του Γιώργου Τσουκαλά, Δικηγόρου
«L’ État, c’ est moi», «το Κράτος είμαι εγώ», έλεγε ο Λουδοβίκος ΙΔ’, βασιλιάς της Γαλλίας τον 17ο αιώνα. Πριν από αιώνες, η έννομη σχέση του ανθρώπου με το κράτος δεν λέγονταν ιθαγένεια, αλλά υπηκοότητα, και έτσι οι βασιλιάδες, αφού δεν ήταν υπήκοοι, δεν θεωρούνταν πως είχαν υπηκοότητα, καθώς το Κράτος ήταν αυτοί. Όμως, τέτοια δεν ήταν η περίπτωση της νεώτερης Ελλάδας. Είχαν την ελληνική ιθαγένεια οι τέως βασιλιάδες;
Με την εξαίρεση του Όθωνα, που χρίστηκε βασιλιάς «της Ελλάδας», όλοι οι επόμενοι βασιλιάδες καλούνταν στο αξίωμα του βασιλιά «των Ελλήνων». Δεν ήταν δηλαδή Κυρίαρχοι της χώρας, ώστε από αυτούς να εκπορεύεται η κρατική εξουσία. Επίσης, δεν είχαν τον ελληνικό λαό ως υπήκοο. Αντιθέτως είχαν αναδειχτεί κατ’ επιλογήν του ελληνικού Λαού, ο οποίος ήταν ο μόνος Κυρίαρχος.
Το Σύνταγμα του 1864, που έμελλε να ισχύσει με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952 για περισσότερο από εκατό χρόνια, επανέφερε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του επαναστατικού Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827.
Συνεπώς, μετά το 1864, η νεώτερη Ελλάδα είχε το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας, που εδράζονταν στην δημοκρατική αρχή και όχι στη μοναρχική αρχή. Έτσι έκτοτε, το έθνος, ο λαός και όχι ο μονάρχης, ήταν η αποκλειστική πηγή και ο φορέας της κρατικής εξουσίας.
Παρά τις από μέρους των Ελλήνων βασιλιάδων, έμπρακτες υπερβάσεις, μικρές και μεγάλες παρερμηνείες και έκτακτες παραβιάσεις του Συντάγματος, καθώς πράγματι παρενέβαιναν στην πολιτική ζωή επιδιώκοντας τον έλεγχο του κράτους, όμως στην ελληνική βασιλευομένη Δημοκρατία, μετά το 1864, την υπέρτατη εξουσία είχε ο Λαός.
Είναι επίσης γνωστό, πως η ελληνική βασιλική οικογένεια συνήθιζε συχνά πυκνά να επιβεβαιώνεται στην εξουσία, με προσχηματικά δημοψηφίσματα (1920, 1935), πάντως με την άμεση προσφυγή στον λαό. Αν και τα προπολεμικά δημοψηφίσματα που επανέφεραν την βασιλεία έχουν εκ των υστέρων αμφισβητηθεί ως προς το κύρος τους, όμως νομικά συνιστούν τεκμήριο πως ο Ελληνικός Λαός, ως πηγή κάθε εξουσίας, ήταν ανώτερος από τους βασιλιάδες, οι οποίοι ελάμβαναν το αξίωμά τους, απευθείας από τον Λαό.
Τοιουτοτρόπως, για το πολίτευμα της νεώτερης Ελλάδας, μετά το 1864, οι βασιλιάδες δεν ήταν ανώτεροι από τον Λαό, αλλά απλώς οι ανώτατοι άρχοντες. Αν και στην απόλυτη μοναρχία, μπορεί να ίσχυε πως ο μονάρχης δεν είχε «υπηκοότητα», όμως, αυτή δεν ήταν η περίπτωση της νεώτερης Ελλάδας. Συνεπώς οι Έλληνες βασιλιάδες υπάγονταν στην εξουσία του Λαού και στους ελληνικούς νόμους, και είχαν την ελληνική ιθαγένεια. Για αυτό και ο Ν.Δ. 1298/1949, όριζε ξεκάθαρα σχετικά με την ελληνική βασιλική οικογένεια πως: «Ἄρθρον 2. Τήν Ἑλληνικὴν Βασιλικήν Οἰκογένειαν ἀποτελούσιν: α) ἅπαντες οἱ γνήσιοι καί νόμιμοι ἀπόγονοι (κατιόντες) τοῦ Βασιλέως Γεωργίου τοῦ Α` έφ` ὅσον, διατηροῦσι τήν ἑλληνικήν ἰθαγένειαν καὶ τὸ ἐκ τοῦ Συντάγματος δικαίωμά των (…). »
Καθώς στην νεώτερη Ελλάδα, μόνον το Σύνταγμα, ο Νόμος είναι πάνω από όλους, και όχι ο ανώτατος άρχοντας, μετά την Μεταπολίτευση, προέκυψε το νομικό ζήτημα εάν θα μπορούσε να αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια από την τέως βασιλική οικογένεια, στην περίπτωση που δεν αποδέχονταν εγγράφως και ανεπιφυλάκτως το νέο πολίτευμα. Εξάλλου, έως την Μεταπολίτευση, η τέως βασιλική οικογένεια είχε την ελληνική ιθαγένεια, συνδεδεμένη με το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς της έως τότε πολιτειακής ιδιότητάς της.
Τελικά, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 2215/1994, ορίστηκε πως «Ελληνική ιθαγένεια στον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ και στα μέλη της οικογένειάς του, μετά τη λήξη της ισχύος του ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος που διείπε την ιθαγένειά τους πριν τη μεταβολή της μορφής του πολιτεύματος, αναγνωρίζεται και αποδεικνύεται μόνον εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προυποθέσεις:
α) Εφόσον διατυπωθεί ενώπιον του ληξιάρχου Αθηνών ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση σεβασμού στο Σύνταγμα, αποδοχής και αναγνώρισης του πολιτεύματος της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974, με το οποίο καθορίσθηκε κατά τρόπο μη υποκείμενο σε μεταβολή η μορφή του πολιτεύματος.
β) Εφόσον δηλωθεί, ρητά και ανεπιφύλακτα, ενώπιον του ιδίου ληξιάρχου παραίτηση από τις κάθε είδους διεκδικήσεις, οι οποίες συνδέονται με την κατά το παρελθόν άσκηση πολιτειακού αξιώματος ή της κατοχής οποιουδήποτε τίτλου.
γ) Εφόσον συντελεσθεί εγγραφή στα μητρώα αρρένων ή τα δημοτολόγια δήμου ή κοινότητας του κράτους με όνομα, επώνυμο και τα λοιπά αναγκαία κατά νόμον στοιχεία ταυτότητας. Η συνδρομή των παραπάνω προυποθέσεων διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών. Διαβατήρια, ταξιδιωτικά και άλλα συναφή έγγραφα που έχουν χορηγηθεί στα πρόσωπα αυτά ακυρώνονται αυτοδικαίως, εφόσον δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις.»
«Ὅταν αὕτη ἡ Μοῦσα πόλεως ἐγκρατὴς γένηται», όταν η Μούσα πάρει στην κατοχή της την Πολιτεία, οι φιλόσοφοι θα γίνουν βασιλιάδες ή οι βασιλιάδες φιλόσοφοι, οραματίζονταν ο Πλάτωνας στο έργο του, «Πολιτεία» (499d). Μέχρι πρότινος, μόνον ένα μέλος της τέως βασιλικής οικογένειας, ο διάσημος συγγραφέας Μιχαήλ, γνωστότερος με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Μισέλ Ντε Γκρες», είχε προβεί σε αυτήν την γραπτή δήλωση του Ν. 2215/1994. Ως γνωστόν, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνούνταν μέχρι τέλους να συμμορφωθεί με το άρθρο 5 του Ν. 2215/1994, ισχυριζόμενος πως δεν είχε ποτέ του επώνυμο. Όμως, εντέλει, πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατο του τέως βασιλιά, τα μέλη της οικογένειάς του, με την εξαίρεση της χήρας του, αποδέχτηκαν πλήρως το μεταπολιτευτικό νομικό τους καθεστώς, και με το επώνυμο «Ντε Γκρές» (Φ.Ε.Κ. Β’ 7035/2024). Αφού η Ελληνική Δημοκρατία είχε θεωρήσει νόμιμο, για τον σοφό συγγραφέα το επώνυμο «Ντε Γκρες», δεν θα μπορούσε να αρνηθεί το ίδιο για τους συγγενείς του…