Πριν από λίγες ηµέρες, στο υπουργείο Εξωτερικών έγινε μια μάλλον ασυνήθιστη σύσκεψη, με τη συμμετοχή στρατιωτικών. Αντικείμενό της ήταν ο τρόπος με τον οποίο η Aγκυρα αξιοποιεί τα UAV (μη επανδρωμένα αεροσκάφη) προκειμένου να διευρύνει το διπλωματικό αποτύπωμά της ακόμα και σε περιοχές όπου παραδοσιακά είχε περιορισμένη ή και ελάχιστη επίδραση. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το επιτελείο του υπουργoύ Εξωτερικών Νίκου Δένδια έχει ασχοληθεί βεβαίως και στο παρελθόν με το φαινόμενο των τουρκικών UAV, ωστόσο η εξαγωγική αύξηση των τελευταίων μηνών, ιδιαίτερα του τύπου «Bayraktar TB2», «εισάγει» την Αγκυρα βαθύτερα σε μια σειρά από περιφερειακά πεδία συγκρούσεων και ενισχύει το ειδικό βάρος της.
Μετά τη Συρία, τη Λιβύη, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και το Ντόνμπας στην Ουκρανία, τα τουρκικά UAV χρησιμοποιούνται και από την αιθιοπική κυβέρνηση κατά του αποσχιστικού κινήματος στην επαρχία Τιγκράι. Η διείσδυση της Αγκυρας στην Αιθιοπία, μια χώρα κατά κύριο λόγο χριστιανική, με την οποία η Ελλάδα θεωρούσε ότι είχε φυσικούς δεσμούς, είναι ενδεικτική της αποτελεσματικότητας της «διπλωματίας των drones». Πριν από λίγες ημέρες (18/12) η τουρκική προεδρία διοργάνωσε μια συνάντηση «Τουρκίας – Αφρικής», όπου ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ισχυρίστηκε ότι η Αγκυρα επιθυμεί να βοηθήσει για την επούλωση των «πληγών της αποικιοκρατίας». Σε αυτή την εκδήλωση εκφράστηκε ενδιαφέρον για την «τουρκική τεχνολογία» και από τη Νιγηρία. Σε περίπτωση υλοποίησης και αυτών των συμφωνιών, η Τουρκία θα έχει αρχίσει να προχωρεί και στην υποσαχάρια Αφρική, μετά τις επιτυχίες στο Μαρόκο και στην Τυνησία.
Πέρα από το αφρικανικό και κεντροασιατικό (Τουρκμενιστάν, Κιργιστάν) ενδιαφέρον για τα τουρκικά UAV, αλλά και τις παραδοσιακά φιλικές προς την Τουρκία χώρες (Αλβανία), την Αθήνα απασχολεί βεβαίως η απόφαση της Πολωνίας να αγοράσει «Bayraktar TB2», καθώς και η πιθανότητα προμήθειας από τη Λετονία και την Ουγγαρία. Προφανώς η Αθήνα δεν μπορεί να παρέμβει στις εξοπλιστικές επιλογές των συμμάχων της στην Ε.Ε. Ως αποτέλεσμα, η Αγκυρα αποκτά σταδιακά μια πολύ στενή σχέση με κράτη-μέλη της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα εκείνα που βρίσκονται εκτεθειμένα στη ρωσική επιθετικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αγκυρα αξιοποίησε δεόντως την παρουσία των τουρκικών UAV στο ουκρανικό μέτωπο και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου ήλθαν αντιμέτωπα με ρωσικής κατασκευής συστήματα. Βέβαια, εκείνο που έχει αποσιωπηθεί τεχνηέντως ως προς το μέτωπο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι ότι οι αρμενικές ένοπλες δυνάμεις δεν υπολείπονταν μόνο σε τεχνολογία, αλλά είχαν τεράστια τακτική αδυναμία.
Στις αρχές του χρόνου ο κ. Δένδιας έχει προγραμματίσει να ταξιδέψει ξανά στην Αφρική, αυτή τη φορά στη Νιγηρία και στην Αγκόλα.
Ο κ. Δένδιας ευθύς εξαρχής υπήρξε ιδιαίτερα ενεργός στην προσπάθεια της ελληνικής διπλωματίας να αναδείξει τους πραγματικούς κινδύνους που οφείλονται στην επιθετικότητα της Τουρκίας, η οποία δεν περιορίζεται σε ρητορικές απειλές, αλλά εκτείνεται στην παρέμβαση σε μέτωπα, όπου επιλέγει αντιμαχόμενη πλευρά και την εξοπλίζει. Υπό αυτή την έννοια, η παρέμβαση της Τουρκίας στην Αφρική δεν έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με την κινεζική –με βάση έναν κυρίως δυτικό παραλληλισμό–, που είναι αποκλειστικά οικονομικού χαρακτήρα. Στις αρχές του νέου χρόνου ο κ. Δένδιας έχει προγραμματίσει να ταξιδέψει ξανά στην Αφρική, αυτή τη φορά στη Νιγηρία και στην Αγκόλα, και είναι βέβαιο ότι, πέρα από την ελληνική διπλωματία των εμβολίων, θα εκφράσει και τις απόψεις του για την τουρκική όχι και τόσο αθώα «διπλωματία των UAV». Το αφρικανικό άνοιγμα δεν είναι ευκαιριακό για την Αθήνα και όπως όλα δείχνουν θα συνεχιστεί εντατικά, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες λόγω των περιορισμών της πανδημίας.
Οπως η «Κ» έχει εγκαίρως ενημερώσει τους αναγνώστες της, η δράση των τουρκικών UAV στο Αιγαίο έχει πλέον ενταχθεί στην καθημερινότητα των σταθερών ανησυχιών των Ενόπλων Δυνάμεων. Η δράση έχει ορισμένα κλιμακωτά χαρακτηριστικά, όπως αυτά παρατηρήθηκαν τα τελευταία περίπου δύο χρόνια. Αρχικά τα UAV χρησιμοποιούνταν από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις προκειμένου να μεταδώσουν εικόνα της κατάστασης στο Ανατολικό Αιγαίο και η δράση τους αξιολογήθηκε δεόντως από το Πολεμικό Ναυτικό, την Πολεμική Αεροπορία και το ΓΕΕΘΑ κατά την κρίση του «Ορούτς Ρέις» (Αύγουστος – Νοέμβριος 2020), αλλά και στον Εβρο. Πλέον τα τουρκικά UAV χρησιμοποιούνται σχεδόν επί καθημερινής βάσεως για παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου. Παράλληλα, ως μη επανδρωμένα αεροσκάφη, πολλές φορές φθάνουν να πετούν σε διεθνή εναέριο χώρο, ακόμα και στο κέντρο του Αιγαίου, όπου επιχειρούν κανονικά, πάντα υπό τη στενή παρακολούθηση της Π.Α., η οποία βεβαίως παρακολουθεί πλέον την… παρακολούθηση μέσω των δικών της συστημάτων και δη των ισραηλινών HERON που σταθμεύουν στη Σκύρο. Κατά πάγια τακτική πλέον, οι χειριστές των UAV ζητούν από την Αθήνα άδεια διέλευσης από τον εθνικό εναέριο χώρο, αυτή απορρίπτεται με τυπικές διαδικασίες (τα «Bayraktar» είναι πολεμικά UAV και όχι εμπορικής χρήσης) και εν συνεχεία προχωρούν στην τυπική παραβίαση.
Συστήματα αντιμετώπισης
Η αυξημένη επιχειρησιακή αξιοποίηση των «Bayraktar» αλλά και η σταδιακή ένταξη στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και πολύ πιο φονικών συστημάτων, όπως τα «Aksungur» και τα «Akinçi», είναι και ο βασικός λόγος που έχει υπαγορεύσει την απόφαση της Αθήνας να προχωρήσει στην προμήθεια συστημάτων αντιμετώπισης των UAV, μάλιστα με μια διαδικασία αυξημένης μυστικότητας, καθώς στις συζητήσεις αυτές περιλαμβάνεται και η ανάγκη για μεταφορά τεχνογνωσίας.
Kathimerini.gr