειας, που φαίνεται να γίνεται αποδεκτός από το κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα. Σύμφωνα με δηλώσεις του τελευταίου της 28ης/12/2024, ο ιστορικός ηγέτης του ΠΚΚ κ. Οτσαλάν υποστηρίζει την «ενίσχυση εκ νέου της τουρκοκουρδικής αδελφοσύνης» και τονίζει ότι «τα γεγονότα στη Γάζα και τη Συρία έδειξαν ότι η λύση αυτού του προβλήματος, το οποίο γαγγραινοποιείται από εξωτερικές παρεμβάσεις, δεν μπορεί να αναβληθεί άλλο. (…) Έχω την ικανότητα και την αποφασιστικότητα να προσφέρω και εγώ την απαραίτητη συμβολή με θετικό τρόπο στο νέο παράδειγμα που ενίσχυσαν ο κύριος Μπαχτσελί και ο κύριος Ερντογάν.»