του Γιάννη Μαγκριώτη*
Μέσα σε 48 ώρες η Τουρκία δέχτηκε δυο καταδίκες από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για την Αμμόχωστο και, από την ΟΥΝΕΣΚΟ για την Αγία Σοφία.
Δυο φορές απάντησε με το επιχείρημα του κατακτητή:
- “Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέκτησε την Κωνσταντινούπολη, συνεπώς η Τουρκία σήμερα έχει κάθε δικαίωμα σε ότι υπάρχει στην πόλη”. Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία, για τα πιστεύω του o Τούρκος πρόεδρος, δήλωσε: “Η Αγία Σοφία, είναι σύμβολο του Τουρκικού πολιτισμού”, ναι την αποκαλεί “Αγία Σοφία” και δηλώνει ότι είναι μνημείο του Τουρκικού πολιτισμού.
- “Η Αμμόχωστος κατακτήθηκε από τον Τουρκικό στρατό και ανήκει στην Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”.
Δηλαδή, με το δίκαιο του κατακτητή, δικαιολόγησε ο Ερντογάν την καταπάτηση του διεθνούς δικαίου, σε Αμμόχωστο και Αγία Σοφία.
Αλήθεια, η διεθνής κοινότητα πιστεύει ότι, ο Ερντογάν θα αποδεχθεί το διεθνές δίκαιο, μόνο με ανακοινώσεις;
Ελληνική και Κυπριακή κυβέρνηση, πιστεύουν ότι, μπορούν να συνεχίσουν τον διάλογο με τον Ερντογάν, όταν αυτός θεωρεί διεθνές δίκαιο, ότι μπορεί να κατακτήσει;
Αν παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις, από τον περσινό Οκτώβρη μέχρι σήμερα, θα καταλάβουμε εύκολα την στρατηγική και την τακτική του Ερντογάν. Θα δούμε ότι, κάνει τακτικές υποχωρήσεις, για να δώσει άλλοθι σε ορισμένες χώρες, να δικαιολογούν την άρνησή τους να επιβάλλουν αποτελεσματικές κυρώσεις στην Τουρκία, και στην συνέχεια, όταν έχει εκτονώσει την διεθνή πίεση, κάνει επιθετικά στρατηγικά βήματα, όπως οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις του τελευταία, για την λήξη της ισχύος των ψηφισμάτων ΣΑ του ΟΗΕ για ενιαίο κράτος στην Κύπρο, με διζωνική-δικοινοτική δομή, και αντί για το πέρασμα της Αμμοχώστου στην εποπτεία του ΟΗΕ, με επιστροφή των νόμιμων κατοίκων του, την παράδοση ενός τμήματός της στην Τουρκοκυπριακή διοίκηση.
Την τακτική αυτή θα την δούμε, αν παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις από την Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, τον Οκτώβρη του 2020, μέχρι σήμερα. Πέρσι τον Οκτώβρη αποφασίστηκε να επιβληθούν κυρώσεις στην Τουρκία, αν μέχρι την επόμενη Σύνοδο Κορυφής τον Δεκέμβρη του ιδίου έτους, δεν σταματήσει τις επιθετικές δηλώσεις εναντίον της Κύπρου και της Ελλάδας και την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των δύο χωρών. Τον Δεκέμβρη η ΕΕ αποφάσισε να προτείνει στην Τουρκία, ως αντάλλαγμα στην συμμόρφωσή της με το διεθνές δίκαιο, την θετική ατζέντα, που ζητούσε η Τουρκία και ταυτόχρονα δήλωνε, ότι περιμένουν να δουν και την στρατηγική απέναντι στην Τουρκία του νέου Αμερικανού προέδρου Μπάιντεν. Ο Μπαίντεν έδειξε την αυστηρή πολιτική που θα ακολουθήσει απέναντι στην Άγκυρα, όμως τον Μάρτιο, οι ηγέτες της ΕΕ, έδωσαν εντολή στην Κομισιόν να ετοιμάσει την θετική ατζέντα και, τον Ιούνιο, αφού είχαν προηγηθεί δυο συναντήσεις των Υπουργών Εξωτερικών των δυο χωρών, επεισοδιακή η πρώτη, τελείως διαφορετική η δεύτερη, έγινε και μια συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, η ΕΕ αναγνώρισε ως εποικοδομητική την πολιτική της Τουρκίας και αποφάσισε να της δώσουν 3,5 δις. Ευρώ για την επανενεργοποίηση της δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας, για το μεταναστευτικό-προσφυγικό, και την θετική ατζέντα να την ξαναδούν στην Σύνοδο Κορυφής του ερχόμενου Οκτωβρίου.
Ο κύκλος αυτός επαναλαμβάνεται και θα επαναλαμβάνεται συνεχώς, με την Ελλάδα και την Κύπρο να καταγράφουν διπλωματικές απώλειες, και την Τουρκία να δημιουργεί κεκτημένα. Ο προηγούμενος κύκλος περιείχε την αναστολή των ερευνών, των δύο χωρών, για τον εντοπισμό και την εξόρυξη υδρογονανθράκων, όπως και το άδοξο τέλος, ουσιαστικά, του EastMed.
Τώρα πρέπει να έχει συνέπειες ο Ερντογάν για την συμπεριφορά του κατακτητή, γιατί διαφορετικά ενισχύεται η πεποίθησή του ότι, μπορεί να συνεχίσει τις κατακτήσεις, εις βάρος του Ελληνισμού.
Τα μέτρα πρέπει να απαιτηθούν από την διεθνή κοινότητα, όμως πρέπει μέτρα να πάρει και η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν μπορεί η Ελλάδα να πάει πάλι σε διάλογο με την Τουρκία, ούτε η Κυπριακή Δημοκρατία στην «Άτυπη πενταμερή», εάν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις της Άγκυρας, αλλά και ανακλήσεις των πρόσφατων αποφάσεών της. Η Κυπριακή Δημοκρατία, δεν μπορεί να συνεχίσει να προσφέρει στον κύριο Τατάρ και τους αξιωματούχους του, τα προνόμια πολιτών χώρας μέλους της ΕΕ, και αυτοί να μην αναγνωρίζουν την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Μια ανάλογη στρατηγική θα ενοχλήσει κάποιους εταίρους μας, θα τους βάλει όμως και μπροστά στις μεγάλες ευθύνες τους.
Εντάξει, εμείς τα Ραφάλ τα αγοράσαμε, φρεγάτες θα πάρουμε, περισσότερους από τους μισούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης θα τους δώσουμε για να αγοράσουμε από αυτούς εξοπλισμό για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, αυτοί κάτι δεν πρέπει να κάνουν απέναντι στην Τουρκία;
*Ο Γιάννης Μαγκριώτης διετέλεσε υφυπουργός εξωτερικών