του Γιάννη Μαγκριώτη, π. Υφυπουργού Εξωτερικών, Υποψηφίου Βουλευτή Α! Θεσσαλονίκης του ΠΑΣΟΚ
Η Τουρκία, είναι, μια από τις πιο σεισμογενείς χώρες του κόσμου. Στα εδάφη της υπάρχουν δύο μεγάλα σεισμικά ρήγματα, αυτό που προκάλεσε τον δίδυμο σεισμό των 7,8 και 7,6 ρίχτερ της 6ης Φεβρουαρίου 2023, της ανατολικής Ανατολίας και το δεύτερο της Βόρειας Ανατολίας, που προκάλεσε τον εξίσου φονικό και καταστροφικό σεισμό στις 16 Αυγούστου του 1999.
Οι δεκάδες χιλιάδες ζωές που χάθηκαν, και οι μεγάλες καταστροφές σε δημόσιες και ιδιωτικές υποδομές, δημιούργησαν τεράστια ψυχολογικά και οικονομικά προβλήματα στην τουρκική κοινωνία και στην Τουρκία.
Σε 108 δις δολάρια υπολόγισε ο Πρόεδρος της Τουρκίας, το ποσό που άμεσα χρειάζεται η Τουρκία, για να αποκαταστήσει τις δημόσιες και τις ιδιωτικές υποδομές, που φυσικά δεν το διαθέτει.
Ο Ερντογάν γνωρίζει, πως μόνο η Δύση μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά, γιαυτό μαζί με την αναστολή κάθε επιθετικής ενέργειας προς τις γειτονικές χώρες, ξεκίνησε την προσπάθεια για να περιορίσει τις τριβές με την Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ.
Το ξαφνικό φλερτ προς την Ελλάδα, δημιούργημα και της άμεσης βοήθειας που έστειλε η χώρα μας, από την πρώτη ημέρα των σεισμών, είναι η το ένα βήμα, το άλλο είναι η επικύρωση της ένταξης της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, από το Τουρκικό Κοινοβούλιο.
Βέβαιο, επίσης θεωρείται ότι, στην κλειστή συνάντηση των τεσσάρων ωρών, του Υπουργού Εξωτερικών τών ΗΠΑ με τον Τούρκο Πρόεδρο, συμφωνήθηκε και η επικύρωση της ένταξης της Σουηδίας, μετά τις εκλογές, με αντάλλαγμα, ίσως, την πώληση των F16.
Το ερώτημα που υπάρχει στην χώρα μας είναι: Θα έχει συνέχεια το φλερτ των δύο χωρών ή η τουρκική πλευρά, ανεξάρτητα ποιος θα εκλεγεί στις 14 του Μάη, θα το διακόψει;
Όλοι καταλαβαίνουμε ότι, η απάντηση στο ερώτημα αυτό, σε μεγάλο βαθμό, βρίσκεται στην απάντηση ενός άλλου ερωτήματος: Η Τουρκία θα ακυρώσει ή θα αναβάλλει τον βασικό στόχο της τελευταίας δεκαετίας, να γίνει αποδεκτή ως περιφερειακή Υπερδύναμη, γεγονός που συνεπάγεται σημαντική αυτονομία κινήσεων και επιλογών, στα πλαίσια τόσο του ΝΑΤΟ, όσο και των νέων γεωστρατηγικών ισορροπιών, και την απόκτηση ενός ζωτικού χώρου επιρροής στην ευρύτερη περίμετρό της, δηλαδή στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας;
Επειδή όμως το πιο πιθανό είναι ότι, η Τουρκία, όταν ξεπεράσει το βάρος του καταστροφικού σεισμού, θα επανέλθει στην διεκδίκηση του στόχου της, είναι καλό η χώρα μας, να επεξεργαστεί, τώρα τουλάχιστον, μια νέα εθνική στρατηγική.
Στην χώρα μας πρέπει να αποφασίσουμε, αν θα συνεχίσουμε την στρατηγική “του βλέποντας και κάνοντας”, που αποκαλύπτει φοβικότητα και αφήνει τις πρωτοβουλίες στην άλλη πλευρά, με αποτέλεσμα ο ένας κύκλος της έντασης να διαδέχεται τον άλλο, όπως και το ένα πανάκριβο εξοπλιστικό πρόγραμμα το άλλο, με κίνδυνο ακόμη και την στρατιωτική σύγκρουση ή θα επενδύσουμε στην στρατηγική του διαλόγου και των περιορισμού των εντάσεων, με στόχο την δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης, ανάμεσα στις δύο χώρες, βασική προϋπόθεση για την ειρηνική και διπλωματική επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, όπως και του Κυπριακού προβλήματος;
Σε μια τέτοια στρατηγική η απαίτησή μας, από τους εταίρους και συμμάχους μας στην ΕΕ, το ΝΑΤΟ και την Ουάσιγκτον, θα πρέπει να είναι η διαρκής και ισχυρή πίεση προς την Τουρκία, να δεχτεί τον ουσιαστικό διάλογο με την Ελλάδα, όπως και την αξιοποίηση των διεθνών δικαστηρίων, για την επίλυση των προβλημάτων.
Υπάρχουν τρεις θετικές προϋποθέσεις αυτήν την περίοδο και η ευκαιρία δεν πρέπει να χαθεί.
Η πρώτη είναι, το μεγάλο εσωτερικό τραύμα της Τουρκίας, η επούλωση του οποίου χρειάζεται την δυτική συνδρομή. Η δεύτερη είναι η μεγάλη ανάγκη των ΗΠΑ και της ΕΕ να κλείσουν τα μέτωπα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και την ανατολική Μεσόγειο, ενόψει των νέων γεωπολιτικών συγκρούσεων που άρχισαν με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Και η τρίτη, οι νέοι ενεργειακοί σχεδιασμοί της ΕΕ και των ΗΠΑ, μετά την απόφασή τους για την πλήρη απεξάρτηση από την Ρωσία, δίνουν σημαντικά πλεονεκτήματα στην ανατολική Μεσόγειο, τα οποία πρέπει να αξιοποιηθούν.
Μετά τους σεισμούς του 1999 σε Τουρκία και Ελλάδα, η διπλωματία των σεισμών έφερε ήρεμα νερά στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, βοήθησε την ανάπτυξη και των δύο χωρών και φυσικά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και το ευρώ, την πιο μεγάλη εθνική επιτυχία, εδώ και πολλές δεκαετίες.
Σήμερα, ίσως είναι ευνοϊκότερες οι συνθήκες, θα ήταν μεγάλο εθνικό λάθος, αν δεν τις αξιοποιήσουμε.