του Γιώτη Ιωαννίδη, Αρχιτέκτονα
Το μετρό της Θεσσαλονίκης, με τον επίμαχο σταθμό της Βενιζέλου επιτέλους άνοιξε. Άνοιξαν και οι ουρανοί όμως, ίσως για να ξεπλύνουν το άγος μιας πόλης που συχνά κατατρύχεται από μια διχαστική πόλωση για όλα τα μεγάλα θέματα που την αφορούν.
Από τις αντιδράσεις παλιότερα για την περιφεριακή και το δάσος του Σέιχ Σου, την επέκταση της παραλίας ή την υπογειοποίηση της Λεωφόρου Νίκης, την ανάπλαση της ΔΕΘ και το cross over πρόσφατα.
Η υπόθεση του μετρό μπλέχτηκε από νωρίς σε φαιδρότητες τοπικών παραγόντων, συμφέροντα εργολάβων και ιδεοληψίες της πλειοψηφίας των αρχαιολόγων, κομματικές και προσωπικές επιδιώξεις και μάχες. Οπότε ένα κατά βάση τεχνοοικονομικό ζήτημα, με την όποια ενδεδειγμένη σε πρώτο χρόνο δόκιμη επιστημονικά λύση, έγινε η μητέρα των μαχών σε μια κοινωνία που αρέσκεται να σηκώνει παντιέρες αντιπαλότητας και μεγαλοϊδεατισμού, ενώ χάνει διαρκώς τους βασικούς στόχους της οικονομικοκοινωνικής της ανάπτυξης.
Το μετρό λοιπόν της μιάμισης γραμμής και των λίγων χιλιομέτρων, κόστισε πολλαπλάσια από το σύνηθες, ταλαιπώρησε αφάνταστα τους κατοίκους της πόλης και τους επαγγελματίες περιοχών, έδωσε λαβή ανεκδοτολογικής χλεύης και αντιπαραγωγικών ενστάσεων από κάθε επαΐοντα αλλά και κάθε πικραμένο.
Από σήμερα το μετρό και τους σταθμούς του, μπορεί κανείς να το δει, να κυκλοφορήσει, να το κρίνει. Η τρανή διένεξη τα αρχαία να υπάρξουν κατά χώραν ή να μεταφερθούν και επανατοποθετηθούν όπως έγινε τελικά, θα αποτελεί μια κακή ανάμνηση και διένεξη περί όνου σκιάς, που πόλωσε αναίτια και κόστισε πολλαπλά την Θεσσαλονίκη.
Τα τμήματα του Decumanus Maximus, στους σταθμούς της Βενιζέλου και της Αγίας Σοφίας, στέκονται προς θέαση περιβαλλόμενα από καλαίσθητους και λειτουργικούς χώρους του μετρό, προβολές σε οθόνες, σημάνσεις και προθήκες εκθεμάτων.
Το αναγκαίο έργο του μετρό και μόνο, έκανε δυνατή την ανασκαφή, έρευνα και ανάδειξη αυτού του θαμμένου ιστορικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης. Μιας πόλης όμως που τα ανάλογα και πιο σημαντικά μνημεία και στοιχεία αυτού του άξονα στην επιφάνεια και όχι στα έγκατα της, τα παραμελεί. Η Ροτόντα, η Αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα), το Γαλεριανό συγκρότημα στην πλατεία Ναυαρίνου, η Ρωμαϊκή Αγορά και τόσα άλλα μνημεία αυτής της περίλαμπρης διαχρονίας, για να μη μιλήσουμε για αυτά της Οθωμανικής περιόδου, δεν έτυχαν της ανάλογης μέριμνας και προβολής.
Ας ελπίσουμε ότι στην συνέχεια με την ανάδειξη των ευρημάτων στις εκθέσεις τους στο Παύλου Μελά και στον σταθμό του Πανεπιστημίου, θα ολοκληρωθεί το έργο μιας περιόδου που συντάραξε το προβληματικό παρόν με διακύβευμα το ένδοξο παρελθόν.
(Ανάρτηση στη σελίδα του κ. Γιώτη Ιωαννίδη στο fb)