Βασιλικής Στεργίου: «Τα χρωματιστά κουβαράκια του Ρέμπραντ».

- Advertisement -

του Κωνσταντίνου Μπαμπίλα*

Είναι μεγάλη η χαρά μου να παρουσιάζω το νέο πόνημα της αγαπητής μου Βασιλικής.

Ο λόγος είναι φυσικά η ίδια η Βασιλική, η Βάσω όπως της ξέρετε πολλοί, η Βασούλα για μένα των εφηβικών μας χρόνων… Με την Βασιλική μας συνδέουν πολλές προσωπικές αναμνήσεις αλλά όχι μόνο. Συνεργαστήκαμε και καλλιτεχνικά, είχα την τιμή να την σκηνοθετήσω πριν μερικά χρόνια σε έναν σπουδαίο μονόλογο. Πιστέψτε με, ήταν συγκλονιστική, προσέγγισε τον ρόλο της, με έναν μοναδικό τρόπο, που αυτή ξέρει καλύτερα από τον καθένα, βίωσε την αλήθεια του, ήταν στ’ αλήθεια συγκλονιστική..

Συγκλονιστική είναι πάντα η Βασιλική. Δεν έχει μέτρο στις διαθέσεις της. Δεν είναι μέτριος άνθρωπος. Δεν γράφει μέτρια, δεν παίζει μέτρια, δεν δημιουργεί καλλιτεχνήματα μέτρια. Ξέρετε γιατί; Γιατί ό, τι κι αν κάνει κρύβει μέσα του το πάθος, ένα πάθος που είναι άμετρο.

Είμαι εδώ όμως για να μιλήσω για το βιβλίο της. Αυτό το ξεχωριστό βιβλίο με έναν σίγουρα παράξενο τίτλο. Πριν όμως μπω στην ουσία του περιεχομένου, σας θέτω ένα ερώτημα που πρώτα θέτω στον εαυτό μου. Γιατί να διαβάσω ένα βιβλίο; Και πολύ λογικά ακολουθεί κι ένα δεύτερο ερώτημα: Γιατί να το συστήσω στους άλλους, εν προκειμένω σε εσάς;

Δύσκολα ερωτήματα. Τα κάνει ακόμα πιο δύσκολα η ίδια η γραφή της Βασιλικής που δεν κάνει εκπτώσεις. Δεν γράφει λαϊκά, δεν γράφει για να χαϊδέψει αυτιά, δεν γράφει για να κυνηγήσει μια υπόθεση, να δημιουργήσει την αγωνία της συνέχειας. Η Βασιλική γράφει γιατί αυτό έμαθε να κάνει και γιατί το κάνει πάρα πολύ καλά. Παίζει με τις λέξεις με στοργή, νομίζεις πως την ακούς να σου μιλάει καθώς την διαβάζεις, μ’ αυτή την μπάσα και γεμάτη αυτοπεποίθηση φωνή, με τα στρογγυλεμένα ρο και τα πεντακάθαρα φωνήματα, με το βλέμμα χαμογελαστό και ταυτόχρονα θλιμμένο.

Η γραφή της Βασιλικής είναι γεμάτη χαρμολύπη. Σκέφτεται πάρα πολύ κι αυτό το περνάει και στους ήρωες της. Τους δίνει το μεγαλείο να μεγεθύνουν τα ασήμαντα, να «στέκονται» σε μια στιγμή, σε μια χειρονομία, σε μία λέξη, σε μια σιωπή. Αυτός είναι ο λόγος της Βασιλικής και ο πρώτος λόγος για να διαβάσετε το βιβλίο. Να διαβάσετε καλά ελληνικά. Να διαβάσετε λέξεις που θα σας αγγίξουν, λέξεις που δεν ακούτε καθημερινά, λέξεις που ανεβάζουν την αισθητική σας, λέξεις που προβιβάζουν το πνεύμα μας. Η Βασιλική έχει σίγουρα επιρροές στον λόγο από μεγάλους συγγραφείς, νομίζω πως η Ζυράννα Ζατέλη την έχει επηρεάσει πάρα πολύ, αν και η ίδια πάντα έψαχνε την λέξη στην άκρη της γλώσσας που θα έδινε ένα νόημα κι ένα μεγαλείο σ’ αυτό που ήθελε να πει.

Οι επιρροές της όμως δεν είναι μόνο αυτές. Η Βασιλική κουβαλάει μέσα της τον λόγο των μεγάλων λογοτεχνών. Κουβαλά την ποίηση του Έζρα Πάουντ, την ποίηση και την ποιητική ματιά, μα κυρίως την μελαγχολία του Τσέζαρε Παβέζε, κουβαλά τον μυστικισμό και τους χαμηλούς τόνους του Αντόνιο Ταμπούκι, την θεατρικότητα στη γραφή του Άντον Τσέχωφ και την αγωνιώδη εκκεντρικότητα μα πάνω από όλα την ανάγκη για επικοινωνία του Μπερνάρ Μαρί Κολτές. Κουβαλάει μέσα της δύσκολους συγγραφείς, έτσι η Βασιλική τα έχει καλά με τον εαυτό της.

Ο δεύτερος λόγος για να διαβάσει κάποιος αυτό το βιβλίο είναι ο κόσμος που πραγματεύεται. Μια όχι και τόσο νεαρή πια κοπέλα, είναι μαθητευόμενη ζωγράφος κάποιου καταξιωμένου εβδομηντάρη παράξενου καλλιτέχνη και αυτό είναι το μοτίβο που πλάθεται η ιστορία. Μέσα από τις συναντήσεις τους πλημμυρίζει τις σελίδες μια πολυχρωμία, μια παρέλαση ζωγραφικών εννοιών, μια παρέλαση μπροστά στα μάτια μας, νοητά, της ιστορίας της ζωγραφικής.

Πιστεύω ακράδαντα πως αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να είναι ένα εγχειρίδιο όχι μόνο σε μια σχολή Καλών Τεχνών αλλά κυρίως στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, – αν υπάρχουν εδώ δασκάλες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης νομίζω μπορούν να το διαπιστώσουν διαβάζοντας το – όπου μέσα από μια τρυφερή και σκληρή ταυτόχρονα συνύπαρξη δύο ανθρώπων, θα μπορούσαν οι μαθητές να ανακαλύψουν μεθόδους, ζωγράφους, ασκήσεις, χρώματα.    Χρώματα.           Θα σταθώ σ’ αυτή την λέξη.

Αν μου έλεγε κάποιος πες μου με μια λέξη, μόνο μία, χαρακτήρισε μου αυτό το βιβλίο, αυτήν θα έλεγα: Χρώμα. Το χρώμα κυριαρχεί, ακόμα και στην σκοτεινιά του. Ανταύγειες του, αποχρώσεις του, παραλλαγές του, συναισθήματά του, κραυγές του. Το χρώμα κραυγάζει στο βιβλίο και μέσα από αυτό τόσο η ηρωίδα όσο και η ίδια η συγγραφέας παλεύουν για να βγουν από τον δικό τους μουντό κόσμο. Γιατί ο κόσμος είναι μουντός γι’ αυτούς που σκέφτονται, γι’ αυτούς που μπορούν και βλέπουν γύρω τους όλο αυτό το σκοτεινό που μας περικλείει.

Ανέφερα την συγγραφέα και την ηρωίδα και ίσως κάποιες στιγμές τις μπερδεύω. Ξέρετε, είναι πολύ δύσκολο για έναν συγγραφέα να αποποιηθεί τον εαυτό του, να γράψει έξω και πέρα από αυτόν. Υπάρχουν συγγραφείς που το επιδιώκουν και δεν το καταφέρνουν και υπάρχουν συγγραφείς που δεν το επιδιώκουν καν. Έχω την αίσθηση πως η Βασιλική ανήκει σ’ αυτήν, την δεύτερη κατηγορία. Υπάρχει η ίδια μέσα στο βιβλίο της. Ο κόσμος της, το περιβάλλον της, η Θεσσαλονίκη που ζει και αρωματίζει πολλές σελίδες του βιβλίου.

Τα χρωματιστά κουβαράκια του Ρέμπραντ δείχνουν την εξέλιξη της συγγραφέως στο πέρασμα του χρόνου. Δεν έχουν την γοητευτική σκοτεινιά του «Άννα Φως» , το διήγημα είναι πιο ανάλαφρο, υπάρχει άλλη διάθεση, εξάλλου πιστεύω πως και η ίδια η Βασιλική τα έχει βρει πια πολύ με τον εαυτό της. Απουσιάζει πλέον εκείνη η υποδόρια οργή για τα πράγματα, οργή που στρεφόταν στον ίδιο τον εαυτό της, η συμφιλίωση με τον εαυτό μας είναι πολύ δύσκολη μα και σπουδαία υπόθεση. Πιστεύω ότι τα βιβλία σε πολλές περιπτώσεις δείχνουν και την προσωπική πορεία του συγγραφέα τους, μια πορεία που έχει ως στόχο την εσωτερική γαλήνη αυτού που γράφει.

Υπάρχει κι ένας τρίτος, σημαντικός κατά την γνώμη μου λόγος για να διαβάσετε το βιβλίο. Αφορά στους ανθρώπους που θέλουν να διεισδύουν στα πράγματα, να ασχολούνται με την λεπτομέρεια, να οργανώνουν τον κόσμο τους και ενδεχομένως και τον χαρακτήρα τους. Αφορά στους ανθρώπους που υποδύονται ρόλους στο θέατρο αλλά και όλους εμάς που πολύ συχνά μας διαφεύγουν πολλά πράγματα επειδή δεν μάθαμε ένα.       Την παρατήρηση. Όλο το έργο είναι μια παρατήρηση πραγμάτων, μια διαρκής λεπτομερειακή καταγραφή ανεπαίσθητων ενεργειών, αντικειμένων που ίσως να μην έχουν αξία αλλά βρίσκονται πάντα εδώ.

Και υπάρχει και μια πρωτοτυπία στο βιβλίο. Υπάρχει μια αδελφή της ηρωίδας, μια αδελφή που συναντάμε πολλές φορές σε λογοτεχνικά ή θεατρικά κείμενα, η οποία είναι συνήθως μια αδελφή σκιά της ηρωίδας, βολική, συμπαθητική, συμπονούσα, άτολμη, χλωμή. Μια αδελφή Ισμήνη ή Χρυσόθεμις, ίσα – ίσα για να αναδεικνύει ακόμα περισσότερο τον δυναμισμό και την ενέργιεα της ηρωίδας.

Εδώ, η αδελφή της Ιωάννας, έτσι λέγεται η ηρωίδα μας, είναι ισάξια της. Δυναμική, (ίσως πιο δυναμική και αποφασιστική από την Ιωάννα), σθεναρή, το τρίτο πρόσωπο της ιστορίας που μπορεί, υπογραμμισμένο αυτό να αλλάξει τα πράγματα. Και έχει πράγματι πολύ ενδιαφέρον η συνάντηση των δύο αδελφών, έχει μια θεατρικότητα, όπως έχουν βέβαια και οι σκηνές της συνεύρεσης μαθήτριας και καθηγητή.

Σε μία από τις συναντήσεις της Ιωάννας με τον καθηγητή της, μιλάει ως συνήθως για τα χρώματα η Ιωάννα και λέει:

«Δάσκαλε, αγαπώ πολύ τον τελευταίο χρόνο το κίτρινο χρώμα, το χρησιμοποιώ μάλιστα πολύ και στην ζωγραφική. Σημαίνει κάτι αυτό; Ή απλώς περνάω τη φάση του κίτρινου, όπως παλιότερα περνούσα την φάση του τυρκουάζ, του βαθυκόκκινου και ούτω καθ΄ εξής…»

Το έχω πάθει κι εγώ αυτό. Να αλλάζω προτίμηση στα χρώματα που μου αρέσουν, ανάλογα την φάση όπως λέει η ηρωίδα, την κατάσταση που ήμουν, τα ερεθίσματα που είχα. Ίσως το πάθατε κι εσείς. Και ίσως το παθαίνουμε όλοι μας, όχι μόνο με τα χρώματα αλλά και με άλλα πολλά, σημαντικά πράγματα στην ζωή μας. Αυτό  άλλωστε δεν είναι εξέλιξη; Αυτό δεν μας κρατάει ζωντανούς; Μια διαρκής αναζήτηση του καινούριου, του αδοκίμαστου, του παλιού που μπορεί να μας ανανεώνει, του ουτοπικού που μας κάνει πιο ρεαλιστές.

Αυτή την ουτοπία, νιώθω πως κυνηγάει σε όλη της την ζωή η Βασιλική γι’ αυτό και ίσως να είναι η πιο ρεαλίστρια από όλους εμάς. Αυτή που βλέπει νόημα και ουσία στο πιο απλό αντικείμενο, στην πιο απλή χειρονομία, στο συναίσθημα που μόνο αυτή μπορεί να δει.

Όσοι επισκεφθήκατε την έκθεση ζωγραφικής, …ζωγραφικής… δεν είναι μόνο ζωγραφική αυτό που έκανε εκεί η Βασιλική, θα νιώσετε ακόμα περισσότερο το βιβλίο. Εκείνη η πανδαισία χρωμάτων που έρχεται να καλύψει τα γκρίζα μας και τα σκοτεινά μας, να υπεραποζημιώσει το σκούρο που βιώνουμε, να φτερουγίσει την καρδιά μας, να ερμηνεύσει ο καθένας με τον δικό του τρόπο, καράβια, πουλιά, σπανιόλες, χταπόδια, παπαγάλους, να εισχωρήσει στον κόσμο που είναι μικρός και Μέγας.

Αξίζει να διαβάσετε αυτό το βιβλίο. Να δείτε πως ξετυλίγονται αυτά τα χρωματιστά κουβαράκια του σπουδαίου Ολλανδού ζωγράφου και χαράκτη Ρέμπραντ, να ταξιδέψετε με τον Πικάσο και τον Ντα Βίντσι, να αισθανθείτε μέσα σας τον υποδόριο ερωτισμό που εκπέμπεται ανάμεσα σε μαθήτρια –  καθηγητή, να μυρίσετε τους δρόμους της Θεσσαλονίκης, να αφουγκρασθείτε την παιδική σας ηλικία με το άρωμα της γιαγιάς και του χωριού, μα κυρίως…

Να μπείτε στον κόσμο της Βασιλικής, στον υπέροχο κόσμο του μεγαλείου των ολίγων, αυτών που αντιστέκονται ακόμα στην λαίλαπα της καθημερινότητας, των κλαμπ, των σκυλάδικων, των ακριβών αυτοκινήτων, της αναίτιας τεχνολογίας, των αμόρφωτων και απαίδευτων ξερολιστών.

Να μπείτε στον κόσμο της Βασιλικής, έναν κόσμο γεμάτο ποίηση και χρώματα, τον κόσμο τον γεμάτο μελαγχολία που σε κάνει να χαίρεσαι και γεμάτο χαρά που σε κάνει να λυπάσαι.

Τον κόσμο που μου θυμίζει ένα ποίημα που μου χάρισε η ίδια όταν ήταν 16 χρονών, τότε που διαφαινόταν πως αυτό το κορίτσι σε όλη του την ζωή θα έγραφε υπέροχα, πρώτα για εκείνη και μετά και για όλους εμάς .

Μπήκε το φθινόπωρο αλλά η Βασιλική, τα χρώματα της, το βιβλίο της, μοσχοβολάνε άνοιξη.

Νομίζω πως τίποτα δεν ταιριάζει πιο πολύ στον κόσμο σου Βασιλική, αφού περιλαμβάνει αισθήματα, ζωγραφική  – καλή ώρα, και κυρίως χαρμολύπη …τίποτα περισσότερο από αυτό το ποίημα…

Το θυμάσαι Βάσω; Το ποίημα:

«Η άνοιξη ζωγράφισε δυο πουλιά στην καρδιά μου.

Το ‘να συντροφάκι στα γκριζιασμένα όνειρά μου

και τ’ άλλο γειτονάκι στο χάσιμο της μέρας μου».

Αγαπημένη Βασιλική, Ιουλιέτα που άφηνες το πορτάκι σου πάντα ανοιχτό, έκανες ένα λάθος, ένα λάθος που δεν ξέρω αν το έκανες, δεν ξέρω αν το κάνεις ακόμα συνειδητά.

Από αυτό το πορτάκι που άφηνες πάντα ανοιχτό μπήκε όλος ο κόσμος, ο κόσμος ο δικός σου και τον μάγεψες.

Συνέχισε να γράφεις, κυνήγα την ουτοπία σου μέχρι εκεί που δεν πάει, ζήσε όπως ξέρεις να ζεις εσύ.

Το βιβλίο σου με ταξίδεψε, με έκανε να νιώσω πλούσιος και διανοούμενος, εν τέλει πιο άνθρωπος.

Σε εσάς όλους, το συνιστώ, να απολαύσετε μια υπέροχη γραφή.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

*Ο Κωνσταντίνος Μπαμπίλας είναι Δάσκαλος και Θεατρολόγος.

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα