Της ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ
Το γήπεδο έβγαζε αχνούς κι ανέβαζε ένα μεγάλο καρδιοχτύπι κοινό. Χτυπούσαν χιλιάδες καρδιές, γελούσαν χιλιάδες πρόσωπα. Αυτή η τρελή καρδιά σ’ έκανε να σηκώνεσαι όρθιος, να θέλεις να χορέψεις και ν’ αγκαλιάσεις όλους τους άλλους, που ήσουν ένα μαζί τους. Αν έσβυνες τη μουσική θα έβλεπες ευτυχισμένους ανθρώπους, μεθυσμένους από τα αισθήματα που προκαλούσε η μουσική και τα λόγια των ποιητών, όπως μεθάει κανείς, όταν βρίσκεται σε κατανυκτική λειτουργία. Ο Μίκης δεν χαλούσε το χατήρι κι έδινε το πρόσταγμα και γι’ άλλο και γι’ άλλο τραγούδι, μέχρι που δεν άντεχε πια με τις ανοιχτές φτερούγες του να αναδεύει τον αέρα, τραγουδώντας κοφτά. Ο καιρός πέρασε και το κοινό καρδιοχτύπι χάθηκε. Η μουσική είναι πάντα ωραία, με ένα γύρισμα παράπονου ή έξαλλης χαράς, μα εδώ και πολλά χρόνια πονάει. Η Ελλάδα που βαλάντωσε το Θεοδωράκη και τον έκανε να βγάλει ροδόσταμο τα τραγούδια του είναι από καιρό πεθαμένη. Ατύχησε να δει το μακρύ θανατό της και τη διάψευση του άστρου της ελπίδας. Τα συμφωνικά έργα του τα γνωρίζω λίγο, από μια-δυό συναυλίες. Ίσως αυτά να έχουν άλλη ζωή, χωρίς το φαρμάκι της παρακμής, της άνοιξης που δεν έγινε καλοκαίρι. Θα παίζονται σε αίθουσες συναυλιών, όπου τα νιάτα που πήγαν άδικα δεν θα πονούν κανένα, μουσική καθαρή, χωρίς το αβάσταχτο φορτίο της προδομένης αγάπης, προς τη ζωή και την πατρίδα, που από μάνα λατρευτή την καταντήσαμε γριά ανοϊκή που τη στέλνει το ένα παιδί στο άλλο να την ξεφορτωθεί για να τελειώσει. Πόση αγάπη δέχτηκε στη ζωή του ο Μίκης! Πόσους ανθρώπους είχε το θείο δώρο να συγκλονίσει! Ποιός θα σηκώνει τώρα το μύθο του ελληνισμού, που κινδυνεύει να κρυφτεί στα βαθιά σαν το θαλασσινό τριφύλλι, μέχρι μια άλλη καρδιά, ικανή και επιδέξια να τον πιάσει και να πλέξει παρακάτω. Απόψε θρηνούμε, αυτόν που κάρφωσε την ψυχή μας στα ουράνια.
Πόση ποίηση χωράει στό σήμερα στή χώρα αὐτή καί τί βλέπει ἡ ματιά μας;
Ἀπό τό
Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω,
λουίζα και βασιλικό,
μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω,
και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια,
των αρχαγγέλων το σπαθί,
το περιβόλι με τ’ αστέρια,
και το πηγάδι το βαθύ
γραμμένο το 1941 καί μελοποιημένο τό 1965,
στό μοχίτο πού περιμένει στό τραπεζάκι δίπλα στήν πισίνα τῆς βίλας μέ τήν ἄκρη της νά ἀγγίζει τό ὡραῖο γαλάζιο τοῦ Αἰγαίου καί ἀπέναντι στίς πλαγιές νά διακρίνονται μέρα καί νύχτα οἱ ἀτάκτως ἐρριμένες ἀνεμογεννήτριες στό ὄνομα τῆς πράσινης ἀνάπτυξης, 60 χρόνια ἀπόσταση,
τό ὄνομα πού γράφτηκε
¨ Πάνω στην άμμο την ξανθή¨ δέν τό σβήνει ὁ μπάτης πιά ἀλλά τά λύματα πού βρωμίζουν θάλασσες καί περιγιάλια, ὄχι κρυφά πλέον ἀλλά γεμάτα ἐπιτήδευση καί κακοπλουτισμό,
τά χωριά καί τά βουνά ὅπου οἱ ποιητές ἀγωνίσθηκαν γιά τόν ἄνθρωπο, ἐγκαταλελειμμένα μαζί μέ τίς καλλιέργειες καί κάθε παραγωγική δράση,
στό κέντρο τῆς Ἀθήνας, στά γραφικά σοκάκια, μετανάστες οὐροῦν δημόσια σέ κοινή θέα, χωρίς νά ἀνασαίνουν δίπλα τους, στήν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, τόν ἀέρα τῆς παιδείας πού θά τούς μάθει τρόπους ζωῆς γιά νά μήν φοβῶνται καί νά μήν τρομάζουν καί νά
ἀντανακλοῦν οἱ στίχοι τῶν ποιητῶν τίς ἀλήθειες μας.
Μάς τάισε νέκταρ καί ἀμβροσία, ἄν καί ἀπαγορευόταν σέ κοινούς θνητούς. Αὐτός ὅμως μᾶς φαντάστηκε ἀθάνατους, εἶναι ἀπό αὐτούς πού θέλησαν νά ἑνώσουν τόν οὐρανό μέ τή γῆ. Αὐτός ὁ κομμουνιστής, πού διάλεξε νά βλέπει καθημερινά τόν Παρθενώνα, τό μόνο πού θά λυπόταν ὅτι δέν θά ἔβλεπε ὅταν θά πέθαινε, ὅπως εἶπε. Διάλεγε τήν κατάλληλη μουσική, τήν κατάλληλη στιγμή, ὥστε νά εἶναι οἱ στίχοι κατανοητοί στόν πιό ἁπλό ἄνθρωπο, γιά νά ἔχει ὁ καθένας δυνατότητα στήν θέαση τοῦ ὡραίου, νά ἔχει ὁ καθένας φωνή.
Μιά συνέντευξή του στήν Ἕλενα Ἀκρίτα.
Μίκης καί Μάνος, συναγωνιστές.
https://youtu.be/aWQi_yiU-tY
Πριν από πολλά χρόνια, επί Κάστρο ακόμη, είχα επισκεφτεί την εξαθλιωμένη Κούβα, όπου έβλεπες ενδεείς πολίτες να αφοδεύουν σε δημόσια αφοδευτήρια εν μέση οδώ, πίσω από ένα μπερντέ. Ένας φίλος κομμουνιστής χαιρέτησε με τη γροθιά και τη φράση “ζήτω η επανάσταση” στα ισπανικά έναν γέρο που κάθονταν σε ένα κεφαλόσκαλο και μας κοίταζε χωρίς έκφραση. Γνωρίσαμε έναν νέο κουβανό σε ένα μπαρ που μας έλεγε τα βάσανά του και, κάποια στιγμή, τον έπιασαν τα κλάματα, όταν του είπαμε ότι σε 2 μέρες φεύγουμε.
Προς τιμήν αυτού του καθεστώτος και του δικτάτορά του έδωσε συναυλία ο Μίκης Θεοδωράκης.
Μην τυφλωνόμαστε.