Υπάρχει, τον τελευταίο αιώνα, το μότο πως το να ταξιδεύεις, αυθαίρετα, είναι θετικό. Για κάποιους είναι ό,τι καλύτερο μπορείς να κάνεις με τη ζωής σου – σου λένε: θα ‘θελα απλώς να ταξιδεύω και να καλοπερνάω – αυτή είναι ζωή.
Αν όμως όλοι και πάντα έκαναν αυτό πράγμα, πέρα από τις διαφορές στο φυσικό περιβάλλον (χλωρίδα και πανίδα), τί άλλο θα είχαν να απολαύσουν; Αφού κανείς πολιτισμός δεν θα «υπήρχε», δεν θα είχε δομήσει μία ταυτότητα βάσει παράδοσης και ιδιαιτέρων περιβαλλοντικών συνθηκών, με τις οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένη η τελευταία. Έπειτα, το σκηνικό είναι ίδιο με τη νομαδικότητα που επικρατούσε προ της γεωργικής επανάστασης, κάτι που, βέβαια, δεν τιμά την εξέλιξή μας ιδιαίτερα ως πισωγύρισμα.
Οι παραδόσεις, που τα βιώματα και η προκύπτουσα ευαισθησία συνθέτουν, ανά τον κόσμο, είναι το πολύτιμο υλικό που μπορεί να θαυμάσει κάποιος επισκέπτης τους. Πήρε αιώνες, π.χ., στον ελληνικό τρόπο να συνθέσει τον νησιωτικό και ηπειρωτικό του ήχο και στίχο, τις αρχιτεκτονικές δομές των παραδοσιακών σπιτιών του – έχτιζαν με «ένστικτο γερό», γράφει χαρακτηριστικά ο Φώτης Κόντογλου. Πήρε αιώνες στον ζωγραφικό του τρόπο (Maniera Greca) να στερεωθεί στην καταπληκτική του αγιογραφική «καλλοσύνη». Πήρε αιώνες, όχι να καταλήξουμε στη μάσα δίχως προηγούμενο, αλλά «να καταλήξει ο πολιτισμός μας σε ένα δημιούργημα τόσο δικό του όσο το νεραντζάκι γλυκό» (Ζήσιμος Λορεντζάτος).
Ανυποψίαστος ο τυπικός τουρίστας, στα τυφλά ερχόμενος σε μία από τις κουκίδες του Αιγαίου, προσπερνά το ταπεινό εκκλησάκι, μες στο οποίο βρίσκεται αποθηκευμένη αυτή η περισπούδαστη και πολύποδη πολιτισμική θαυματουργία του Ελληνισμού. Ούτε που πάει το μυαλό του – ούτε καν το μυαλό της πλειοψηφίας των ίδιων των ελληνοθρεμμένων – ότι σε κάτι τόσο ταπεινό βρίσκεται κάτι τόσο εκλεκτό και βαρυσήμαντο για τον κόσμο (η Εκκλησία – όπως ο Χριστός, όπως ο άνθρωπος – δεν ζει για τον εαυτό της – είναι προσφορά).
Νιώθει κανείς πως το πνεύμα του σύγχρονου ατόμου, δια του αχαλίνωτου ταξιδιωτισμού του, «με το να βρίσκεται παντού» – να προσπαθεί, γιατί δε γίνεται εν τοις πράγμασι – «δεν βρίσκεται πουθενά» (Μονταίν, Δοκίμια – περί της στείρας πολυμάθειας…). Καταλαβαίνει την αίσθηση που είχε ο μεγάλος μαθηματικός μας, Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, πως «τα ταξίδια πλαταίνουν τους ορίζοντες» μεν, αλλά συναντά κανείς το εξής παράδοξο: «ταξιδεμένους που έμειναν βουβοί κι αταξίδευτους που μας μεταφέρουν σε τόπους μακρινούς, εξωτικούς» (Δέσποινα Καραθεοδωρή-Ροδοπούλου – Δέσποινα Βλαχοστεργίου-Βασβετάκη, Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή).
Η διαρκής ανάγκη μας για φυγή, η σαγήνη του «ξένου και διαφορετικού», σκοπεύουν να συμπληρώσουν την εν καπιταλισμώ δημιουργηθείσα μανία μας για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κατανάλωση. Όμως, πού να πάει και τί να καταναλώσει, ο άνθρωπος, ώστε να ξεφύγει από τον υπαρκτικό και πολιτισμικό μεγαλομάρτυρα που φοράει (υποτίθεται ως προνομιούχος της εξέλιξης);
Αλμπέρ Καμύ: «Δεν πρέπει κανείς να λέει πως ταξιδεύει για ευχαρίστηση. Θα έβλεπα μάλλον μία άσκηση στο ταξίδι. Ταξιδεύει κανείς για τη μόρφωσή του, αν με τον όρο μόρφωση εννοούμε την όξυνση της πιο μύχιας αίσθησης, της αίσθησης της αιωνιότητας»(Σημειωματάρια, Τετράδια 1935 -1937).
Πού να βρει το αιώνιο μέσα σε τόση συνειδησιακή μυωπία που έχει, που πήρε τη ζωή ως ευτελές δίπολο – απ’ τη μία το κάτεργο της δουλειάς-καριέρας, απ’ την άλλη το παυσίπονο της κατανάλωσης κατά τον τραγικώς αποκαλούμενο ελεύθερό του χρόνο;
Πώς να συλλάβει ότι το πιο μακρινό ταξίδι συμβαίνει τώρα, εκεί, μες στο έμψυχο σαρκίο του; Και δεν είναι τα άφθαστα «κρεμαστάρια της αλεπούς» αυτή η πεποίθηση· είναι το γεγονός πως καμία προσωπική ή μη απόφαση, κανένα θέαμα – οπτικοακουστικό ή γευστικό – δεν είναι ικανά να χωρέσουν-σηκώσουν τον χορτασμό του πλάσματος που ονομάζουμε άνθρωπος. Όταν συλλάβουμε το ανεπανάληπτο της προσωπικής ύπαρξης και εν κόσμω μετοχής, τη μύχια ανάγκη για αιωνιότητα σε κάθε της μορφή, τότε μπορούμε – έχει νόημα – να ταξιδέψουμε. Τότε και να μην ταξιδέψουμε, ταξιδεύουμε και το ευχαριστιόμαστε κιόλας. Τότε έχουμε μάτια να δούμε, να αγαπήσουμε, να αλλάξουμε -αλλαγμένοι όντες από αυτόν – τον κόσμο. Έως τότε επανεπικυρώνουμε το γεγονός πως «όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας πηγάζουν από την ανικανότητα του ανθρώπου να καθίσει ήσυχα, σε ένα δωμάτιο, μόνος του» (Μπλέιζ Πασκάλ, Στοχασμοί). Αν δεν μας αρέσει το δωμάτιο, ας προσπαθήσουμε ξεκινώντας από το εκκλησάκι…
Ο Νίκος Τουλαντάς ασχολήθηκε με την ποίηση, τη στιχουργική κι έπειτα κυρίως με την δοκιμιογραφία και αρθρογραφία.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο της Νίκης Ελευθεριάδη.
antifono.gr