ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΗΣΙΔΕΣ
Παρουσίαση της νουβέλας: «Τα χρωματιστά κουβαράκια του Ρέμπραντ» στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου. Προλόγισαν η Μάρνη Χατζηεμμανούλ δημοσιογράφος και ο Κωνσταντίνος Παλιάν ζωγράφος, αρχιτέκτονας
Μια φορά κι έναν καιρό, καιρό καλό, τότε που η Άνοιξη ήταν Έαρ, το φθινόπωρο ο αρμονικός του αντίποδας, τα σύκα -σύκα και η σκάφη- σκάφη, η φιλία – φιλία και όχι δούναι και λαβείν, τότε λοιπόν την εποχή που ήμουν ακόμα παιδί είχαμε στο πατρικό μου, ανάμεσα σε άλλα πολλά και διαφορετικά πράγματα μέσα στο σπίτι, ένα ψυγείο izola.
Το ψυγείο αυτό το αγαπούσα πολύ γιατί το έφτανα καταρχήν αλλά κυρίως επειδή μου άρεσε που δεν ήταν γωνιώδες αλλά απαλά καμπυλωτό στις άκρες του.
Στην φαντασία μου, – ήμουν δεν ήμουν εννέα ή δέκα χρονών- το ψυγείο ήταν κατακίτρινο, είχε ποδαράκια πιγκουίνου από κάτω και μπορούσαμε έτσι όπως ζωντάνευε στο μυαλό μου να περπατήσουμε μαζί μέχρι την πιο κοντινή ύπαιθρο.
Εκεί θα καθόμασταν αντικριστά ανάμεσα στις γιορτινά κόκκινες παπαρούνες και στα γαλάζια μικρά κρίνα που ξεπετάγονταν σαν λιλιπούτειες καμπανούλες.
Το ψυγείο θα έβγαζε απ’ την χαρά του μια φωνή κουδουνίστρας και οι ανάσες των λουλουδιών θα ήταν βελούδινες ψιθυριστές νότες.
Να λοιπόν η πρώτη επαφή και αγάπη μου για τα χρώματα, το κατακίτρινο του ψυγείου, το ντροπαλά άλικο της παπαρούνας, το κορεσμένο πράσινο της χλόης των χωραφιών.
Επίσης τότε έγινε σιγά- σιγά η ανακάλυψη της γεωμετρίας των σχημάτων μέσα από μια τυχαία παρατήρηση στην αρχή που με τα χρόνια όμως γίνονταν όλο και πιο συνειδητή: η αισθαντική καμπύλη μια ρόδινης γυναικείας παρειάς ,η επιβλητική κάθετος που φωνάζει «είμαι εδώ», η ωραία κοιμωμένη οριζόντια γραμμή – δεν θα μπορούσα τότε εκ των πραγμάτων να φανταστώ την οριζόντια θέση ενός φέρετρου ή το κρεβάτι των εραστών – , η διαγώνιος που τέμνει συνήθως δύο η και παραπάνω μέρη, παράδειγμα μια βροχή που πέφτει κάπως πλάγια ή ένα ελαφρώς γερτό κλαδί ενός δέντρου.
Μετά ανένηψαν στο βλέμμα μου εξαιτίας κυρίως των μαθημάτων στο σχολείο τα τρίγωνα, τα τετράγωνα, τα πολύγωνα , οι κύλινδροι και λέω ανένηψαν γιατί πάντα είχα την αίσθηση όταν τα σχημάτιζα στο χαρτί πως δεν ακουμπούσαν κάπου, πως δεν ήταν σταθερά, πως μπορούσαν να μετακινηθούν πάνω στην κόλλα, όπως μετακινούνται στο διαδικτυακό σκάκι από εικονικούς παίκτες τα πιόνια.
Η αχαρτογράφητη επικράτεια των άπειρων σημείων μόλις άνοιγε στην ψυχή μου τον μη πεπερασμένο της κόσμο, όχι μόνο αναφορικά με την γεωμετρία, αλλά με τις Τέχνες εν γένει, την γραφή κατεξοχήν, τους ανθρώπους και τελικά με τη ίδια τη ζωή.
Όλα φάνταζαν ωραία τότε, ζούσα στην επικράτεια της αθωότητας, όλα τα τύλιγε μια παραδείσια αχλύ.
Ωστόσο σε αντίθεση με την έλξη μου για την ζωγραφική εγώ στράφηκα στο γράψιμο.
Οι πρώτες μου πρωτόλειες απόπειρες ήταν μικρά διηγήματα, στίχοι ή ημερολόγια που διαχέονταν από μια θλίψη,
Από μια θλίψη και από μια τεράστια ανάγκη να κατανοήσω και να ερμηνεύσω τα ζοφερά ακατανόητα που συνέβαιναν μέσα στην οικογένειά μου.
Έτσι από μια μορφή μέλισσας που ρουφούσε με ηδονική όρεξη την ομορφιά των λουλουδιών και των χρυσαφένιων χωραφιών, άρχισα να αλλάζω, να γίνομαι σιγά σιγά ένα πλάσμα πιο κλειστό, αίφνης ένα σαλιγκάρι ή κάτι πάντως οστρακοειδές: με λίγες ανάσες προς τα έξω ένιωθα πως θα τα κατάφερνα να ζήσω, με πολλές φοβόμουν ότι θα γίνω πολύ ευάλωτη, ότι θα κινδυνέψω από ορατές ή αόρατες ανθρώπινες επιθέσεις.
Η γραφή μου λοιπόν άνθισε σιγά σιγά γύρω από μια αρχικά ακαθόριστη πληγή, τα ρόδα της ήταν πικρά, τα τραγούδια της είχαν κάτι το απαρηγόρητο και το υποδόρια οργισμένο.
Άρχισα να ζωγραφίζω το καλοκαίρι του 2010 στον Άι Στράτη σ’ αυτό το μικρό νησί με πάμφθηνα παιδικά υλικά και από τότε δεν έπαψα.
Ήταν η εποχή που είχα χάσει τον πατέρα μου και βίωνα έναν καθολικό ξεριζωμό μιας και ήταν ο τελευταίος μου ζωντανός συγγενής πρώτου βαθμού.
Τότε λοιπόν θαρρώ από ένστιχτο επιβίωσης κατέφυγα στην φαντασμαγορία των χρωμάτων, προσπάθησα να μετουσιώσω το πένθος σε ομορφιά για να το αντέξω.
Οι λέξεις κλειδιά ούτως ή άλλως για αυτήν την νουβέλα είναι η λέξη ομορφιά, κάλλος, αισθητική, αλλά και η λέξη σχέση μαζί με τα νοήματά τους φυσικά.
Σχέση ουσιαστική με έναν άλλο άνθρωπο, την σχέση του ηλικιωμένου δάσκαλου του κυρίου Λουκά Λυτούδη με την μαθήτριά του την Ιωάννα, μια σχέση μαθητείας πέρα από τα στενά όριά της, μια μαθητεία ζωής που την εξελίσσει, την ελευθερώνει, την βοηθάει να αγαπήσει τον εαυτό της.
Το έγραψα μετά από πολλή έρευνα φυσικά, αλλά όταν οι λέξεις άρχισαν να αποτυπώνονται στο λευκό κενό του υπολογιστή έσκασαν όλες μαζί σαν έτοιμες από καιρό που λέει ο ποιητής, έσκασαν σαν ένα εκρηκτικό ωστικό κύμα.
Η δυσκολία του περισσότερο ήταν η αργή του κύηση μέσα μου και η επίπονη προετοιμασία ανάγνωσης βιβλίων που αφορούσαν την συγκεκριμένη τέχνη, μια τέχνη που έχει αρχή αλλά δεν έχει τέλος.
Μετά η νουβέλα βγήκε όπως όλα μου τα βιβλία σαν μια γέννα λυτρωτική αλλά λιγότερο επώδυνη από άλλες προηγούμενες.
Και τώρα ξέρω το γιατί: ήταν ιαματική η επίδραση του μέσα μου, ζούσα μια φαντασμαγορία εικόνων, χρωμάτων, σχημάτων που ανακατεύτηκαν γλυκόπικρα και που φανερώθηκαν στο φως.
Βέβαια δεν θα με ενδιέφερε ποτέ να γράψω ένα βιβλίο προς άγραν εύκολής ευχαρίστησης των αναγνωστών μου.
Η νουβέλα δεν είναι μόνο ένα λεκτικό πουγκί με ζαχαρωτά, υπάρχει κι ένας αναστοχασμός πάνω στην γκρίζα καθημερινότητα που ζούμε, αυτό που λέει επί παραδείγματι η Ιωάννα στην αδελφή της την Ελισσώ καθώς κουβεντιάζουν σε ένα ρεστοράντ, ότι το γκρίζο είναι ο νάρθηκας των ψυχών.
Το γκρίζο είναι ένα εκκρεμές βασανιστικό που θέτει ένα ερώτημα σε μένα τουλάχιστον. Ή θα πάει ο σημερινός άνθρωπος στο λευκό κάνοντας ένα καθολικό ξεσκαρτάρισμα του ήδη σάπιου για να εγγραφεί πάνω του το υγιές καινούργιο ή θα πάει στο μαύρο που με την απόλυτη δυναμική του μπορεί να τον ωθήσει σε μια διέξοδο.
Θα πω αμήν, χωρίς να είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξη, μιας και το γκρίζο, το θολό, το διαρκώς ρευστό και μεταβαλλόμενο της εποχής μας έχουν την ιδιότητα να ναρκώνουν, να παροπλίζουν, να καθιστούν ακόμα και την δυστυχία μια όλο και πιο συνηθισμένη ψυχική κατάσταση.
Προχθές το βράδυ είδα ένα όνειρο που ήταν το απόλυτο αντίθετο του γκρι.
Το όνειρο αυτό σχετίζεται με την οδύνη, την λύτρωση και την αδιάκοπη ροή της δημιουργίας γι’ αυτό και θα σας το περιγράψω.
Βρισκόμουν στην πατρίδα μου την Πτολ/δα και έψαχνα στην γειτονιά μου το κομμωτήριο που πήγαινε η μητέρα μου όταν ήμουν μικρή για να χτενιστεί και να καλλωπιστεί.
Το έψαχνα με αγωνία, το βρήκα, αλλά στη θέση του υπήρχε ένα καφενείο.
Πήγα πίσω στην αυλή, ώσπου ανακάλυψα ένα κοίλωμα βαθύ από σκαμμένο φρέσκο χώμα.
Μέσα σ’ αυτό αλλά και γύρω απ’ αυτό συντελούνταν ένα εκθαμβωτικό παλίμψηστο από ακατάσχετες γέννες.
Εκατοντάδες σαμιαμίδια, τσαμπιά ολόκληρα έτρεμαν μόλις βγαλμένα από τις κοιλιές των μανάδων τους.
Γάτες τεράστιες σαν Αιγυπτιακές θεότητες με τα αμέτρητα μωρά τους είχαν στην θέση των προσώπων τους πλακέ πλακάκια αλαβάστρινα και στην μέση ακριβώς μέσα από μια ελάχιστη σχισμή – στόμα πάσχιζαν να αναδυθούν με κόπο μπουμπούκια από άσπρα τριαντάφυλλα.
Αλογάκια της Παναγίας θρόιζαν μέσα σε καταπράσινα φυλλώματα από φυτά οργιώδη, το ένα χέρι μου είχε γίνει ένα μανίκι από νεογέννητες πασχαλίτσες και το άλλο το τύλιγαν τρυφερά γατίσιες ουρές.
Κάποια στιγμή ένιωθα ότι ζω κάτι αρχέγονο, όλο μου το είναι συγγένευε μ’ αυτό που συνέβαινε μ’ έναν τρόπο πρωτοφανή, άρρητο.
Ένα ορμητικό Δέος ανέβαινε από την κοιλιά μου προς τα πάνω σαν μια κατακόρυφη χρυσή καταιγίδα που θα με έλουζε σε λίγο και θα με πλημμύριζε με μια πρωτόγνωρη ευδαιμονία.
Και τότε σκέφτηκα μέσα στο όνειρο: οι τοκετοί κάθε μορφής ιδιαίτερα οι δύσκολοι έχουν μαζί κάτι το τρομαχτικό και το εκτυφλωτικό.
Ο δικός μου, ο τελευταίος , «Τα χρωματιστά κουβαράκια του Ρέμπραντ» δεν ήταν ο πιο επώδυνος, ήταν όμως διαφορετικός, παρακινημένος από την ανάγκη μου να αποθεώσω το Κάλλος.
Το Κάλλος, τον οίκο του ήθους, της ελευθερίας , της αρμονίας, της αγάπης, της ερωτικής χαράς, της αποδοχής της διαφορετικότητας, της άρσης του φόβου, της πνευματικής μιζέριας και της μοναξιάς.
Πάω στα χρώματα ωστόσο, μ’ αυτά θέλω να τελειώσω. Εκεί θέλω να σας ταξιδέψω καθώς το βιβλίο είναι μια πανδαισία χρωμάτων που παρατήρησα, ονειροπόλησα, αλλά και ανακάλυψα με τον δικό μου υποκειμενικό φυσικά τρόπο την συναισθηματική και την πνευματική τους διάσταση.
Χρώματα με προσωπικούς συνειρμούς.
Κόκκινο με λίγο πορτοκαλί: γιορτινές μπάλες της αγάπης.
Πράσινο βαθύ σε μορφή επίπεδου γκαζόν σε σπίτι νεόπλουτων: πράσινο αυτάρεσκο, αυτοικανοποιημένο.
Πράσινο σμαραγδί: του βυθού, της μαγείας, μιας νύχτας αποκριάτικης στην Βενετία σε ταινία του Λουκίνο Βισκόντι.
Ζεστό κίτρινο μοιρασμένο σε πούλιες : ηλιάκια που μαζεύει ο γάτος μου όταν λιάζεται, ορατά μόνο σ’ αυτόν.
Ξεθωριασμένο απωθητικό κίτρινο: Ο τεθλασμένος άνθρωπος της Εγνατίας μιας από τις ενότητες του βιβλίου: ο άνθρωπος αυτός κυκλοφορεί στον δρόμο και είναι σε άθλια ψυχική κατάσταση. Φοράει ένα θολό κατουρημένο σορτς, θολό απ’ την ακράτεια και το τσιρλοκίτρινο χρώμα του ρούχου του. Ο άνθρωπος αυτός έχει ενδώσει στην τρέλα.
Μωβ: όταν είναι σκούρο σε ρουφάει σε μια απόκρημνη άβυσσο.
Όταν είναι πιο ανοιχτό σχεδόν λιλά είναι κατά τη γνώμη μου πάντα το χρώμα της χαρμολύπης.
Συμβολίζει εκείνον τον τολμηρό που κοίταξε την άβυσσο αλλά δεν μαρμάρωσε: Συμβολίζει αυτόν που άντεξε κι απέκτησε την ευγνωμοσύνη και την σοφία να ζει την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία του.
Με παραπέμπει σ’ εκείνη την οντότητα που κάνει ότι καλύτερο μπορεί μέσα στην μέρα της και μετά βιώνει αυτό που τον καλεί να κάνει η ορθόδοξη πυρηνική προσευχή: το «Γεννηθήτω το θέλημα Του», ένα είδος σύγχρονου let go.
Ροζ αιθέριο σαν ξασμένο μαλλάκι. Αδιατάρακτη ξεγνοιασιά μικρού ελαφιού που λύνεται και μεταμορφώνεται σε αιωρούμενες τούφες, καθώς θέλει να παίξει.
Πορτοκαλί φωσφοριζέ: πορτοκαλί κοκορόμυαλο με στάμπα μία σκυλοπόπ σελέμπριτι.
Σκούρο μπλε: Σε υγρή μορφή καλεί τους δυνάμει αυτόχειρες να τους καταπιεί. Σε αντρικό σακάκι και παντελόνι με άψογη τσάκα, κοινό ένδυμα ανέντιμων πολιτικών και μεγαλοαπατεώνων, οι χαμαιλέοντες κρύβονται καλά μέσα σ’ αυτό το βλοσυρό χρώμα.
Ανοιχτό μπλε: ο άνθρωπος ο γεννημένος να κοιτάζει ψηλά, να στοχάζεται και να αποκτάει την γνώση ότι είναι πλασμένος εξίσου από χώμα και άστρα. Η γνώση ότι όταν η κότα σηκώνει το κεφάλι της προς τον ουρανό ο Θεός δεν γελάει με την κότα αλλά με τους δίποδους αλαζόνες που σηκώνουν κορδωμένα το δικό τους.
Τυρκουάζ: Τα τερλίκια που αγόρασα στο Τσανάκαλε μέσα στο καράβι πηγαίνοντας για Κωνσταντινούπολή από μια πανέμορφη ηλικιωμένη Τουρκάλα, το πολύχρωμο τσεμπέρι της ήταν όλα τα χρώματα αυτού του βιβλίου.
Όσο για τα σχήματα επειδή αγαπώ τα στρόγγυλα και τα οβάλ – εξού και ο τίτλος της νουβέλας- έφερα σήμερα κουβαράκια από χρωματιστό μαλλί. Σας τα έφερα για να πάρετε μια αίσθηση θαλπωρής που τόσο μας λείπει όλους.
Σας ευχαριστώ θερμά.
Βασιλική Στεργίου, συγγραφέας.