Ο μέχρι χθες σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Τραμπ, ο πολυσυζητημένος απόστρατος στρατηγός Μάικλ Φλιν, παραιτήθηκε και η παραίτησή του έγινε, αμέσως, αποδεκτή. Παραιτήθηκε, διότι ανησυχούσε πώς ο Τραμπ θα τον εκδίωκε με κακό τρόπο από τη θέση του.
Πρόκειται για τον απόστρατο στρατηγό που έκανε λόμπινγκ υπέρ της Τουρκίας στις ΗΠΑ.
Ο Μάικλ Φλιν διετέλεσε υψηλόβαθμο στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών του αμερικανικού στρατού στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, και αναλυτές στις ΗΠΑ θεωρούν αφελή την εκδοχή ότι παραιτήθηκε επειδή υπεκλάπησαν οι συνομιλίες που είχε με Ρώσους αξιωματούχους στην Ουάσιγκτον. Άλλωστε είναι από τα πρόσωπα που γνωρίζουν καλύτερα από όλους αυτές τις πρακτικές. Ήξερε καλά ότι η συνομιλία του καταγράφεται, όπως και κάθε συνομιλία στην Ουάσιγκτον με Ρώσους αξιωματούχους. Κάτι άλλο συμβαίνει με την παραίτησή του. Το τι ακριβώς, επιχειρεί να μας το εξηγήσει ο γνωστός Αμερικανός γεωπολιτικός αναλυτής Τζορτζ Φρίντμαν.
Από το κείμενό προκύπτει ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία, κυρίως, και τη Μέση Ανατολή αρχίζει να διαμορφώνει μερικά σαφή χαρακτηριστικά. Όπως σημειώνει, ο Μάικλ Φλιν θεωρούσε πως μοναδικός αντίπαλος των ΗΠΑ είναι οι ισλαμιστές. Σε αντίθεση με το δίδυμο Μάτις και Τίλερσον, υπουργών Άμυνας και Εξωτερικών αντίστοιχα, που θεωρούν κύριο αντίπαλο και τη Ρωσία. Μετά την απομάκρυνση του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, η δική τους πολιτική είναι αυτή που αναμένεται να επικρατήσει.
Ακολουθεί το άρθρο του Τζορτζ Φρίντμαν, το οποίο δημοσιεύθηκε στο geopoliticalfutures.com:
Λείπει κάτι [σ.σ. στην υπόθεση Φλιν]. Δεν το κάνω για να υπερασπιστώ τον Φλιν. Απλώς, κάτι λείπει. Υπάρχουν δύο πράγματα που δεν είναι κατανοητά. Το πρώτο είναι ότι Φλιν ήταν ένας αξιωματούχος των μυστικών υπηρεσιών στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, και σε ένα σημείο ήταν ο επικεφαλής της DIA (Υπηρεσία Πληροφοριών Άμυνας).
O Φλιν γνωρίζει από Μυστικές Υπηρεσίες. Είναι παρατραβηγμένο να πιστεύουμε ότι ο Φλιν θα μπορούσε να βρεθεί σε θέση να εκβιάζεται από τους Ρώσους. Με κανέναν τρόπο δεν πίστευε ότι τα τηλεφωνήματα που είχε με τους εκπροσώπους της Ρωσίας ή κάποιας άλλης κυβέρνησης δεν παρακολουθούνταν. Υπάρχει κάτι το μυστηριώδες σε αυτό, ακόμα δεν έχει διευκρινιστεί τι ακριβώς συνέβη.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το να μιλήσεις με το Ρώσο πρέσβη από μόνο του δεν είναι λόγος απόλυσης ή παραίτησης.
Σύμφωνα με το νόμο Logan, που χρονολογείται από το 1979, είναι παράνομο για κάποιον που δεν συμμετέχει στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να διεξάγει διαπραγματεύσεις για θέματα εξωτερικής πολιτικής με μια ξένη δύναμη για λογαριασμό των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, κανείς δεν έχει ποτέ διωχθεί βάσει του νόμου Logan. Με ή χωρίς το συγκεκριμένο νόμο, ιδιώτες συνεχώς συνομιλούν με ξένους αξιωματούχους. Συχνά, η συζήτηση έχει κάποια ουσία που θα μπορούσε να μεταφερθεί σε έναν κυβερνητικό αξιωματούχο. Θα μπορούσε να είναι ένα πήγαινε-έλα μη εξουσιοδοτημένων προσώπων, αλλά, ουσιαστικά να διαπραγματεύονται.
Το θέμα εδώ, όπως δημοσιοποιήθηκε, δεν είναι κατ’ ανάγκη ότι ο Φλιν είχε επαφή με το Ρώσο πρεσβευτή. Είναι ότι δεν παρουσίασε με ακρίβεια το περιεχόμενο της συνομιλίας τους.
Σκεφτείτε το εξής: Όποιος παίρνει τη θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας γνωρίζει πολλούς επισήμους ξένων πρεσβειών. Το απαιτεί η δουλειά του. Πριν από τις εκλογές είναι απλά ένας ιδιώτης, ελεύθερος όπως οποιοσδήποτε άλλος να μιλήσει με ξένους αξιωματούχους εντός των ορίων του νόμου Logan, ο οποίος ποτέ δεν επιβάλλεται, και ευρέως παραβιάζεται.
Μετά τις εκλογές ο εκλεγμένος πρόεδρος δεν είναι ακόμη πρόεδρος και δεν μπορεί να μιλήσει εκ μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ούτε μπορεί να ανακοινώσει τους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Αλλά υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του να διαπραγματεύεσαι για λογαριασμό της κυβέρνησης, και του να ανοίγεις διαύλους με ξένες χώρες, εν αναμονή του να γίνεις μέλος της κυβέρνησης. Η ιδέα ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει καμιά απολύτως επαφή θα σήμαινε ότι ο νέος πρόεδρος θα μπορούσε να αρχίσει από το μηδέν παρά να συνεχίσει μια ήδη υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων.
(Φωτ.: EPA / Justin Lane)
Υπάρχει ένα διάσημο αλλά όχι πλήρως επιβεβαιωμένο παράδειγμα. Το 1980, κατά τη διάρκεια της κρίσης των ομήρων στο Ιράν, οι εκπρόσωποι του Ρόναλντ Ρίγκαν έκαναν επαφή με την ιρανική κυβέρνηση για να συζητήσουν το χρονοδιάγραμμα της απελευθέρωσής τους.
Επαφές υποτίθεται ότι έγιναν πριν και μετά τις εκλογές εκείνου του έτους. Αυτό που αποκαλύφθηκε σε αυτές τις συζητήσεις αμφισβητείται αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι συνομιλίες συνέβησαν. Εκτός από αυτό, θα ήταν συγκλονιστικό για μια εισερχόμενη ομάδα να μην έχει άτυπες συζητήσεις με τους συμμάχους και τους κύριους αντιπάλους. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό, βέβαια, ότι οι συνομιλητές δεν γίνονται εκ μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ και διεξάγονται χωρίς δεσμεύσεις.
Ως εκ τούτου, θα περίμενα ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας να έχει συνομιλίες από τη στιγμή που ο διορισμός του ανακοινώθηκε, και να δώσει κάποια ένδειξη για την κατεύθυνση προς την οποία η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να πάει. Σύμμαχοι όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς θα περίμεναν να έχουν μια αίσθηση της σκέψης του εκλεγέντος προέδρου.
Η περίπτωση Φλιν είναι, προφανώς, διαφορετική, κυρίως γιατί ο Τραμπ απέσυρε την υποστήριξή του από αυτόν. Αυτό δεν είναι το στυλ του προέδρου.
Ο λόγος γι’ αυτήν την προεδρική συμπεριφορά είναι το μέρος που μου λείπει και το πράγμα που το καθιστά περισσότερο από ένα μικρό σκάνδαλο της Ουάσιγκτον. Ό,τι και να έκανε ο Φλιν φαίνεται ότι οι ενέργειές του πήγαν πολύ πέρα από τους κανόνες.
Ο Φλιν είχε τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Ρώσο πρέσβη. Είναι πιθανό ότι οι κυρώσεις συζητήθηκαν. Σε οποιαδήποτε συζήτηση με έναν σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ το θέμα αυτό θα το έθετε ως θέμα συζήτησης ο Ρώσος πρέσβης. Οι δυο τους τάχα είχαν αρκετές τηλεφωνικές συνομιλίες την ίδια ημέρα, γεγονός που καθιστά την υπόθεση κάπως πιο άβολη, απλώς και μόνο επειδή ο λόγος του να έχεις περισσότερες από μία συνομιλίες ήταν, και για τις δύο πλευρές, για να συμβουλευτούν τους ανώτερους τους. Και αυτό οδηγεί σε κάτι ουσιαστικό, πέρα από το να ανοίγεις, απλώς, πόρτες. Αλλά και αυτό δεν είναι αρκετό για να προκαλέσει αυτού του είδους την κρίση. Όπως και με τους ανθρώπους του Ρίγκαν, η ουσία είναι, μερικές φορές, το να συζητάς.
Στην προσπάθεια να καταλάβουμε τι έχει συμβεί, θα πρέπει να εξετάσουμε κυρίως πού εστίαζε ο Φλιν.
Ο Φλιν ήταν επικεφαλής της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στο Αφγανιστάν. Στην DIA, και σε ένα βιβλίο που εξέδωσε, εξέφραζε τις ανησυχίες του.
Ο Ντόναλντ ανέφερε ότι βασικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής ήταν να συντρίψει το Ισλαμικό Κράτος. Ήταν επίσης σαφές ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω ενός συνασπισμού, και ο Φλιν υποστήριζε ότι η ρωσική συμμετοχή στον πόλεμο κατά του ΙΚ θα είναι ευεργετική. Οι Ρώσοι έχουν τα δικά τους προβλήματα με τους τζιχαντιστές, έτσι, στο μυαλό του Φλιν υπήρχε ένας διχασμός. Προκύπτει, λοιπόν, ότι το ελάχιστο που θα ζητούσε η Ρωσία για να συμμετάσχει στον πόλεμο ήταν η άρση των κυρώσεων και κατά πάσα πιθανότητα παραχωρήσεις στην Ουκρανία.
(Φωτ.: EPA / Yoan Valat)
Όταν ο Φλιν επισκέφθηκε τη Μόσχα και συναντήθηκε με τον Βλαντιμίρ Πούτιν πριν από δύο χρόνια είναι πιθανό ότι ως απλός πολίτης εξέφρασε αυτές τις απόψεις. Ο Φλιν δεν υπήρχε λόγος να δωροδοκηθεί από τους Ρώσους, όπως πιστεύουν ορισμένοι αναλυτές. Μια αμερικανο-ρωσική συμμαχία που εργάζεται μαζί για να συντρίψει το ΙΚ, και ίσως ακόμη και τους Ταλιμπάν, είχε ήδη διαμορφωθεί στο μυαλό του.
Είδε τους πολέμους κατά των ισλαμιστών ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ήξερε ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται βοήθεια. Θεωρούσε μικρό το τίμημα της άρσης των κυρώσεων και, ακόμη, μερικές παραχωρήσεις για την Ουκρανία.
Η διοίκηση Τραμπ είναι χωρισμένη στα δύο. Ο υπουργός Άμυνας Μάτις και ο υπουργός Εξωτερικών Τίλερσον υποστηρίζουν τη συνέχιση των κυρώσεων, μάλιστα, ο Μάτις θεωρεί τη Ρωσία ως βασικό αντίπαλο.
Με άλλα λόγια, δύο διαφορετικές εξωτερικές πολιτικές εκπέμπονται από την κυβέρνηση Τραμπ. Η μια συνεχίζει τη στρατηγική του Μπαράκ Ομπάμα, που θεωρεί ότι υπάρχουν δύο κύριοι αντίπαλοι, και η άλλη, η πολιτική του Φλιν, του ενός κύριου αντιπάλου, που είναι το ισλάμ.
Αναμφίβολα, ο Φλιν διέρρεε αυτό στη Μόσχα χρόνια πριν. Όταν διορίστηκε σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, η συζήτηση άρχισε στα σοβαρά. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι αγοράστηκε από τους Ρώσους, αλλά μάλλον ότι στην επιμονή του για την αντιμετώπιση του ΙΚ δεν κατάφερε να γνωστοποιήσει στη δική του ομάδα το τι ακριβώς συζητούσε με τους Ρώσους.
Αυτό είναι πολύ πιο πιθανό από το ότι έχει κάνει κάποιο μυστικό διακανονισμό με τη Μόσχα, γιατί αν τον έκανε οι Ρώσοι δεν θα τον άφηναν να προβεί σε πολλαπλές τηλεφωνικές κλήσεις σε μία μέρα. Ήταν πολύ πολύτιμος για να τον κάψουν.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον (φωτ.: EPA / Sergei Ilnitsky)
Η εικασία μου είναι ότι νόμιζε ότι είχε το πράσινο φως για το θέμα αυτό, ή απλά να σκέφτηκε ότι ως σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας η δουλειά του ήταν να κάνει στρατηγική. Όταν ο Μάτις και ο Τίλερσον το πήραν χαμπάρι –διότι όλες οι κλήσεις προς Ρώσους αξιωματούχους στην Ουάσιγκτον υποκλέπτονται–, τον μπλόκαραν.
Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι ότι μίλησε με τους Ρώσους ή επισκέφτηκε τη Μόσχα. Δεν υπήρξε καμία μυστική συμφωνία. Αντίθετα, το πρόβλημα ήταν ότι προσπάθησε να εκτελέσει μια ριζική αλλαγή στη στρατηγική, που ερχόταν σε αντίθεση με τους ανώτερους αξιωματούχους. Όταν άκουσαν το τι είχε κάνει ο Φλιν, έγιναν «βαλλιστικοί πύραυλοι».
Για να το θέσω αλλιώς, ο Τραμπ κλείνει μια προσπάθεια του Φλιν να φέρει τους Ρώσους στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους. Και ο Πούτιν δεν κατάφερε να αποφύγει τις κυρώσεις.
Σχόλια-Μετάφραση: Παντελής Σαββίδης.