Μωυσής Σιδηρόπουλος
Καθηγητής
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου
Τις τελευταίες εβδομάδες, τα ευρωπαϊκά βλέμματα είναι στραμμένα στη Γαλλία. Οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές στη χώρα (στις 7 Ιουνίου 2024) έφεραν μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές ανατροπές στη σύγχρονη ιστορία της, με τη θριαμβευτική νίκη της Αριστεράς και της Δημοκρατίας έναντι της Ακροδεξιάς. Για άλλη μια φορά, το δημοκρατικό «τείχος προστασίας» εμπόδισε την άνοδο της Ακροδεξιάς στην εξουσία. Έτσι αποτράπηκε ο κίνδυνος το αντιευρωπαϊκό και ρατσιστικό κόμμα της Μαρίν Λεπέν να ωθήσει τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης από το επίκεντρο στο περιθώριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, παρά το άνευ προηγουμένου αποτέλεσμα των εκλογών, που έφεραν την αριστερή συμμαχία στην πρώτη θέση με περισσότερες από 190 έδρες, η Εθνοσυνέλευση παρέμεινε κατακερματισμένη. Κανένα πολιτικό μπλοκ δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία των 289 εδρών, αφήνοντας τη χώρα χωρίς σαφή πλειοψηφία για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πολιτικές και οικονομικές προβλέψεις γίνονται ιδιαίτερα λεπτές και επικίνδυνες, εγκαινιάζοντας μια μακρά περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας στη Γαλλία.
Οι πολιτικές εξελίξεις στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης αναμένεται να έχουν μεγάλο ενδιαφέρον το επόμενο διάστημα, δημιουργώντας ισχυρές επιπτώσεις στην οικονομία της Γαλλίας, με άμεσες συνέπειες στην Ευρώπη και το ευρώ, και τελικά σοβαρές επιπτώσεις στον υπόλοιπο κόσμο.
Ποια νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να προκύψει στη Γαλλία;
Μετά τη θριαμβευτική νίκη του Νέου Λαϊκού Μετώπου και της δημοκρατίας στον δεύτερο γύρο των πρόωρων γαλλικών εκλογών, έναντι του κόμματος της γαλλικής ακροδεξιάς της Μαρίν Λεπέν, το μακιαβελικό δίλημμα που έθετε ο Εμμανουέλ Μακρόν από το 2017, «ή εγώ ή η Ακροδεξιά», βρήκε τελικά την απάντησή του μέσω της εκλογικής ενίσχυσης του ανασυσταθέντος συνασπισμού των κομμάτων της Αριστεράς. Ωστόσο, ο δρόμος δεν φαίνεται εύκολος, καθώς εκφράζονται ανησυχίες για το αν θα καταφέρουν να παραμείνουν ενωμένοι οι πρωταγωνιστές του Νέου Λαϊκού Μετώπου.
Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο είναι μια ετερόκλητη συμμαχία αριστερών δυνάμεων (η «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν, οι Σοσιαλιστές, οι Οικολόγοι και οι Κομμουνιστές) που δημιουργήθηκε μετά την προκήρυξη των πρόωρων κοινοβουλευτικών εκλογών στη Γαλλία, και γι’ αυτό ορισμένοι την επικρίνουν ως «ευκαιριακή». Εντός του Νέου Λαϊκού Μετώπου υπάρχουν πολύ διαφορετικές θέσεις σε αρκετά θέματα. Παρ’ όλα αυτά, όλοι μαζί αποφάσισαν να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους για να εμποδίσουν την άνοδο της ακροδεξιάς στην εξουσία, και τα κατάφεραν.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι ποια νέα κυβέρνηση μπορεί να προκύψει στη Γαλλία μετά τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Σύμφωνα με αξιόπιστα σενάρια, διερευνάται η δυνατότητα συγκρότησης μιας κυβέρνησης χωρίς την «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν, του οποίου η αποδοχή από τους Γάλλους δεν υπερβαίνει το 12%.
Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να είναι ο υποψήφιος του Νέου Λαϊκού Μετώπου για την πρωθυπουργία; Η «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν, που έχει τους περισσότερους βουλευτές σε αυτή την ένωση, βλέπει ήδη τον εαυτό της στην εξουσία και επιθυμεί να επιβάλει τον ριζοσπαστισμό της και στα άλλα κόμματα που αποτελούν το αριστερό Νέο Λαϊκό Μέτωπο (ΝΛΜ). Παρόλα αυτά, η αναποφασιστικότητα συνεχίζεται περισσότερες από μία εβδομάδα μετά τα αποτελέσματα των πρόωρων εκλογών, που έφεραν την αριστερή συμμαχία στην πρώτη θέση σε αριθμό εδρών.
Η πρόταση του ΝΛΜ για αύξηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων
Δύο χρόνια υψηλού πληθωρισμού στη Γαλλία και σε όλη την Ευρώπη έχουν φέρει σε δύσκολη θέση εκατομμύρια νοικοκυριά, τα οποία τώρα αγωνίζονται να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο πριν από την κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρόγραμμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου για τις εκλογές δίνει έμφαση στη βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των Γάλλων, περιλαμβάνοντας μέτρα όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 1.600 ευρώ, το μπλοκάρισμα των τιμών των βασικών προϊόντων, η μείωση του ΦΠΑ στα ενεργειακά προϊόντα και η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών στον πληθωρισμό.
Ωστόσο, η βελτίωση της αγοραστικής δύναμης προϋποθέτει άλλες οικονομικές επιλογές, που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να παράγουν περισσότερα και καλύτερα, και συνεπώς να δημιουργούν περισσότερο εισόδημα για αναδιανομή στους εργαζόμενους, με συνεχή ισορροπία κέρδους και μισθού. Η Γαλλία έχει υστερήσει σε αυτό το σημείο τα τελευταία χρόνια.
Από το 2019, το ΑΕΠ στις Ηνωμένες Πολιτείες σε σχέση με τον αριθμό των θέσεων εργασίας έχει αυξηθεί κατά 6%, ενώ έχει παραμείνει λίγο-πολύ στάσιμο στη ζώνη του ευρώ (-0,4%) και έχει μειωθεί κατά 3,5% στη Γαλλία. Αυτό μπορεί να οφείλεται στις πολιτικές ανθρώπινου δυναμικού των επιχειρήσεων μετά την πανδημία του Covid-19 ή στην αύξηση των προγραμμάτων «εργασίας-σπουδών» στη Γαλλία.
Αυτή η ανησυχητική εξέλιξη μπορεί επίσης να ερμηνευθεί ως καθυστέρηση των επιχειρήσεων στην καινοτομία, τη ρομποτοποίηση και την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών. Η καθυστέρηση αυτή εκδηλώνεται σήμερα με την υποχώρηση της ευρωπαϊκής οικονομίας σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μεταξύ 2010 και 2023, ο σωρευτικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ έφτασε το 34% στις ΗΠΑ, σε σύγκριση με μόλις 21% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 18% στην ευρωζώνη. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Γαλλία είναι 58.650 δολάρια (54.506 ευρώ), έναντι 81.630 δολαρίων στις ΗΠΑ. Αν και οι υποτονικοί μισθοί ανάγκασαν τους Γάλλους να μειώσουν την κατανάλωσή τους τα τελευταία δύο χρόνια, το αυξανόμενο χάσμα στην καινοτομία και την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών τροφοδοτεί ένα αίσθημα υποβάθμισης που ενισχύει τις ψήφους στα άκρα.
Συνεπώς, η μακροπρόθεσμη βελτίωση της αγοραστικής δύναμης απαιτεί μέτρα πέρα από το πάγωμα των τιμών ή την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Το παραγωγικό σύστημα πρέπει να επενδύει μαζικά σε νέες τεχνολογίες. Η τεχνητή νοημοσύνη, για παράδειγμα, που υιοθετείται από πολλές μεγάλες επιχειρήσεις, δυσκολεύεται να εδραιωθεί στο τεράστιο δίκτυο των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στη Γαλλία, οι οποίες δεν βλέπουν πάντα το ενδιαφέρον για αυτήν ή την θεωρούν οικονομικό κίνδυνο. Ωστόσο, αποτελεί ισχυρό εργαλείο για την αυτοματοποίηση επαναλαμβανόμενων εργασιών, τον καλύτερο διάλογο με τους πελάτες και τη μείωση του κόστους.
Για να μπορέσει να βελτιώσει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων της, η Γαλλία πρέπει επίσης να παραμείνει ανταγωνιστική, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την τεράστια πρόκληση που αντιπροσωπεύει η ενεργειακή μετάβαση. Η αύξηση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων που κατασκευάζονται στην Κίνα στις παγκόσμιες αγορές δεν είναι μόνο θέμα δασμών ή εργατικού κόστους. Η Κίνα τέθηκε σε θέση μάχης αρκετά νωρίς. Σήμερα, χρειάζεται περίπου ένας χρόνος για έναν Κινέζο κατασκευαστή να σχεδιάσει και να διαθέσει ένα μοντέλο στην αγορά, τέσσερις φορές λιγότερο από ό,τι για ένα θερμικό όχημα. Η έρευνα και η ανάπτυξη δεν είναι δημοφιλές θέμα κατά τη διάρκεια των εκλογών, ωστόσο είναι ζωτικής σημασίας για την τήρηση των υποσχέσεων που δίνουν οι υποψήφιοι όλων των πλευρών.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη θεμελιώδη σημασία της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Η Γαλλία πέφτει συνεχώς στην κατάταξη PISA, ενώ η ενίσχυση των βασικών γνώσεων από το σχολείο αυξάνει την πιθανότητα για τους νέους να αποκτήσουν εξειδικευμένη απασχόληση. Αντίθετα, ένα άτομο χωρίς δίπλωμα που μπαίνει στην αγορά εργασίας στη συνέχεια αγωνίζεται να απελευθερωθεί από αυτή την κατάσταση. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο να ξεκινήσει κάποιος την επαγγελματική του ζωή με τον κατώτατο μισθό όσο να πρέπει να μείνει εκεί για πολλά χρόνια, μερικές φορές και ολόκληρη την καριέρα του. Η βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των μελλοντικών γενεών απαιτεί επίσης αύξηση του επιπέδου των δεξιοτήτων καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής.
Η νέα γαλλική κυβέρνηση θα είναι δέσμια του μεγάλου δημόσιου ελλείμματος
Η Γαλλία, καθώς πρέπει να συμμορφωθεί με τους δημοσιονομικούς κανόνες και να μειώσει το έλλειμμά της κάτω από το 3% του ΑΕΠ, βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το τρέχον δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας βρίσκεται στο 5,5% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος είναι ανάλογο με αυτό της Ιταλίας.
Οποιαδήποτε νέα κυβέρνηση προκύψει από τις πρόσφατες πρόωρες εκλογές θα πρέπει να ξεκινήσει αμέσως διαπραγματεύσεις για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος της χώρας. Η κυβέρνηση του Μακρόν έχει ήδη ξεκινήσει να εφαρμόζει επώδυνες περικοπές δαπανών για να το περιορίσει φέτος στο 5,1% από 5,5% το 2023. Ωστόσο, τα κόμματα που ενδέχεται να σχηματίσουν την επόμενη γαλλική κυβέρνηση έχουν υποσχεθεί αυξημένες δημόσιες δαπάνες, προκαλώντας ανησυχίες για δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Στη Γαλλία, σύμφωνα με το Institut Montaigne, οι δεσμεύσεις του αριστερού «Νέου Λαϊκού Μετώπου» καθώς και του «Εθνικού Συνασπισμού» της Μαρίν Λεπέν απαιτούν σημαντικά αυξημένες δαπάνες, εκτιμώντας τες σε 179 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο».
Παράλληλα, η Oxford Economics προβλέπει ότι το δημόσιο χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται στη Γαλλία (καθώς επίσης και για την Ιταλία, τη Σλοβακία και τη Φινλανδία) με τα ελλείμματα να παραμένουν αυξημένα τα επόμενα χρόνια. Αντίθετα, στην Ελλάδα το χρέος αναμένεται να μειωθεί σημαντικά: 19,1% του ΑΕΠ χαμηλότερο το 2023 σε σχέση με το 2019 και 37,7% του ΑΕΠ χαμηλότερο το 2027.
Κατά συνέπεια, με τη νέα σύνθεση του κοινοβουλίου μετά το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των βουλευτικών εκλογών, η επόμενη γαλλική κυβέρνηση θα δυσκολευτεί πολύ να δρομολογήσει περισσότερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις ή να βρει κοινό έδαφος για τη δημοσιονομική της πολιτική, με φαινομενικά ασυμβίβαστους διαχωρισμούς όσον αφορά τους φόρους και τις κρατικές δαπάνες. Οι αμφιβολίες για τις δημοσιονομικές συνέπειες μιας πολιτικής κρίσης στη Γαλλία είναι στο επίκεντρο της υψηλής μεταβλητότητας των επιτοκίων στα γαλλικά ομόλογα, όταν οι αγορές φοβήθηκαν έναν δεύτερο γύρο μεταξύ Μαρίν Λεπέν και Μελανσόν.
Η δημιουργία ενός αρνητικού οικονομικού περιβάλλοντος στην Ευρωζώνη
Η Ευρωζώνη έχει εισέλθει σε μια περίοδο συρρίκνωσης της διαθέσιμης κεφαλαιακής επάρκειάς της, τόσο από τη δημοσιονομική όσο και από τη νομισματική πολιτική. Από την 1η Ιανουαρίου 2025, η ΕΚΤ θα σταματήσει την έμμεση χρηματοδότηση των κρατικών χρεών με την παύση επανεπένδυσης των κεφαλαίων του προγράμματος PEPP. Παράλληλα, θα τεθεί εκ νέου σε ισχύ το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο επιβάλλει αυστηρό έλεγχο των δημόσιων δαπανών, οδηγώντας σε πάγωμα των δαπανών σε πολλές περιπτώσεις.
Ακόμα και αν η ΕΚΤ χαλαρώσει τη νομισματική της πολιτική μειώνοντας τα επιτόκια, θα συνεχίσει να δημιουργείται ένα αρνητικό χρηματοδοτικό περιβάλλον. Η μείωση του κόστους αναχρηματοδότησης του χρέους μέσω της πτώσης των επιτοκίων δεν αντισταθμίζει τις συνέπειες της μειωμένης διαθέσιμης ρευστότητας λόγω της απόσυρσης του PEPP από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές. Περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια ευρώ κρατικών ομολόγων θα πρέπει να καλυφθούν από τις αγορές ή να οδηγήσουν σε αυξήσεις του κόστους αναχρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Το PEPP είχε δημιουργηθεί για να αποτρέψει τον διαμελισμό της ευρωπαϊκής αγοράς ομολόγων, και η απόσυρσή του δημιουργεί κινδύνους. Στο πλαίσιο αυτό, το χάσμα μεταξύ των γαλλικών και γερμανικών ομολόγων έχει διευρυνθεί, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από το 2012, κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη. Το spread μεταξύ των 10ετών ομολόγων της Γαλλίας και της Γερμανίας υποδεικνύει τις εντάσεις στο γαλλικό χρέος, ενώ η αγορά ήταν πολύ νευρική πριν από το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία.
Παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ έχει δημιουργήσει το Transmission Protection Instrument (TPI) ως εναλλακτικό εργαλείο παρέμβασης στη θέση του PEPP, ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ, κ. Λίντνερ, απείλησε ότι η Γερμανία θα κινηθεί εναντίον της ΕΚΤ εάν επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει το TPI για να σώσει τα γαλλικά ομόλογα. Επιπλέον, επαναβεβαίωσε την ενεργοποίηση του συνταγματικού «φρένου στο χρέος» στο σχέδιο προϋπολογισμού του 2025.
Αυτά είναι τα δεδομένα που θα συνεκτιμήσουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι αγορές, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες του εκλογικού αποτελέσματος των πρόωρων γαλλικών βουλευτικών εκλογών. Ταυτόχρονα, το αυξημένο κόστος διαβίωσης και ζητήματα όπως η μετανάστευση ωθούν τους ψηφοφόρους προς τα λαϊκιστικά και εθνικιστικά κόμματα, τα οποία συχνά προβάλλουν τον πρόσθετο δανεισμό ως λύση.
Η Ευρωζώνη έχει εισέλθει σε ένα πεδίο συρρίκνωσης της διαθέσιμης κεφαλαιακής επάρκειάς της από τις δύο βασικές πηγές: την δημοσιονομική και την νομισματική πολιτική. Με άλλα λόγια η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη έχουν ήδη εισέλθει σιωπηρά σε ένα πεδίο συρρίκνωσης τόσο της δημοσιονομικής όσο και της νομισματικής χρηματοδότησης, καθώς από 01/01/2025, η ΕΚΤ διακόπτει την έμμεση χρηματοδότηση των κρατικών χρεών με την παύση επανεπένδυσης των κεφαλαίων του PEPP, και επίσης, τίθεται σε εφαρμογή εκ νέου το Σύμφωνο Σταθερότητας που επιβάλει άμεσο έλεγχο των δημοσίων δαπανών που στην πλειονότητα των περιπτώσεων οδηγεί σε «πάγωμα» των δημοσίων δαπανών.
Με αυτά τα δεδομένα, η ΕΚΤ ακόμα και αν χαλαρώσει την νομισματική της πολιτική μειώνοντας μία ή δύο φορές ακόμα τα επιτόκιά της, θα συνεχίσει να δημιουργεί ένα αρνητικό χρηματοδοτικό περιβάλλον καθώς η μείωση του κόστους αναχρηματοδότησης του χρέους μέσω της πτώσης των επιτοκίων προσκρούει στις συνέπειες από την σταθερότητα της προοπτικής μείωσης της διαθέσιμης ρευστότητας, λόγω της απόσυρσης του PEPP από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές. Πρόκειται εδώ για περισσότερα από 3 τρισ. ευρώ κρατικών ομολόγων τα οποία με την λήξη τους θα πρέπει, είτε να καλύπτονται από τις αγορές, είτε να οδηγούν σε αυξήσεις του κόστους αναχρηματοδότησης του δημόσιου και κατά συνέπεια και του ιδιωτικού χρέους. Κάπου εδώ βρίσκεται και ο κίνδυνος διαμελισμού της ευρωπαϊκής αγοράς ομολόγων για τον οποίο είχε δημιουργηθεί το PEPP που τώρα αποσύρεται.
Στο πλαίσιο αυτό, το χάσμα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας διευρύνεται και φτάνει, σύμφωνα με το αμερικανικό πρακτορείο Bloomberg, στο υψηλότερο επίπεδο από το 2012 (δηλαδή, κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη). Συγκρίνοντας την απόδοση των 10ετών γαλλικών ομολόγων της με αυτές μιας ενάρετης χώρας από άποψη δημοσίων οικονομικών (δηλαδή της Γερμανίας), αυτό το χάσμα (spread) μεταξύ των 10ετών ομολόγων είναι ένας δείκτης εντάσεων στο γαλλικό χρέος ενώ η αγορά ήταν πολύ νευρική πριν από το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία..
Και για όσους πάλι υποστηρίξουν πως η ΕΚΤ έχει ήδη δημιουργήσει ένα εναλλακτικό εργαλείο παρέμβασης, το Transmission Protection Instrument (TPI) στην θέση του PEPP, να υπενθυμίσουμε ότι ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ, κ. Λίντνερ, απείλησε ευθέως πριν από δέκα ημέρες ότι η Γερμανία θα κινηθεί αμέσως εναντίον της ΕΚΤ σε περίπτωση που η αυτή επιχειρήσει να «σώσει» με το TPI τα γαλλικά ομόλογα. Και για να είναι απολύτως πειστικός, επαναβεβαίωσε στο σχέδιο προϋπολογισμού του 2025 την ενεργοποίηση του περιβόητου συνταγματικού «φρένου στο χρέος».
Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, όταν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι αγορές θα επιχειρήσουν να συνεκτιμήσουν τις συνέπειες του εκλογικού αποτελέσματος των πρόωρων γαλλικών βουλευτικών εκλογών. Ταυτόχρονα, το υψηλότερο κόστος διαβίωσης και ζητήματα όπως η μετανάστευση ωθούν τους ψηφοφόρους προς τα λαϊκιστικά και εθνικιστικά κόμματα, τα οποία συχνά προβάλλουν τον πρόσθετο δανεισμό ως λύση.