Καθοδόν προς τις βουλευτικές εκλογές στις 25 Σεπτεμβρίου τα τελευταία γκάλοπ δείχνουν πρωτιά με απόσταση του ακροδεξιού κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας». Στο 40% οι αναποφάσιστοι.
Τις επόμενες δυο εβδομάδες μέχρι τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου ο νόμος απαγορεύει τη δημοσίευση νέων σφυγμομετρήσεων. Σύμφωνα με την δημοσκοπική εταιρία Swg και το τηλεοπτικό δίκτυο La7, τα ακροδεξιά «Αδέλφια της Ιταλίας», σε συνεχή άνοδο, εξασφαλίζουν το 27% της πρόθεσης ψήφου. Ακολουθεί το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, με το 20,4%. Η Λέγκα του Σαλβίνι «πείθει» το 12,1% του στατιστικού δείγματος, και τα Πέντε Αστέρια το 12%. Η συμμαχία του λεγόμενου κεντρώου πόλου, με τους Κάρλο Καλέντα και Ματέο Ρέντσι, βρίσκεται στο 7,5%, ενώ η Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι δεν ξεπερνά, στην φάση αυτή, το 7,5%.
Σε ότι αφορά τα μικρότερα κόμματα, τους Πράσινους και την Ιταλική Αριστερά, προτίθεται να τα ψηφίσει το 4% των ερωτηθέντων. Όλες οι υπόλοιπες δυνάμεις, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση αυτή, βρίσκονται κάτω από το 3%, που αποτελεί και το όριο για να μπορούν να εκπροσωπηθούν τα κόμματα, στην ιταλική βουλή.
Σχεδόν στο 40% οι αναποφάσιστοι
Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρίας Swg, συνολικά η συντηρητική συμμαχία εξασφαλίζει το 47,2% της πρόθεσης ψήφου και η κεντροαριστερά, το 27,5%. Πρόκειται για σχεδόν είκοσι ποσοστιαίες μονάδες, είναι η μεγαλύτερη διαφορά, που έχει καταγραφεί στην Ιταλία τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου, η άκρα δεξιά θα μπορούσε να αυξήσει ακόμη περισσότερο τα ποσοστά της. Σε ανοδική τάση, αν και πιο περιορισμένη, βρίσκεται το κίνημα Πέντε Αστέρων. Όσο για την κεντροαριστερά, η πτώση του Δημοκρατικού Κόμματος είναι σαφής, αλλά δεν αποκλείεται, τις τελευταίες ημέρες πριν την εκλογική αναμέτρηση, να πετύχει μεγαλύτερη συσπείρωση των ψηφοφόρων του. Υπάρχει, τέλος, και ένα τελευταίο, βασικό στοιχείο. Το 39% των Ιταλών δεν έχει αποφασίσει ακόμη αν θα πάει να ψηφίσει και πιο κόμμα, ενδεχομένως, θα επιλέξει. Σε ένα βαθμό, οι αναποφάσιστοι μπορούν ακόμη να κάνουν την διαφορά.
Θεόδωρος Ανδρεάδης Συγγελλάκης, Ρώμη
DW