του Βασίλειου Κόντη, ομότιου Καθηγητή του ΑΠΘ
Στις 17 Δεκεμβρίου του 1920, η Αλβανία θα γινόταν δεκτή από την Κοινωνία των Εθνών. Η Ελληνική Κυβέρνηση δεν σταμάτησε να διεκδικεί την Βόρειο Ήπειρο και απαίτησε το ζήτημα του προσδιορισμού των ελληνοαλβανικών συνόρων να διευθετηθεί από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη των Συμμαχικών Δυνάμεων. Η συνδιάσκεψη αυτή συνεδρίαζε στο Παρίσι από τον Ιανουάριο του 1920 και μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 30 θα προσπαθούσε να επιλύσει όλα τα διπλωματικά ζητήματα που είχαν ανακύψει μετά το χάος που προκάλεσε ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος.
Στις 9 Νοεμβρίου του 1921, η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη όρισε τα ελληνοαλβανικά σύνορα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913. Όπως οι αποφάσεις των Έξι Δυνάμεων που πάρθηκαν κατά το 1913-1914 αποτέλεσαν την νομική βάση για τις ελληνικές διεκδικήσεις στα νησιά του Αιγαίου ένα χρόνο αργότερα στις διαπραγματεύσεις στην Λωζάννη, έτσι οι ίδιες αποφάσεις λειτούργησαν ανασταλτικά ως προς τις ελληνικές διεκδικήσεις στην Β. Ήπειρο.
Τον Ιούνιο του 1922, ο Διευθυντής της Ελληνικής Γραμματείας στην ΚτΕ Βασίλειος Δενδραμής προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο, ώστε να επαναφέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας της 17ης Μαΐου του 1914, με το οποίο η Αλβανία είχε αναγνωρίσει την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Η Ελληνική Κυβέρνηση δεν είχε αποδεχτεί την απόφαση της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης και είχε ανακαλέσει τον Έλληνα πρέσβη από τις διεργασίες της. Κατόπιν αυτού, το αλβανικό κράτος είχε προβεί στο κλείσιμο των ελληνικών σχολείων και της ελληνικής εκκλησίας (που ανήκε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης) , ως μέτρο πίεσης προς την Αθήνα. Ο Δενδραμής εναπόθετε τις ελπίδες του για την αναβίωση του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας στην Ειδική Επιτροπή της ΚτΕ.
Ο Δενδραμής ενημέρωνε το ΥΠΕΞ ως εξής:
1) Ἡ ἀπόφασις τῆς Πρεσβευτικῆς Συνδιασκέψεως περί τῶν ἀλβανικῶν συνόρων εἶναι ἀνέκκλητος, πᾶσα δέ βιαία ἀνατροπή αὐτῆς ἐκ μέρους ημων θα μας ἔθετε εἰς κατάστασιν πολέμου μέ ὅλα τά ἄλλα μέλη τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν. Πᾶσα ὡσαύτως ἔφεσις κατά τῆς ἀποφάσεως ταύτης ἤ ἄμεσος αἴτησις ἡμῶν πρός τήν Κοινωνίαν τῶν Ἐθνῶν πρός ἀναβίωσιν τοῦ Πρωτοκόλλου τῆς Κερκύρας δέν δύναται νά γίνῃ δεκτή δεδομένου ὅτι ἡμεῖς αὐτοί ἐθεωρήσαμεν τήν Κοινωνίαν τῶν Ἐθνῶν ἀναρμοδίαν νά ἐπιληφθῇ τοῦ καθορισμοῦ τῶν συνόρων καί τοῦ καθ’ ὅλου ἐδαφικοῦ καθεστῶτος τῆς ᾿Αλβανίας, ἐκηρύξαμεν δέ ἁρμοδίαν τήν Πρεσβευτικήν Συνδιάσκεψιν ἐκδώσασαν την γνωστήν ἀπόφασιν.
2) Δι᾿ ἀπ᾿ εὐθείας διαπραγματεύσεων προκαλουμένων ὑπό τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν καί ὑπό τήν αἰγίδα αὐτῆς φέρομεν ἐπί τάπητος τό ζήτημα τοῦ Πρωτοκόλλου τῆς Κερκύρας.
Το ζήτημα του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας τελικά δεν ελήφθη υπόψιν από την Επιτροπή της ΚτΕ, η ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι όμως έλαβε απάντηση από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη τον Αύγουστο του 1922:
Εἰς ἀπάντησιν τῶν διακοινώσεων τῆς Πρεσβείας τῆς Ἑλλάδος ἀπό 5, 6 και 16 Ἰουνίου καί 25 Ἰουλίου 1922, ἡ Γενική Γραμματεία τῆς Διασκέψεως τῶν Πρεσβευτῶν ἔχει τήν τιμήν νά φέρῃ εἰς γνῶσιν τῆς Πρεσβείας ταύτης, συμφώνως πρός τάς ὁδηγίας ἃς ἔχει, ὅτι τό ζήτημα τῆς προστασίας τῶν ἑλληνικῶν μειονοτήτων τῆς Βορείου Ἠπείρου δέν ἔχει οὐδεμίαν σχέσιν καί δέν δύναται να συνδεθῇ πρός τήν διαχάραξιν τῶν ἑλληνο-αλβανικῶν συνόρων, ὡς οὕτω καθωρίσθη διά τῆς ἀποφάσεως τῆς Διασκέψεως τῆς 9ης Νοεμβρίου 1921.
Η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη καλούσε τον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι να τεθεί άμεσα στην διάθεση των πρεσβευτών για την ολοκλήρωση του ζητήματος της χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων. Η Συνδιάσκεψη θα πρόσθετε πως το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας δεν έχει καμία ισχύ ως διπλωματικό έγγραφο καθώς υπήρξε παραβίασή του από τους Ηπειρώτες τον Ιούλιο του 1914 (είσοδος του Τσόντου-Βαρδα στην Κορυτσά). Ακυρώθηκε από μεταγενέστερες πράξεις και ειδικά από την απόφαση της Συνδιάσκεψης της 9ης Νοεμβρίου του 1921.
Σήμερα τα δικαιώματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Αλβανία προστατεύονται, εκτός από τις γενικές διατάξεις του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, από τις ειδικές δεσμεύσεις που ανέλαβε ο Αλβανός αντιπρόσωπος στην ΚτΕ Φαν Νόλι τον Οκτώβριο του 1921. Οι δεσμεύσεις αυτές επικυρώθηκαν από το αλβανικό κοινοβούλιο στις 17 Φεβρουαρίου του 1922 και θεωρούνται ως θεμελιώδεις νόμοι της Αλβανίας, που δεν μπορούν να ακυρωθούν από καμία μελλοντική διάταξη, ενέργεια ή νόμο.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 της διακοίνωσης:
«Οι υπαγόμενοι στην αλβανική δικαιοδοσία, οι οποίοι ανήκουν σε μειονότητες εθνικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές, θα έχουν από τον νόμο την ίδια μεταχείριση που θα έχουν και όλοι οι άλλοι, οι οποίοι υπάγονται στην αλβανική δικαιοδοσία. Θα έχουν το δικαίωμα να διατηρούν, να διευθύνουν, να ελέγχουν και να ιδρύουν στο μέλλον με δικά τους έξοδα, φιλανθρωπικά, θρησκευτικά και κοινωνικά ιδρύματα, σχολεία και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπου θα μπορούν να χρησιμοποιούν ελεύθερα τη δική τους γλώσσα και θα είναι ελεύθεροι να πιστεύουν σε όποια θρησκεία θέλουν.»
Το ελληνικό κράτος βρίσκεται σε έναν διαρκή αγώνα από το 1922, ώστε να τηρηθούν οι διαβεβαιώσεις του Φαν Νόλη στην ΚτΕ, τις οποίες το Αλβανικό κράτος ανέκαθεν εφαρμόζει είτε επιλεκτικά, είτε καθόλου. Μάλιστα η πρώτη φορά που η Ελλάδα αντέδρασε με βάση το άρθρο 5 ήταν για το θέμα της λειτουργίας των ελληνικών σχολείων της Χιμάρας τον Δεκέμβριο του 1922. Τα επόμενα χρόνια το ζήτημα των ελληνικών σχολείων και της ελληνικής εκκλησίας θα αποτελούσαν τα δύο μεγάλα σημεία τριβής στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Το σταδιακό κλείσιμο των ελληνικών σχολείων κατά την δεκαετία του 30 ανάγκασε την Ελλάδα να προσφύγει στο Διεθνές Διακαστήριο της Χάγης το 1935, όπου και δικαιώθηκε.
Σήμερα η Ελληνική Κυβέρνηση και το ΥΠΕΞ δεν έχουν ανάγκη το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας για να προασπίσουν τα δικαιώματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Αλβανία, τα οποία απορρέουν από τις θεμελιώδεις συμβάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.