του Δημητρίου Μερκούριου Κόντη*
Φωτογραφία: Η Τουρκάλα με το κατακόκκινο φόρεμα διαφημίζει το Turkaegean μπροστά στα μνημεία του ελληνικού πολιτισμού στην Μικρά Ασία
Από τις πρώτες συζητήσεις που είχε ο Κωσταντίνος Καραμανλής με τους Αμερικανούς ομολόγους του, το 1975, στην συνομιλία του με τον Πρόεδρο Φορντ, δήλωνε πως η Τουρκία με τις πράξεις της και την ρητορική της αμφισβητούσε το status quo που είχε δημιουργηθεί στην περιοχή από το 1913, την εποχή των Βαλκανικών πολέμων, του θωρηκτού «Αβέρωφ» και του Ναυάρχου Κουντουριώτη.
Ποιο είναι όμως ακριβώς το status quo του Αιγαίου, από ποιες διεθνείς συνθήκες καθορίστηκε και γιατί ο Καραμανλής επέλεξε να αναφερθεί στο 1913 και όχι στο 1923 και στην συνθήκη της Λωζάννης;
Η αποποίηση της οθωμανικής κυριαρχίας σε όλα τα νησιά του Αιγαίου ήταν ένας από τους βασικούς όρους που έθεσαν οι έξι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, ώστε να μεσολαβήσουν για να τερματιστεί ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. Η Υψηλή Πύλη δεν ήταν φυσικά υποχρεωμένη να αποδεχτεί αυτόν τον όρο, όπως και είχε πράξει την πρώτη φορά που της κοινοποιήθηκε επίσημα, τον Ιανουάριο του 1913. Στις αρχές του 1913 η Ελλάδα είχε στην κατοχή της τα νησιά του Βορείου και του Ανατολικού Αιγαίου και η Ιταλία τα Δωδεκάνησα. Έπρεπε όμως η de facto κατάσταση που δημιουργήθηκε στο πεδίο της μάχης να μετατραπεί σε de jure, κάτι που μπορούσε να γίνει μόνο με την υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης.
Η νομική αναγνώριση από την Διεθνή Κοινότητα είναι εξαιρετικά σημαντική, γι’ αυτό και σήμερα η Τουρκία επιμένει στην de jure αναγνώριση των κατεχόμενων.
Στην Κωνσταντινούπολη αρχικά δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα, γιατί πίστευαν πως οι Δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας ενδιαφέρονταν για την διατήρηση του Status quo. Στο σχολείο όλοι διαβάσαμε για το Συνέδριο της Βιέννης του 1814-1815 και τον καγκελάριο της Αυστρίας Μέτερνιχ, που δεν ήθελε ούτε να ακούσει για μια επικείμενη Ελληνική Επανάσταση. Η απλοϊκή εξήγηση στα τότε σχολικά βιβλία πρέσβευε πως ο Μέτερνιχ ήταν μισέλληνας. [σημ. Τα σημερινά σχολικά βιβλία είναι έτη φωτός μπροστά από τα βιβλία της εποχής μου.]
Από τον Δεκέμβριο του 1912 η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη, το εκτελεστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, είχε αποφασίσει η περιοχή των Στενών και η Κωνσταντινούπολη να παραμείνουν σε οθωμανικά χέρια.
Μάλιστα οι Έξι Δυνάμεις ήταν διατεθειμένες να παράσχουν μεγάλη οικονομική βοήθεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εάν οι Οθωμανοί αποδέχονταν τους όρους τους για τον τερματισμό του πολέμου, ώστε να ενισχυθεί το ασιατικό τμήμα της, στο οποίο και θα έπρεπε πλέον να περιοριστεί.
Ο «Μεγάλος Ασθενής» έπρεπε να γιατρευτεί και να γίνει ένα βιώσιμο κράτος.
Τα νήματα εκείνη την εποχή κινούσε η Μεγάλη Βρετανία δια μέσου του Βρετανού υπουργού των Εξωτερικών Γκρέι, βασική επιδίωξη του οποίου ήταν να βρει μια διπλωματική οδό, ώστε να εκδιώξει τους Ιταλούς από τα Δωδεκάνησα.
Στόχος ήταν να εμποδίσει τον ελλιμενισμό του Γερμανικού στόλου στο Αιγαίο σε έναν ενδεχόμενο ευρωπαϊκό πόλεμο, καθώς Ιταλοί και Γερμανοί ήταν εκείνη την εποχή σύμμαχοι.
Οι Βρετανοί επίσης είχαν προκρίνει την ουδετεροποίηση του Αιγαίου ως μια εξαιρετική λύση για τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα στην Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή.
Τον Μάρτιο του 1913 έπεσε η Αδριανούπολη και ο σερβοβουλγαρικός στρατός προέλαυνε προς την Τσατάλτζα. Εκεί οι Τούρκοι θα έδιναν και την τελευταία μάχη. Αν η Τσατάλτζα έπεφτε, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι θα έκαναν περίπατο μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι υστερούσαν και σε αριθμούς και σε εξοπλισμό και οι εκτιμήσεις για την έκβαση της σύγκρουσης ήταν συντριπτικά υπέρ της Βαλκανικής Συμμαχίας. Όμως οι Τούρκοι δεν ήταν σίγουροι πως οι Βρετανοί θα προλάβαιναν να παρέμβουν, όπως είχε συμβεί το 1878, καθώς πίστευαν ότι οι Ρώσοι υποστήριζαν έμμεσα τους Βουλγάρους.
Ο μεγάλος φόβος των Τούρκων ήταν ότι οι Ρώσοι θα μπορούσαν να μπλοκάρουν προσωρινά την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη από το να λάβει μια απόφαση, η οποία έπρεπε να είναι ομόφωνη.
Έτσι, μέχρι στο Λονδίνο να αποφάσιζαν με ποιο τρόπο οι Έξι Δυνάμεις θα έστελναν στρατιωτική βοήθεια στους Οθωμανούς, ελλόχευε ο κίνδυνος οι Βούλγαροι να προλάβαιναν να μπουν στην Πόλη δημιουργώντας τετελεσμένο.
Τελικά την 1 Απριλίου του 1913, η Οθωμανική Κυβέρνηση αποφάσισε να αποδεχτεί την διαμεσολάβηση των έξι Δυνάμεων, ώστε με την παρέμβασή τους να τερματιστεί ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος.
Επέλεξαν να χάσουν όλα τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη από το να θέσουν σε κίνδυνο την πρωτεύουσα και την ίδια την ύπαρξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σήμερα, Τούρκοι νομικοί επιμένουν πως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών ήταν η προϋπόθεση, ώστε η Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί την παραχώρησή τους στην Ελλάδα. Δεν ευσταθεί όμως η τουρκική θέση, γιατί οι Οθωμανοί άφησαν εν λευκώ την τύχη των νησιών του Αιγαίου στις Έξι Δυνάμεις, οι οποίες και θα αποφάσιζαν τον τρόπο και τους όρους διανομής τους.
Τα παραπάνω αποτυπώθηκαν στην συνθήκη ειρήνης του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, γνωστή και ως Συνθήκη του Λονδίνου του 1913. Η αποποίηση της κυριαρχίας τους σε όλα τα νησιά του Αιγαίου ήταν, όπως ερμηνεύτηκε λίγους μήνες αργότερα από το Foreign Office, οριστική και άνευ όρων. Την ίδια απάντηση έδωσαν στους Τούρκους οι Γάλλοι, οι Ρώσοι αλλά και οι Ιταλοί.
Στο Λονδίνο οι Οθωμανοί αποποιήθηκαν στην πράξη τα νησιά του Αιγαίου, δεν αποφασίστηκε όμως ο τρόπος διανομής τους.
Ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών Γκρέι στόχευε στην απόδοση όλων των νησιών του Αιγαίου στην Ελλάδα, στην βάση του ελληνικού τους πληθυσμού. Οποιαδήποτε απόφαση όμως έπρεπε να ληφθεί ομόφωνα από την Ευρωπαϊκή Συμφωνία, η οποία και αποτελούσε μια μορφή «συλλογικής ηγεμονίας». Το 1913 ήταν η προτελευταία χρονιά της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, η οποία και τέθηκε υπό σοβαρή αμφισβήτηση στις αρχές του 1914 για το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου και το Βορειοηπειρωτικό, κυρίως γιατί
η Γερμανία δεν συμφωνούσε με τους Βρετανούς στον τρόπο που θα επιλύονταν τα δύο αυτά καίρια για τον Ελληνισμό ζητήματα.
Την εποχή εκείνη το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου δεν περιοριζόταν σε μια διμερή αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά αποτελούσε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πρόβλημα, που έπρεπε να επιλυθεί στα πλαίσια του Ανατολικού Ζητήματος. Επίσης, κυρίαρχη σημασία είχε το ζήτημα των Στενών, των οποίων τα νησιά του Βορείου Αιγαίου θεωρούνταν αναπόσπαστο τμήμα.
Όλες οι προσπάθειες για την οριστική διανομή των νησιών του Αιγαίου έπεσαν στο κενό: Η απονενοημένη προσπάθεια των Έξι Δυνάμεων, που οδήγησε στην ομώνυμη απόφαση δεν εφαρμόστηκε, ενώ οι διμερείς συνομιλίες Ελλάδας-Τουρκίας που ακολούθησαν δεν οδήγησαν σε συμφωνία.
Τελικά με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρωπαϊκή Συμφωνία διαλύθηκε. Τα συμφωνηθέντα του Λονδίνου δεν έγιναν πράξη και εν πολλοίς η έκβαση του Α’ Παγκοσμίου θα καθόριζε και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησιών του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου.
Αν τον πόλεμο τον κέρδιζαν οι Γερμανοί, σήμερα η Χίος θα ονομαζόταν Sakız Adasi (το νησί της μαστίχας) και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ίσως να συνέχιζε να υφίσταται ως ένα πολυεθνικό κράτος. Από τον Αύγουστο του 1914, ο Γερμανός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Βάνγκενχαϊμ είχε αποδεχτεί ότι η Γερμανία θα στήριζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην προσπάθειά της να της επιστραφούν τα νησιά του Αιγαίου μετά το τέλος του πολέμου, αν η Ελλάδα τελικά συμμαχούσε με την Αντάντ. Τούρκοι ιστορικοί θεωρούν την σύμπραξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Γερμανία ως το καταλυτικό γεγονός που οδήγησε στην διάλυση της.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ηττημένη σύμμαχος των Κεντρικών Δυνάμεων Οθωμανική Αυτοκρατορία θα διαλυόταν και στην θέση της θα αναδυόταν ένα εθνικό τουρκικό κράτος. Η Ελλάδα, με το μεγάλο κόστος που προκάλεσε ο Εθνικός Διχασμός, επέλεξε το νικητήριο στρατόπεδο.
Στις Συνθήκες των Σεβρών και Λωζάννης οι νικήτριες Δυνάμεις του Μεγάλου Πολέμου, που αποκαλούνταν πλέον «Οι Σύμμαχοι», αποφάσισαν να εκτελέσουν το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου του 1913. Το μόνο που απέμενε ήταν να συμφωνήσουν πώς θα γινόταν η διανομή των νησιών.
Οι Τούρκοι στην Λωζάννη δεν είχαν λόγο στην διανομή, διότι ο Οθωμανός Σουλτάνος είχε αποποιηθεί την κυριαρχία τους από το 1913. Αυτή είναι και η ιστορική εξήγηση του άρθρου 12 της Λωζάννης που παραπέμπει στην περίοδο του 1913-1914.
Η διάθεση των Συμμάχων αποκρυσταλλώνεται στην καταγεγραμμένη δήλωση του Βρετανού υπουργού των Εξωτερικών Λόρδου Κέρζον τον Νοέμβριο του 1922 στο Montreux:
«All he had wished to do was to make it quite clear that Turkish rights in all the islands in the Aegean were to be extinguished in the new treaty.»
«Το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να καταστήσει σαφές ότι τα τουρκικά δικαιώματα σε όλα τα νησιά του Αιγαίου επρόκειτο να εκλείψουν στη νέα συνθήκη».
Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι είχαν αποφασίσει αρχικά όλα τα νησιά του Αιγαίου να περιέλθουν στην κυριαρχία της Ελλάδας, καθώς ο εθνικός τους χαρακτήρας ήταν ξεκάθαρα ελληνικός. Αυτός που αντέδρασε ήταν ο νεοαφιχθείς στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1922 Μπενίτο Μουσολίνι.
Οι Αγγλογάλλοι (και οι Ρώσοι) είχαν υποσχεθεί στους Ιταλούς τα Δωδεκάνησα από το 1915 με την μυστική συνθήκη του Λονδίνου, ως ένα από τα ανταλλάγματα για την συμμετοχή της Ιταλίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Ο Μουσολίνι δεν αναγνώρισε τα συμφωνηθέντα των Σεβρών (σύμφωνο Βενιζέλου-Μπονίν) και δεν σκόπευε να παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, όπως και τελικά συνέβη.
Σε όλες αυτές τις παρασκηνιακές συνομιλίες οι Τούρκοι παρέμειναν αμέτοχοι, καθώς για τους Συμμάχους η Τουρκία ήταν ηττημένη χώρα του Α’ Παγκοσμίου.
Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν οδήγησε στην ανατροπή της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί το 1912-1914.
Η Ελλάδα πολέμησε και στον Β’ Παγκόσμιο και έτσι βρέθηκε για τρίτη φορά στο στρατόπεδο των νικητών, ενώ οι Τούρκοι επέλεξαν τον ρόλο του «επιτήδειου ουδέτερου». Τα Δωδεκάνησα δεν πέρασαν άμεσα στην κυριαρχία της Ελλάδας, καθώς αποφασίστηκε από Δύση και ΕΣΣΔ να συμπεριληφθούν στην συνολική διευθέτηση της ιταλικής συνθήκης ειρήνης του Β’ Παγκοσμίου, περισσότερο γνωστή ως Συνθήκη των Παρισίων του 1947.
Η βρετανική θέση τον Σεπτέμβριο του 1944, ήταν όλα τα Δωδεκάνησα (αρχικά εκτός από το Καστελόριζο) να αποδοθούν στην Ελλάδα. Οι Βρετανοί θεωρούσαν πως, αν το Καστελόριζο αποδιδόταν στην Ελλάδα, θα αποτελούσε μια μόνιμη εστία έντασης στα ελληνοτουρκικά.
Επίσης είχαν θέσει ως όρο να δοθεί στην Μεγάλη Βρετανία το δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές βάσεις στην Κρήτη και πιθανόν στην Ρόδο.
Το ξέσπασμα του ψυχρού πολέμου βρήκε τους Σοβιετικούς κάθετα αντίθετους σε μια τέτοια διευθέτηση.
Για την οριστική αποτροπή μιας μελλοντικής στρατιωτικοποίησης των νησιών από τους Βρετανούς ή τους Αμερικανούς, στο Παρίσι προκρίθηκε, ως συμβιβασμός μεταξύ Δύσης και ΕΣΣΔ, η λύση της ολικής αποστρατιωτικοποίησής τους.
Αναφορικά με το Καστελόριζο, καταλυτική ήταν η παρέμβαση του Αμερικανού υπουργού των Εξωτερικών Byrnes, καθώς επικαλούμενος την συντριπτικά ελληνική σύνθεση του πληθυσμού του, άλλαξε την γνώμη των Βρετανών και απέτρεψε την παραχώρησή του στην Τουρκία.
Οι Τούρκοι επιχείρησαν και πάλι διπλωματικά να τους επιστραφούν κάποια από τα Δωδεκάνησα στην βάση της εγγύτητάς τους με τις τουρκικές ακτές και την στρατηγική σημασία που έχουν για την Τουρκία ως προς την ασφάλειά της.
Επανέλαβαν δηλαδή την ίδια επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν πρώτοι οι Νεότουρκοι το 1913, την οποία και συνεχίζουν να αναπαράγουν μέχρι τις μέρες μας, όπως είναι έκδηλο από τις επιστολές Σινιριόγλου στον ΟΗΕ.
Αναφορικά με τα Δωδεκάνησα, οι Τούρκοι εστίαζαν στην Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Νίσυρο και Σύμη ενώ θεωρούσαν το Καστελόριζο δεδομένα τουρκικό. Για τα δύο τελευταία νησιά επανήλθαν το καλοκαίρι του 1946 αφού έγινε γνωστό ότι όλα τα Δωδεκάνησα θα περνούσαν στην ελληνική κυριαρχία. Ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών Μπέβιν αντέκρουσε τις τουρκικές προτάσεις, οι οποίες δεν έγιναν στα πλαίσια των επίσημων διαβουλεύσεων που οδήγησαν στην υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων, καθώς οι Τούρκοι δεν πολέμησαν ούτε υπέρ ούτε εναντίον των Ιταλών στον Β’ Παγκόσμιο. Για την Τουρκία ολόκληρο το περιεχόμενο της Συνθήκης των Παρισίων είναι «res inter alios acta».
Ο Τουρκικός αναθεωρητισμός από το 1913 και μετά είναι διαχρονικός και διαρκής. Οι Τούρκοι ουδέποτε απεμπόλησαν την φιλοδοξία τους να ξαναγίνουν αυτοί τα αφεντικά στο Αιγαίο.
Το 1914 επιδίωξαν να ανατρέψουν την απόφαση των Έξι Δυνάμεων, έχοντας τους Γερμανούς στο πλευρό τους, στη Λωζάννη πρότειναν τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου να αυτονομηθούν από το ελληνικό κράτος και στο Παρίσι προσπάθησαν να πείσουν τους Βρετανούς να τους επιστραφεί τουλάχιστον το Καστελόριζο. Το 1996 με την κρίση των Ιμίων αμφισβήτησαν την κυριαρχία των μικρότερων νησιών του Αιγαίου. Το 2021 με τις επιστολές στον ΟΗΕ ξεκίνησαν να αμφισβητούν την κυριαρχία και των μεγάλων.
Η «Γαλάζια Πατρίδα» εκφράζει την σημερινή τουρκική θέση για διαμοιρασμό και συνεκμετάλλευση του Αιγαίου αλλά δεν είναι η μοναδική απειλή: Oι Τούρκοι έχουν διαστρεβλώσει το όνομα του Αιγαίου σε «Turkaegean Sea», ενώ διαφημίζουν τους αρχαιολογικούς χώρους της Εφέσου, της Περγάμου και της Κνίδου χωρίς καμία αναφορά στην Αρχαία Ελλάδα. Η ιστοσελίδα aegean.goturkiye.com μας προτρέπει μάλιστα πως έφτασε η ώρα να επισκεφτούμε το Τουρκικό Αιγαίο και να ακολουθήσουμε τα μονοπάτια της ιστορίας. Ο επισκέπτης μαθαίνει πως οι πόλεις αυτές ήταν πολυπολιτισμικές και σημαντικά κέντρα στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Τον περασμένο Αύγουστο οι Τούρκοι πλήρωσαν ολοσέλιδη διαφήμιση στην γαλλική εφημερίδα «Le Monde» για να προβάλουν τα πολιτιστικά μνημεία του «ΤουρκοΑιγαίου». Το θέμα έχει πλέον ξεφύγει από το στενά νομικό ζήτημα της εμπορικής ονομασίας (οι Τούρκοι κατοχύρωσαν με trademark το «Turkaegean» στην ΕΕ μέχρι το 2031!).
Ο Αμερικανός τουρίστας από την Νεμπράσκα που θα επισκεφτεί την Μικρά Ασία, σε δέκα-είκοσι χρόνια από σήμερα θα πιστεύει πως η Ελλάδα είναι η αναθεωρητική χώρα που επιδιώκει να στερήσει από την Τουρκία ένα κομμάτι της ιστορίας της. Ίσως στο μέλλον οι Τούρκοι να αλλάξουν και την ετοιμολογία της λέξης. Γιατί να ήταν λοιπόν ο πατέρας του Θησέα, Αιγεύς, που έπεσε στο πέλαγος όταν αντίκρυσε τα μαύρα πανιά και όχι κάποιος Τούρκος Αγάς, εξ ου και το «Turk Aga» που με τα χρόνια παραφράστηκε σε «Turk Ege» ή «Τουρκικό Αιγαίο»;
Τα Σκόπια με την αδιάκοπη και ανεξέλεγκτη επί δεκαετίες προπαγάνδα κατάφεραν να τους αναγνωριστεί «μακεδονική γλώσσα», «μακεδονική εθνότητα» και να ονομάζονται σήμερα Βόρεια Μακεδονία. Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.
*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής.
Εσείς δεν το γράψατε κύριε Κόντη -ιστορικός ερευνητής γιατί -αλλά εγώ θα προσθέσω στην καταληκτική φράση σας μετά το ”δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού” τα ακόλουθα
(και γιαυτό να προσέχετε αγαπητοί Έλληνες να μη ξαναψηφίσετε όσους ασκούν ”ενεργητική” εξωτερική πολιτική όπως το 2017/18 γιατί θα ”αγωνιστούν” να τα βρούμε και με τους Τούρκους ,όπως τότε με τους Αλβανοσλάβους των Σκοπίων και να τους χαρίσουν και αυτούς κάτι παραπάνω από όσα ζητούν -αλλά δεν πήραν όπως και εκείνοι μέχρι το 2018-)
ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΣΟΦΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗ ΕΠΑΝΑΛΑΒΟΥΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥΣ , ΑΝ ΚΑΙ Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΕΞ ΗΠΑ ΝΕΑΝΙΑ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΑΦΗΝΕΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΟΣ .
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΘΑ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ.
Στις 6 Νοεμβρίου, ο Κουντουριώτης έστειλε τηλεγράφημα στον Οθωμανό ναύαρχο:
προς το Ναύσταθμο Κωνσταντινουπόλεως: “Κατελάβομεν Τένεδον. Αναμένομεν αντίπαλον στόλον. Εάν στόλος σας στερείται γαιάνθρακας, είμαι προθυμότατος παραχωρήσω”
Την παραμονή της πρώτης εξόδου του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο ο Τούρκος ναύαρχος Οσμάν Νουρί Μπέη και οι αξιωματικοί του κάθισαν και έγραψαν επί του θωρηκτού «Μεσουδιέ» τη διαθήκη τους!
[…] […]