του Βασίλη Κεχαγιά
«Υποκαθιστούσα την αποφασιστική ρήξη με την τόλμη της κριτικής. Και το τίμημα ήταν πάντα πολύ οδυνηρό. Φοβάμαι πως ό,τι θα θυμούνται οι άνθρωποι από μένα -όσο χρόνο θα διαρκεί κάποια μνήμη του προσώπου μου- θα είναι κυρίως η κριτική μου, χωρίς υποψία για το τι στοίχιζε αυτή η κριτική. Κριτική των θρησκευτικών οργανώσεων. Κριτική του πιετισμού που πέρασε σαν γάγγραινα σε ολόκληρο το κορμί της ελλαδικής Εκκλησίας. Κριτική της κοκομοιριάς και αλλοτρίωσης του Νέου Ελληνισμού. Κριτική της πανεπιστημιακής υπανάπτυξης και του μικρομεσαίου ακαδημαϊσμού (…)».
Σε ανύποπτο χρόνο ο Χρήστος Γιανναράς έγραψε τον επικήδειό του. Ήταν 1987, όταν κυκλοφορούσε η «μαρτυρία» του -έτσι την αποκάλεσε- με τον τίτλο «Καταφύγιο ιδεών». Αναφερόταν, κατά κύριο λόγο, στις λεγόμενες παραχριστιανικές οργανώσεις, τη «Ζωή», τον «Σωτήρα», τη ΓΕΧΑ, τις οποίες γνώριζε ενδελεχώς και εκ των έσω. Διακρινόμενες για την προτεσταντική δομή τους, πρόσφεραν ένα καταφύγιο προκατασκευασμένων ιδεών, με τους νέους της εποχής να βρίσκουν απαντήσεις στα ζητήματα της ύπαρξης, σα μαθητές που αναζητούν το πατρόν αποτέλεσμα σε λυσάρι μαθηματικών. Τα δίπολα παράβαση-τιμωρία, λάθος-ποινή, κριτική-τυφλή αποδοχή αποτελούσαν την καθημερινή βάσανο των νεαρών μελών αυτών των οργανώσεων. Στην απέναντι πλευρά, σύμφωνα με τον Γιανναρά, οι κομμουνιστικές οργανώσεις νέων έκτιζαν τα δικά τους καταφύγια ιδεών από τα ίδια υλικά. Και να, πως φτάσαμε στο σημερινό «υπαρξιακό πρόβλημα» της χώρας και τις διανοίξεις του Δρόμου να γίνονται αντικείμενο ιδιαιτέρως πετυχημένου συνεδρίου. Στα χνάρια της κακομοιριάς και της αλλοτρίωσης του Νέου Ελληνισμού, όπως προφήτευε σχεδόν ο πρόσφατα χαμένος, ένας από τους τελευταίους εν ζωή φιλοσόφους του τόπου.
Προφητικός, όμως, υπήρξε και για τη μνήμη που θα άφηνε (τι ειρωνεία! μιλούσε για την «Κρίση της προφητείας»), αφού οι τελευταίες γραμμές της ζωής του θα γράφονταν χωρίς αναγνώστες. Σε ένα κοιμητήριο, με λίγους ανθρώπους και το υπουργείο Πολιτισμού να σφυρίζει αδιάφορα, την ίδια στιγμή που με ανακοίνωσή του τιμούσε τον μέτριο ηθοποιό Δάνη Κατρανίδη. Και ποιός να σπεύσει να ρίξει μια χούφτα χώμα στον παραχωμένο Γιανναρά, όταν τον μισούσε η Αριστερά, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, που άκουσαν τα εξ αμάξης από την πένα του. Η ρετσινιά του συντηρητικού -στα όρια του φασίστα- είχε εκδηλωθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, με τις αντιδράσεις στην ανάληψη της καθηγεσίας του στο μάθημα της Φιλοσοφίας, στο Πάντειο πανεπιστήμιο (άλλοι συνοδοιπόροι της αλαλίας…).
Δεν είναι ο Γιανναράς που άφησε ακροπατώντας τούτον τον τόπο. Είναι η κριτική σκέψη. Όσες διαφωνίες να έχει κάποιος με διατυπωμένες και τεκμηριωμένες απόψεις, η αντίκρουσή τους δεν μπορεί παρά να αποτελεί προϊόν επιχειρηματολογίας, γιατί σε άλλη περίπτωση κινδυνεύει να συνδεθεί με επαίσχυντη εμπάθεια. Πόσο γενναίος στάθηκε, αλήθεια, ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος, που από την απέναντι πλευρά της τάφρου που τους χώριζε με τον αποθανόντα, βρήκε τη δύναμη να φωνάξει για ό,τι τους ένωνε: την κοινή αγωνία για την οικοδόμηση της κριτικής σκέψης, δίπλα στο καινούριο και πυρίμαχο «καταφύγιο ιδεών», το διαδίκτυο.
Όγκος έργου
Με τη σκέψη του να προσπαθεί να δώσει νέα πνοή σε ότι η εκκλησία σκότωνε, σε σχέση με την πίστη, να επαναπροσδιορίσει τη στενή, θρησκευτική ανάγνωση του «δόγματος», ως υπόθεση καρδιάς, γι’ αυτό και ατεκμηρίωτη («Η ελευθερία του ήθους»), έγινε -μάλλον άθελά του- ηγετική μορφή του ρεύματος της επονομαζόμενης «νέο-ορθοδοξίας». Στην αδικαιολόγητα λιτή ανακοίνωση του θανάτου του από την κρατική τηλεόραση και τη σχέση αυτή ως μοναδική αναφορά στο έργο του, ίσως οι δημοσιογράφοι του να γύριζαν το δέκτη στο τρίτο κανάλι της και να έβλεπαν ότι η πυκνή παρουσία του Γιανναρά στην εκπομπή «Ανιχνεύσεις», του Παντελή Σαββίδη, είχε κάτι περισσότερο να πει.
Στα βιβλία του βρήκαν «καταφύγιο» άνθρωποι που προσπάθησαν να ξαναμιλήσουν για την πίστη και να συμπληρώσουν ένα νέο δελτίο ταυτότητας για λογαριασμό της Ρωμιοσύνης. Όσο κι αν το εγχείρημα εξανεμίσθηκε, με μια ροπή προς τη γραφικότητα ( πώς θα μπορούσαν να συγκατοικήσουν ο Γιανναράς με τον Ζουράρη ;), ο ίδιος ο Χρήστος Γιανναράς συνέχισε να προσφέρει γόνιμη θεωρία στην τελματωμένη ορθοδοξία, έτη φωτός μακριά από τις αναγνώσεις τύπου Νατσιού. Ακόμη και τον Χριστόδουλο έθεσε απέναντί του, όταν υποστήριξε τη θεσμική οικουμενικότητα του Βαρθολομαίου. Επέμεινε στο πρόσωπο, ως κύριο φορέα της ανθρώπινης υπόστασης, καθώς αποτελεί τον τρόπο για την εξατομίκευση των θείων ενεργημάτων, έδωσε την ελπίδα της θέωσης του ανθρώπου («Το πρόσωπο και ο έρως»), αποπειράθηκε να βγάλει το άτομο από τα «καταφύγια ιδεών», να γνωρίσει τις δυνατότητές του μέσα από το φως της ελευθερίας.
Μια προσωπική συνάντηση
Τα προηγούμενα, θα το έλεγα εν πλήρη συνειδήσει, τα επιβεβαίωνε κι ένας ανάλογος τρόπος ζωής, λιτός και συνετός, όπως κατάφερα να ανιχνεύσω από το λίγο που τον γνώρισα. Όπως ο Ελύτης, στο περίφημο γραφείο του είχε μόνο μια φωτογραφία του στο αλβανικό μέτωπο και έναν πίνακα του Στέρη, ο Γιανναράς, στο ανάλογα αυστηρό γραφείο του διατηρούσε αναρτημένο μόνο ένα πορτρέτο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (το γνωστό, φιλοτεχνημένο από το ζωγράφο Πέροφ). Πραγματικά, συμπύκνωνε με την αισθητική του πίνακα, αλλά κυρίως με το έργο και το βίο του απεικονιζόμενου, την εσωτερική του φλόγα, για το μεγαλείο και τα πάθη του ανθρώπου. Πάλι όπως ο Ελύτης κι «αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας».
Μιλώντας για τα «καταφύγια ιδεών», του θύμισα τις αναφορές στο συμμαθητή του Θόδωρο Αγγελόπουλο, καθώς ο προσωπικός καταγωγικός μου τομέας υπήρξε πάντα ο κινηματογράφος. Χαριτωμένη προεκτάση αυτής της αναφοράς ήταν όταν μου εξομολογήθηκε ότι μαζί με τον σπουδαίο κινηματογραφικό δημιουργό, ένας από τους στενότερους φίλους του τότε, που τον ταλαιπωρούσαν κι αυτόν οι εμμονοληψίες των κατηχητικών, σχεδίαζαν να δώσουν εξετάσεις στη Θεολογική σχολή, όπως τους προέτρεπαν οι οργανώσεις, προκειμένου να διαδώσουν το λόγο του Θεού. Μόνον που ο αργότερα σκηνοθέτης παραπλανούσε το φίλο του, από τον οποίον απέκρυπτε ότι αυτός θα επέλεγε τη Νομική σχολή, μια που ο Γιανναράς, ως άριστος μαθητής, μπορεί να του στερούσε μια θέση εισαγωγής.
Κι όταν του ζήτησα να μου πει την άποψη του για μια εκπομπή που ετοιμάζαμε με τη Δώρα Αυγέρη για το γάμο των ομοφυλοφίλων (το 2008, έτσι;), μετά από μια εντυπωσιακή και ουδόλως θρησκοληπτική ανάπτυξη των απόψεών του, όταν του ζήτησα να τις εκθέσει στην κάμερα, μου απάντησε: « Κύριε Κεχαγιά, στα εβδομήντα τόσα χρόνια της ζωής μου έμαθα να μην τα βάζω με τρεις τάξεις: τους ζωόφιλους, τους ομοφυλόφιλους και τους Εβραίους». Φασίστας ή προφήτης;
« Κύριε Κεχαγιά, στα εβδομήντα τόσα χρόνια της ζωής μου έμαθα να μην τα βάζω με τρεις τάξεις: τους ζωόφιλους, τους ομοφυλόφιλους και τους Εβραίους». Φασίστας ή προφήτης;
Αν διαβάσουμε την απαξίωση και τους κατά καιρούς άδικους χαρακτηρισμούς -οι οποίοι απέπνεαν εμπάθεια και εχθροπάθεια-του αείμνηστου Χρήστου Γιανναρά προς όλους τους πολιτικούς- ιδίως- αλλά και άλλους ”επώνυμους” παράγοντες της ελληνικής ζωής , θα δικαιολογηθεί η απουσία τους από την εξόδιο νεκρώσιμη ακολουθία του.
Δεν δικαιώνεται πάντα ο νεκρός , όταν είναι τιμητής των πάντων και πασών ως προσώπων και όχι ως φορέων ιδεών και πρακτικών..
Προσωπικώς από ένα σημείο και μετά δεν τον ”παρακολουθούσα” γιατί ”βυζαντινολογούσε” ,αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν ένας διανοητής -όχι πάντως αριστερός κύριε Κεχαγιά του δρόμου της Αριστεράς -, που μας άφησε σπουδαίο συγγραφικό έργο .
Ο Θεός των χριστιανών να αναπαύει την ψυχή του.