του Γιάννη Μαγκριώτη*
Όi πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης έκαναν πρόωρες εκλογές, όταν ήξεραν, ότι θα τις κερδίσουν.
Αντιθέτως, όταν έπεφταν κάτω από την καμπύλη της εκλογικής νίκης, δηλαδή τους προλάβαινε η φθορά της κυβέρνησής τους, τότε εξαντλούσαν την τετραετία, είτε ελπίζοντας στην βελτίωση της θέσης τους, είτε για να “χαρούν”, μέχρι και την τελευταία ημέρα την εξουσία και ό,τι σημαίνει αυτό στην χώρα μας.
Ο σημερινός Πρωθυπουργός, επαναλαμβάνει μονότονα ότι: είναι θεσμικός και, πιστεύει στην ολοκλήρωση της συνταγματικής τετραετίας.
Φυσικά, η στάση του, μόλις εκλέχτηκε Πρόεδρος της ΝΔ, τον διαψεύδει, αφού ζήτησε εκλογές.
Όμως, δεν είναι λίγες οι διαψεύσεις και στην κυβερνητική του θητεία.
Ξεκινώντας από την αλλαγή του εκλογικού νόμου, για τον οποίο, μέχρι και την Άνοιξη του 2022, σκεφτόταν φωναχτά και νέα αλλαγή, για να τον κάνει ακόμη πιο πλειοψηφικό, όταν η δημοσκοπική του κάμψη, δεν του εξασφάλιζε αυτοδυναμία. Τελικά εγκατέλειψε την προσπάθεια, όταν διαπίστωσε ότι, θα είχε μεγαλύτερες απώλειες, εάν τον άλλαζε, αφού θα έδειχνε ηττοπάθεια.
Το παράδειγμα του νόμου για την ψήφο των ομογενών είναι ακόμη πιο χαρακτηριστικό, αφού όταν διαπίστωσε ότι οι υποχωρήσεις που έκανε προς την αντιπολίτευση, για να συγκεντρώσει τους 200 ψήφους, που απαιτεί το Σύνταγμα, για να ψηφιστεί ο σχετικός νόμος, δεν θα φέρουν στην κάλπη πολλούς ομογενείς, που θεωρούσε ότι θα τον ψήφιζαν, προσπάθησε να τον αλλάξει, αφού πρώτα άλλαξε τον υπουργό Εσωτερικών, όμως αυτή την φορά δεν συγκέντρωσε τους 200 ψήφους.
Δυο νόμοι, προϊόντα της αρχικής αισιοδοξίας του Πρωθυπουργού, που θα αποδεικνύονταν αναποτελεσματικοί για τον στόχο της επανεκλογής του, ήταν αρκετοί για να αλλάξει αιφνιδιαστικά τον αρμόδιο υπουργό, τον πιο στενό του συνεργάτη μέχρι τότε, χωρίς εξήγηση, για να τον επαναφέρει σύντομα στην κυβέρνηση, πάλι χωρίς εξήγηση.
Δυστυχώς για τον Πρωθυπουργό, ο νέος υπουργός δεν μπόρεσε να αλλάξει τους δύο νόμους, θα πρέπει όμως να βρει συνταγματικά αποδεκτή λύση στον νόμο του προκατόχου του για την Αυτοδιοίκηση, που έκρινε αντισυνταγματικό το ΣτΕ.
Όσον αφορά τον χρόνο των εκλογών, ο Πρωθυπουργός είχε με πολλούς τρόπους, όπως και πολλά κυβερνητικά στελέχη, καταστήσει σαφές ότι ήταν έτοιμος να κάνει εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2021, όταν οι δημοσκοπήσεις στο τέλος της Άνοιξης, του έδιναν οριακή αυτοδυναμία, όμως τελικά τον φόβισε η αναμενόμενη έξαρση της πανδημίας και ο θυμός του κόσμου για τις καταστροφές του Καλοκαιριού από τις φωτιές και δεν προκήρυξε εκλογές.
Η πρόθεσή του, για την προκήρυξη εκλογών, τον Σεπτέμβριο του 2022, ήταν ακόμη πιο σαφής, όμως και πάλι δεν το έκανε, γιατί οι δημοσκοπήσεις πλέον έδειχναν ότι έχει χάσει την προοπτική της αυτοδυναμίας και στις δεύτερες εκλογές με το δικό του πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα.
Στα εγκαίνια της ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο πρόβαλε δύο λόγους για την μη προσφυγή στις κάλπες:
1. Δεν ήθελε να αφήσει την χώρα για 40 ημέρες με υπηρεσιακή κυβέρνηση, απέναντι στον επιθετικό Ερντογάν.
2. Είναι θέμα αρχών για αυτόν η εξάντληση της τετραετίας, σε αντίθεση με τους Πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης, με πρώτο φυσικά τον αείμνηστου Κωνσταντίνο Καραμανλή, που παρά το 54% του Νοέμβρη του 1974, προκήρυξε πρόωρες εκλογές το 1977, όταν άρχισε να νιώθει την ανάσα του Ανδρέα Παπανδρέου.
Και τώρα, ξαφνικά όλοι διαπιστώνουν ότι μπορεί να κάνει τις εκλογές, στην χειρότερη στιγμή, δηλαδή, ταυτόχρονα με τις εκλογές στην Τουρκία. Βλέποντας και τις δημοσκοπήσεις σε Ελλάδα και Τουρκία, διαπιστώνουμε ότι, έχουν κάτι κοινό οι δυο ηγέτες: Την θετική αποδοχή στην εξωτερική πολιτική που ασκούν, και την αρνητική εκτίμηση στην οικονομική και κοινωνική πολιτική τους.
Μήπως λοιπόν βολεύει αυτή η επιλογή του Έλληνα Πρωθυπουργού, αφού ο Ερντογάν θα παίζει το κεφάλι του εκείνες τις ημέρες και θα κορυφώσει τις επιθέσεις απέναντι στην Ελλάδα;
Μήπως δηλαδή η έξαρση της έντασης και ο πιθανός φόβος του κόσμου για μια επερχόμενη στρατιωτική σύγκρουση τον ευνοεί εκλογικά;
Και αν, έτσι λογικά περιμένουμε να εξελιχθούν τα γεγονότα, τότε γιατί φιλικά ΜΜΜ προς την κυβέρνηση, μαζί με κυβερνητικούς αξιωματούχους, το πάνε πιο πέρα και μιλούν, είτε ευθέως είτε εμμέσως, για μια πρωτοβουλία σε θέματα εθνικού ενδιαφέροντος, όπως η απόφαση για την επέκταση των χωρικών υδάτων μας στα 12 μίλια Νότια της Κρήτης, ακυρώνοντας έτσι, ακόμη μια φορά, το Τουρκολυβικό Μνημόνιο, πού υπογράφτηκε κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας, το οποίο το έχουμε ακυρώσει δύο τουλάχιστον φορές, κατά την κυβέρνηση;
Βεβαίως, η επέκταση στα 12 μίλια των χωρικών μας υδάτων είναι αναφαίρετο δικαίωμα της χώρας, όπως έχει ψηφίσει και η βουλή των Ελλήνων το 1995, με την σημείωση ότι: θα το πράξει η χώρα μας, όταν εκτιμήσει ότι είναι κατάλληλες οι συνθήκες και όλες οι κυβερνήσεις μέχρι και σήμερα, επιβεβαιώνουν αυτή την θέση.
Ετούτη η συγκυρία και μάλιστα παραμονές εκλογών στις δύο χώρες, είναι “οι κατάλληλες συνθήκες”;
Δεν θέλω να πιστεύω ότι, η ηγεσία της κυβέρνησης ή έστω κυβερνητικά στελέχη, το σκέφτονται σοβαρά.
Μια τέτοια απόφαση, πέρα από την εσωτερική συνεννόηση και τον κατάλληλο χρόνο, όλοι ξέρουν ότι, χρειάζεται και την αποδοχή και υποστήριξη από την Ουάσιγκτον και τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες. Υπάρχουν, εκτός από το ακατάλληλο του προεκλογικού χρόνου, οι προϋποθέσεις αυτές;
Μήπως η αγωνία, μπροστά στην απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας, γεννά παραλογισμούς;
*Ο Γιάννης Μαγκριωτης διετέλεσε Υφυπουργός Εξωτερικών