Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ο ακραία αντιρώσος Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, σε μια έκλαμψη ρεαλισμού, είχε προτείνει τη δημιουργία ενός γεωπολιτικού σχήματος, το οποίο αποκαλούσε “διευρυμένη Δύση” (extended West). Το σχήμα αυτό θα ήταν η παλιά καλή ευρωατλαντική Δύση, συν τη Ρωσία και στόχος του θα ήταν η απομόνωση της μετεωρικά ανερχόμενης Κίνας.
Η προσέγγιση της Ρωσίας από πλευράς της Δύσης θα λειτουργούσε σαν το αντίστροφο ισοδύναμο του ανοίγματος στη μαοϊκή Κίνα που είχε κάνει το δίδυμο Νίξον-Κίσσινγκερ στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έτσι ώστε να απομονώσουν την τότε Σοβιετική Ένωση. Ο αρχιτέκτονας εκείνου δε του σχεδίου, ο υπέργηρος σήμερα αλλά πάντα με κυνικά διαυγή σκέψη Κίσσινγκερ, έχει επίσης επιχειρηματολογήσει για την ανάγκη προσέγγισης της Ρωσίας και έχει καταγγείλει τον αντιπαραγωγικό αντιρωσισμό που κυριαρχεί στις δυτικές ελίτ.
Είναι πιθανόν πως τη στρατηγική προσέγγισης της Ρωσίας έτσι ώστε να απομονωθεί το Πεκίνο επεδίωκε να εφαρμόσει ο Πρόεδρος Τραμπ στις αρχές της διακυβέρνησής του, κάτι ωστόσο που δεν μπόρεσε να κάνει εξαιτίας των λυσσαλέων αντιδράσεων του ρωσοφοβικού κατεστημένου της Ουάσιγκτον. Έτσι, η πολιτική της “διπλής ανάσχεσης” (double containment) που ακολούθησε και ακολουθεί η Δύση εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας, οδήγησε τα δύο αυτά κράτη το ένα στην αγκαλιά του άλλου.
Δημιούργησε έτσι το πρόπλασμα ενός πρωτοφανών μεγεθών γεωπολιτικού σχήματος στον πλανήτη, που αν όντως προκύψει θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πρώτη υπέρ-υπερδύναμη (hyper Power) στην ιστορία της ανθρωπότητας. Και ενώ λοιπόν φαινόταν πως οδηγούμασταν εκ νέου προς έναν διπολικό κόσμο, ο οποίος θα περιελάμβανε από τη μία πλευρά τη συσπείρωση των ευρασιατικών χερσαίων δυνάμεων και από την άλλη τις ωκεάνιες δυνάμεις της ευρωατλαντικής Δύσης, οι Αγγλοσάξονες αποφάσισαν να λειτουργήσουν μόνοι τους!
Συμμαχία με εθνοφυλετικά κριτήρια
Αντί για μια συσπείρωση της ευρωγενούς Δύσης, έτσι ώστε να προκύψει ένα μέγεθος ικανό να αντιμετωπίσει την ανερχόμενη ισχύ της Ευρασίας, το αγγλοσαξονικό AUKUS, που φαίνεται πως δημιουργήθηκε περισσότερο με ιστορικά και εθνοφυλετικά κριτήρια και λιγότερο ως αποτέλεσμα ρεαλιστικής ανάγνωσης των παγκόσμιων εξελίξεων, προκαλεί αντισυσπείρωση στα όρια της ρήξης.
Πράγματι, το πρώτο θύμα της γεωπολιτικής σύζευξης των κύριων αγγλοσαξονικών κρατών, ήταν οι σχέσεις ΗΠΑ και Γαλλίας, που έφθασαν σε ένα πρωτοφανές “βαρομετρικό χαμηλό”.
Η εξέλιξη αυτή δεν προκαλεί έκπληξη. Είναι αναπόφευκτο ότι όταν δημιουργείς ένα εθνοφυλετικό σχήμα μέσα σε μια ευρύτερη γεωπολιτική ενότητα, τα υπόλοιπα μέρη της ενότητας αυτής θα αντιδράσουν και πιθανώς θα απομακρυνθούν και θα δημιουργήσουν άλλα σχήματα. Ιδιαίτερα αν χάνουν δεκάδες δισ. ευρώ και αυτά τα λεφτά τα χάνουν ενώ πλήττεται ταυτοχρόνως η κρίσιμης σημασίας, όσο και εύθραυστη αμυντική βιομηχανία τους. Άρα, η Δύση, ως ένας από τους δύο παγκόσμιους πόλους στο νέο διεθνές σύστημα, απειλείται με διάλυση, πριν ακόμη ξεκινήσει ο νέος παγκόσμιος ανταγωνισμός.
Και ενώ λοιπόν η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να προκαλέσει διάσπαση στην ενότητα της Δύσης, είναι πιθανόν να ενισχύσει τη γεωστρατηγική σχέση Κίνας-Ρωσίας, εις βάρος των διαρκών και επιμενόντων ανταγωνιστικών στοιχείων στις γεωπολιτικές ταυτότητες των δύο κρατών.
Αυτό αναμένεται να προκύψει από την επικέντρωση στη στρατιωτική διάσταση της αντιπαλότητας ΗΠΑ-Κίνας, που μέχρι τώρα είχε περισσότερο οικονομικά, τεχνολογικά και εμπορικά στοιχεία και ιδιαίτερα εξαιτίας της –σημειολογικής έστω– ενίσχυσης του ρόλου της πυρηνικής ισχύος.
O παράγοντας των πυρηνικών
Κάτι που δεν είναι ίσως ιδιαίτερα γνωστό είναι ότι η Κίνα είχε και έχει ένα πολύ μικρό πυρηνικό οπλοστάσιο για τα μεγέθη της και ένα πολύ μετριοπαθές πυρηνικό δόγμα “μη πρώτης χρήσης” (no first use policy). Δηλαδή, η Κίνα δεσμευόταν ότι θα χρησιμοποιούσε πυρηνικά όπλα, μόνον αν δεχόταν επίθεση με πυρηνικά. Το δε μικρό της οπλοστάσιο είναι ικανό μόνο για περιορισμένα ανταποδοτικά πλήγματα και ποτέ οι Κινέζοι δεν μπήκαν στη λογική της εξασφαλισμένης αμοιβαίας καταστροφής (ΜΑD) με τους αντιπάλους τους.
Αυτή η μετριοπαθής στάση αποτελεί κομμάτι της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, όπου από ένα σημείο και μετά ο μεγάλος και επίφοβος αντίπαλος της Κίνας ήταν η Σοβιετική Ένωση. Οι Κινέζοι, λοιπόν, ανησυχούσαν πως ένα μεγάλο πυρηνικό οπλοστάσιο θα προκαλούσε την έντονη ανησυχία της Ουάσιγκτον και θα τρομοκρατούσε τη Μόσχα και τότε οι δύο αυτές μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις θα μπορούσαν να συνεργαστούν ακόμη και για να προχωρήσουν σε μαζική προληπτική πυρηνική επίθεση κατά της Κίνας, κάτι που, παρεμπιπτόντως, είχε όντως συζητηθεί.
Το αποτέλεσμα είναι πριν από μερικά χρόνια, η Κίνα να διαθέτει μόλις 65 πυρηνικά όπλα ικανά να προσβάλουν το μητροπολιτικό έδαφος των ΗΠΑ (CONUS). Αντιστοίχως, οι ΗΠΑ έχουν πάνω από 2000 ικανά να προσβάλουν το κινεζικό έδαφος. Επιπροσθέτως, μεγάλο μέρος του κινεζικού διηπειρωτικού οπλοστασίου είναι παλαιοί πύραυλοι υγρών καυσίμων DF-5, οι οποίοι και καθυστερούν να ενεργοποιηθούν λόγω της δύσκολης και χρονοβόρας διαδικασίας πλήρωσης με υγρά καύσιμα, άρα είναι επιρρεπείς σε προληπτικά πλήγματα και είναι σε στατικές θέσεις, που μπορούν να στοχοποιηθούν εύκολα από τις ΗΠΑ.
Μάλιστα πριν από μερικά χρόνια είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Foreign Affairs ένα άρθρο που επιχειρηματολογούσε υπέρ της προληπτικής αδρανοποίησης αυτών ακριβώς των κινεζικών πυραύλων με πυρηνικά όπλα μικρής ισχύος και υψηλής ακρίβειας. Βέβαια, η Κίνα από τότε μέχρι σήμερα ενισχύει το στρατηγικό πυρηνικό της οπλοστάσιο με διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους (ICBM) DF-31 και DF-41, στερεών καυσίμων. Αυτοί είναι τοποθετημένοι πάνω σε οχήματα μεταφοράς-ανύψωσης-εκτόξευσης (TEL), καθώς και νέα επαυξημένου βεληνεκούς υποβρύχια με εκτοξευόμενους βαλλιστικούς πυραύλους JL-3 που μπορούν να φθάσουν το μητροπολιτικό έδαφος των ΗΠΑ.
Το Πεκίνο στην αγκαλιά της Μόσχας
Όμως, το πυρηνικό χάσμα (nuclear gap) μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ παραμένει και θα παραμείνει για πολλά χρόνια. Κι αυτό είναι επίφοβο για το Πεκίνο, ιδιαίτερα υπό τις νέες συνθήκες. Όχι μόνο για το σχετικά απίθανο ενδεχόμενο μεγάλης κλίμακας πυρηνικής σύγκρουσης με τις ΗΠΑ, όσο για το ότι το πλεόνασμα αυτό πυρηνικής ισχύος από πλευράς των Αμερικανών μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο εξαναγκασμού (coercion) στο πλαίσιο αντιπαραθέσεων χαμηλότερης κλίμακας. Με άλλα λόγια για να αναγκάσουν το Πεκίνο να υποκύψει στις αμερικανικές διαθέσεις. Έτσι λοιπόν, η Κίνα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ την κάλυψη από την ρωσική πυρηνική ομπρέλα.
Βέβαια, η Μόσχα, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα ήταν πρόθυμη να προσφέρει την κάλυψη αυτή. Όμως, οι συνθήκες εδώ και αρκετά χρόνια δεν είναι φυσιολογικές. Η αποκομμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη Ρωσία έχει ωθηθεί προς την αγκαλιά της Κίνας και τώρα προκύπτει η ευκαιρία να ενισχύσει τη θέση της έναντι της Κίνας στην “ανταγωνιστική συνεργασία” που έχει μαζί της, χάρη στο πλεονέκτημα του μεγάλου πυρηνικού οπλοστασίου της.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, αν και είναι πολύ νωρίς για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα, η κίνηση αυτή των ΗΠΑ και των “ξαδελφών” της, απειλεί να δημιουργήσει μια αγγλοσαξονική γεωπολιτική σέχτα μέσα στη Δύση, υπονομεύοντας την ενότητά της. Κι αυτό, την ίδια στιγμή που ενδέχεται να ωθήσει σε ακόμη πιο στενή συνεργασία τη Ρωσία με την Κίνα, φέρνοντας ένα βήμα πιο κοντά την πιθανότητα υλοποίησης της πρώτης hyper Power στην ιστορία του κόσμου. Αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο, τότε δεν μπορείς να τη χαρακτηρίσεις και ως την πιο σοφή κίνηση στη νέα παγκόσμια σκακιέρα…