Η Βρετανία θα βρεθεί με ανίσχυρη και ασταθή κυβέρνηση τη χειρότερη δυνατή στιγμή, όταν, δηλαδή, θα πρέπει να διαπραγματευτεί τη θέση της στην Ευρώπη και στον κόσμο. Η αντίστροφη μέτρηση για το Brexit έχει αρχίσει. Αφότου είχε ενεργοποιήσει το άρθρο 50 τον περασμένο Μάρτιο, η Τερέζα Μέι πήρε το ρίσκο των πρόωρων εκλογών, ώστε να αυξήσει ακόμα περισσότερο την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της και στο τέλος την πάτησε. Η Βρετανία σπατάλησε τους πρώτους τρεις μήνες της διετούς προθεσμίας που έχει να συμφωνήσει το «διαζύγιο» με την Ενωση, οπότε γιατί θα συναινούσε η Ε.Ε. να επεκτείνει την προθεσμία;
Είναι, άραγε, πιθανόν η Βρετανία να αλλάξει άποψη για το Brexit; Ενδεχομένως, αλλά δεν είναι πολύ πιθανό. Περίπου τα δύο τρίτα των Βρετανών βουλευτών τάσσονται υπέρ της Ε.Ε., οπότε η έλλειψη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας αποτελεί μικρή αλλά όχι αμελητέα πιθανότητα για διεξαγωγή δεύτερου δημοψηφίσματος. Τώρα που είναι σαφείς οι απειλές από το Brexit, όπως και η δυσκολία να εξασφαλίσει η Βρετανία μια καλή συμφωνία με την Ε.Ε., θα μπορούσε η Βρετανία να αλλάξει άποψη; Ισως. Οι Εργατικοί σημείωσαν εκλογικά κέρδη σε περιοχές όπου είχε επικρατήσει η άποψη της «παραμονής» στο δημοψήφισμα για το Brexit. Η Τερέζα Μέι είτε θα χάσει την πρωθυπουργία είτε θα συνεχίσει, αλλά σοβαρά εξασθενημένη. Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι καταδικαστικό για την κ. Μέι, η οποία προκήρυξε εκλογές μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, ενώ οι δημοσκοπήσεις την εμφάνιζαν να προηγείται με 20%. Επειτα από μια αποτυχημένη προεκλογική εκστρατεία, που έπληξε την προσωπική της αξιοπιστία και ξανάβαλε στο εκλογικό παιχνίδι τον ηγέτη των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν, η κ. Μέι βρίσκεται σε δεινή θέση. Πιθανότατα θα της χρεωθεί ότι έχασε το προεκλογικό προβάδισμα που είχαν οι Συντηρητικοί, και μάλιστα απέναντι σε έναν αντίπαλο που θεωρούνταν, ουσιαστικά, πως είναι αδύνατον να κερδίσει εκλογές. Θα μπορούσε να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας;
Μετά τις εκλογές του 2010, οι Συντηρητικοί και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες είχαν σχηματίσει κυβέρνηση εντός πέντε ημερών. Ωστόσο, τότε η Βρετανία υπέμενε τις συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, υπόθεση που, τελικά, κατέληξε να αποτελέσει ενοποιητικό παράγοντα. Αυτήν τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το Brexit διχάζει. Η πιθανότητα να υπάρξει συναίνεση επί σημαντικών ζητημάτων, όπως ο έλεγχος της μετανάστευσης, είναι μικρή, αλλά όχι ανύπαρκτη. Υπάρχει η φημολογία ότι οι Συντηρητικοί θα μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση μαζί με το Κόμμα της Δημοκρατικής Ενωσης (DUP). Ωστόσο, τα δύο κόμματα θα διαθέτουν 329 έδρες, δηλαδή η πλειοψηφία τους θα είναι πολύ ισχνή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα κυκλοφορήσουν φήμες περί συνεργασίας των Συντηρητικών με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, ωστόσο οι δεύτεροι τάσσονται υπέρ της διεξαγωγής δεύτερου δημοψηφίσματος για τη θέση της Βρετανίας στην Ε.Ε., εξέλιξη που δύσκολα θα αποδέχονταν οι σκληροί ευρωσκεπτικιστές των Συντηρητικών.
Δεν περιμένουμε να πληγεί σοβαρά, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, η καταναλωτική ζήτηση στη Βρετανία, ιδιαίτερα η κατανάλωση από νοικοκυριά. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν, εν μέσω γενικότερης αβεβαιότητας, να είναι πολύ πιο προσεκτικές προτού επενδύσουν ή προσλάβουν προσωπικό. Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι αρνητικό για τις βρετανικές αγορές, αλλά όχι ιδιαίτερα πολύ. Η συναλλαγματική ισοτιμία της στερλίνας θα υποχωρήσει αρχικά, ωστόσο η πτώση της δεν θα είναι πολύ μεγάλη. Η πολιτική αβεβαιότητα που προκάλεσε το εκλογικό αποτέλεσμα αντισταθμίζεται εν μέρει από τη μικρή πιθανότητα να μην υπάρξει Brexit και από την ελπίδα η Βρετανία να κινηθεί προς ένα λιγότερο σκληρό Brexit. Οι πιθανότητες να διεξαχθεί δεύτερο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας περιορίζονται, εξαιτίας της εκλογικής υποχώρησης του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας αλλά και της προοπτικής για ήπιο Brexit.
* Ο αρθρογράφος είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.
“Καθημερινή”