ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΣΤΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ: Θεσμική θέση ή πολιτικός ελιγμός;

- Advertisement -

 

Του Γιώργου Πινακίδη, Δικηγόρου, Διδάκτορα Νομικής

Διακηρυγμένη μέχρι πρότινος θέση του Πρωθυπουργού ήταν ότι, αν στις προσεχείς εκλογές δεν κερδίσει αυτοδύναμη πλειοψηφία, θα επιδιώξει άμεση προσφυγή σε νέες εκλογές, απορρίπτοντας εκ προοιμίου την αναζήτηση δυνατοτήτων συνεργασίας με άλλα κόμματα. Με τον τρόπο αυτό θα ακύρωνε στην πράξη την εφαρμογή του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής (ν. 4406/2016), το οποίο είχε σπεύσει να αντικαταστήσει με ένα σύστημα ενισχυμένης (ν. 4654/2020), που θα ισχύσει όμως από τις μεθεπόμενες εκλογές.

Πρόσφατα, ωστόσο, τοποθετούμενος σε ένα γενικότερο πλαίσιο, αναθεώρησε μερικώς τη θέση του υπέρ των αυτοδύναμων Κυβερνήσεων, επισημαίνοντας ότι στόχος του δεν είναι η αυτοδυναμία καθ’ εαυτή αλλά η σταθερότητα. Υποβάθμισε έτσι την αυτοδυναμία από σκοπό, σε μέσο απλώς για την επίτευξη σταθερότητας. Η τελευταία δεν αποκλείεται, κατά τη λογική αυτή, να διασφαλιστεί και μέσω μιας κυβερνητικής συνεργασίας με άλλο ή άλλα κόμματα. Η μετατόπιση είναι σαφής. Το πολιτικό της μήνυμα εύληπτο. Ας δούμε από κοντά τις συνταγματικές και πολιτικές παραμέτρους του ζητήματος.

Το άρθρο 37 του Συντάγματος προβλέπει ότι, αν μετά από τις εκλογές κανένα κόμμα δεν εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, τίθεται σε κίνηση η διαδικασία των διερευνητικών εντολών. Αυτές χορηγούνται, κατά σειρά, στο κόμμα που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία και, εν συνεχεία, στα δύο επόμενα σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματα. Σε οριακές περιπτώσεις κοινοβουλευτικής ισοδυναμίας μπορεί να χορηγηθεί και τέταρτη διερευνητική εντολή. Αν καμία διερευνητική εντολή δεν τελεσφορήσει, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί, σε μια ύστατη προσπάθεια συγκρότησης κυβερνητικού σχήματος, τους αρχηγούς των κομμάτων και διερευνά τη δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης της εμπιστοσύνης της Βουλής. Εφόσον επιβεβαιωθεί αδυναμία σχηματισμού της, διορίζεται Κυβέρνηση εκλογική, κατά κανόνα υπηρεσιακού χαρακτήρα (με επικεφαλής τον Πρόεδρο ενός εκ των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων), διαλύεται η Βουλή και διενεργούνται νέες εκλογές.

Το Σύνταγμα δεν απαιτεί συνεπώς οπωσδήποτε μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία για τη συγκρότηση Κυβέρνησης ούτε εξαρτά τον βίο της Βουλής από την ύπαρξή της. Μια τέτοια επιλογή, πέραν του ότι θα αντιστρατευόταν θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές (της λαϊκής κυριαρχίας αλλά και του κοινοβουλευτικού και αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος), θα ήταν εξαιρετικά κοντόφθαλμη και ανελαστική, στα όρια της θεσμικής απρονοησίας. Απεναντίας, ο συντακτικός νομοθέτης εισάγει μια αυστηρά τυποποιημένη και πυκνή διαδικασία επίτευξης πολιτικής συνεννόησης, προκειμένου να υπάρξει κυβερνητικό σχήμα και να αποφευχθεί η διάλυση της Βουλής.

Επειδή, βέβαια, κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες, ενώ η διαβούλευση των πολιτικών αρχηγών με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πρέπει να επακολουθήσει αμέσως μετά και να εξελιχθεί σε εύλογο πάντως διάστημα, τα χρονικά περιθώρια για την εξεύρεση κυβερνητικής λύσης είναι ασφυκτικά. Δεν επαρκούν για τη διενέργεια διεξοδικών πολιτικών συζητήσεων μεταξύ των κομμάτων πάνω στους όρους μιας κυβερνητικής συνεργασίας, όπως συμβαίνει στη Γερμανία, δυνάμει και του διαφορετικού, ως έναν βαθμό, εκεί συνταγματικού πλαισίου.

Ούτως ή άλλως, η διαδικασία αυτή δεν αποτελεί συνέχεια ή έκβαση μιας συζήτησης μεταξύ των κομμάτων που γίνεται εν ψυχρώ, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Κάθε άλλο: στο ελληνικό πολιτικό σύστημα μια τέτοια συζήτηση είναι μάλλον σπάνια, αν έχει διεξαχθεί ποτέ συστηματικά. Σταθερό στοιχείο της κομματικής τακτικής είναι η αποφυγή προγραμματικών συγκλίσεων και η απόρριψη της προοπτικής μετεκλογικών συνεργασιών, τόσο από τα μεγαλύτερα κόμματα, για λόγους συσπείρωσης και αύξησης της εκλογικής τους επιρροής, όσο και από τα μικρότερα, για λόγους περιφρούρησης της αυτονομίας τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι όποιες συμφωνίες στο πλαίσιο των διερευνητικών εντολών να συνάπτονται υπό την πίεση των συνταγματικών προθεσμιών, άλλοτε ένεκα πολιτικής ανάγκης και άλλοτε για την εξυπηρέτηση κομματικών στρατηγικών ή σκοπιμοτήτων. Όλα αυτά αποτελούν βέβαια μέρος του πολιτικού παιχνιδιού.

Έστω και έτσι όμως, τίθεται το ερώτημα πώς αξιολογείται η δεδηλωμένη ως τώρα πρόθεση του Πρωθυπουργού να οδηγήσει απευθείας τη χώρα σε εκλογές, στην περίπτωση που δεν προκύψει αυτοδυναμία από τις κάλπες της απλής αναλογικής.

Η στάση αυτή απέχει πολύ από τη θεσμικά αναμενόμενη. Πρώτον, γιατί παραγνωρίζει τη λογική που διέπει τη συνταγματική ρύθμιση διορισμού Κυβέρνησης, η οποία υποδέχεται εξίσου το ενδεχόμενο σχηματισμού τόσο μονοκομματικής όσο και πολυκομματικής Κυβέρνησης. Δεύτερον, γιατί παραβλέπει τη μέριμνα του συντακτικού νομοθέτη να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα συγκρότησης Κυβέρνησης προκειμένου να μη διαλυθεί η Βουλή που μόλις εκλέχθηκε. Τρίτον, γιατί απομειώνει εκ του αποτελέσματος την πολιτική σημασία των πρώτων εκλογών και συνεπώς της επίσημης έκφρασης της λαϊκής ετυμηγορίας. Τέταρτον, γιατί διαβαθμίζει την τελευταία, ανάλογα με το εκλογικό σύστημα που εφαρμόζεται, παρόλο που η απλή αναλογική βρίσκεται εντός του φάσματος των συνταγματικά θεμιτών επιλογών, έστω και αν δυσχεραίνει το επιθυμητό αποτέλεσμα της αυτοδυναμίας.

Η παραπάνω στάση γεννά όμως κυρίως πολιτικούς προβληματισμούς. Είναι ασφαλώς θεμιτό να θέλει κανείς να κυβερνήσει με βάση μια αυτοδύναμη, κομματικά αμιγή, κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτή άλλωστε είναι η επιδίωξη όλων των κομμάτων που μετέχουν στις βουλευτικές εκλογές, αφού λόγος ύπαρξής τους είναι η διεκδίκηση και άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Είναι όμως λιγότερο κατανοητό να προαναγγέλλει, και δη σε χρόνο εκλογικά ανύποπτο, τη βούλησή του να προσφύγει εκ νέου σε εκλογές εφόσον δεν κερδίσει αυτοδυναμία, αγνοώντας προκαταβολικά τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων που θα διαμορφωθεί εν τω μεταξύ και θα αποτυπωθεί τελικά υπό συνθήκες που δεν μπορούν με ασφάλεια να προβλεφθούν. Αυτό, αν δεν είναι πολιτικά αλαζονικό, προδίδει μια περιφρονητική στάση απέναντι στην βούληση των πολιτών, όταν και όπως αυτή εκφραστεί. Αποδεικνύει πάντως, σε κάθε περίπτωση, μια αντίληψη στατική και καθόλου δυναμική για την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων.

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η πρόσφατη αλλαγή γραμμής του Πρωθυπουργού στο ζήτημα της αυτοδυναμίας συνιστά «διόρθωση» και ειλικρινή μετακίνησή του προς μια συνταγματικά και πολιτικά πιο εκλεπτυσμένη θέση. Η συγκυρία όμως μέσα στην οποία εκδηλώνεται, η οποία διαταράσσει την ευθύγραμμη πορεία των πραγμάτων, ανατρέπει βεβαιότητες και εκλογικούς σχεδιασμούς και καθιστά λιγότερο ευνοϊκό για την Κυβέρνηση τον συσχετισμό δυνάμεων, μας οδηγεί σε άλλες σκέψεις. Η μεταστροφή οφείλεται στη διαπίστωση ότι το ενδεχόμενο της αυτοδυναμίας απομακρύνεται οριστικά και πρέπει τώρα να οξυνθούν τα πολιτικά διλήμματα που τίθενται ενώπιον του εκλογικού σώματος αλλά και υποτιθέμενων μελλοντικών κυβερνητικών εταίρων∙ ως εκλογική στρατηγική εν όψει της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης, αλλά και εκείνης που πιθανώς θα ακολουθήσει.

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. ΜΙΑ ΑΠΟΨΗ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΤΟ ΕΙΠΕ ΑΠΟ ΤΩΡΑ Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ Κ.ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ”ΣΤΗΝ ΝΥΦΗ ,ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΚΟΥΣΕΙ Η ΠΕΘΕΡΑ ” -ΟΙ ΚΙΝΑΛΙΣΤΕΣ ΚΛΠ- , ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΝΕ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΟΝ ΤΣΙΠΡΟΣΥΡΙΖΑ ΟΣΟΙ ΤΕΛΙΚΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΟΥΝ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΝΑΛ, ΓΙΑ ΝΑ ”ΑΠΟΛΑΥΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ”, ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟ 1981.
    ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ”ΤΗΝ ΑΠΟΛΑΥΣΟΥΝ” ΚΑΙ ΜΕ ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ Ν.Δ, Ή, ΚΑΙ ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ .
    ΠΑΝΤΑ ΙΔΙΟΤΕΛΗΣ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΑ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,300ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα