Η διαρκής αμφισβήτηση της Συμφωνίας είναι βούτυρο στο ψωμί των αντιπάλων της χώρας μας. Ας μην τους το προσφέρουμε! Ας ασχοληθούμε με την ουσία και ας πράξουμε αυτό που χρειάζεται για να τους αφοπλίσουμε!
Η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών από τον Νίκο Κοτζιά και τον Νικολά Ντιμιτρόφ στις 17 Ιουνίου 2017, υπό το βλέμμα των Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ, χαρακτηρίσθηκε από πολλούς, και δικαίως, ως ένα μεγάλο βήμα για την εμπέδωση και προώθηση της ειρήνης, της σταθερότητας και της συνεργασίας στην περιοχή. Κατόρθωσε να επιλύσει μια διαφορά που παρέμενε ανοικτή πληγή για τις ελληνικές εθνικές ευαισθησίες. Ταυτόχρονα, θεωρήθηκε παράδειγμα προς μίμηση για την επίλυση προβλημάτων μεταξύ άλλων χωρών.
Για να επιτευχθεί η Συμφωνία, απαιτήθηκε πολιτικό θάρρος, υπευθυνότητα, μεγάλη δαπάνη πολιτικού κεφαλαίου, καθώς και σημαντικό προσωπικό κόστος από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Νίκο Κοτζιά, ο οποίος επεξεργάσθηκε λεπτομερέστατα το κείμενο σε όλες τις φάσεις του. Αμφότεροι γνώριζαν όλα αυτά και τα αποδέχθηκαν. Για να είμαστε δίκαιοι, το ίδιο θα πρέπει να λεχθεί και για τους βόρειους γείτονές μας.
Δεν θα παραθέσω τη σειρά των οροσήμων που οδήγησαν μέχρι τις Πρέσπες. Αυτά έχουν παρατεθεί εξαντλητικά αλλού, στην άφθονη και φλογερή αρθρογραφία περί του θέματος, εν όψει και των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Λόγω και της προφανώς οπερεττικής αρχαιολαγνείας του VMRO, στη χώρα μας επικρατούσε από παλαιά η πεποίθηση ότι στα Σκόπια καλλιεργείται αλυτρωτισμός εις βάρος μας και κλίμα διεκδίκησης εθνικών εδαφών μας.
Κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, τα σχετικά ελληνικά επιχειρήματα, ενώ συντηρούσαν τη φλόγα στο εσωτερικό της χώρας μας, δεν κατόρθωναν να πείσουν ούτε τους φίλους μας, πόσω μάλλον τους αντιπάλους μας. Τα Σκόπια, όμως, εύρισκαν ευήκοα ώτα, προβάλλοντας την εικόνα μιας μικρής και αδύναμης χώρας, η οποία ασφυκτιούσε, επειδή ο γείτονας δεν την άφηνε να δει το φως του ήλιου. Έτσι, είχε επιτύχει την αναγνώρισή της από134 μέλη του ΟΗΕ, μεταξύ των οποίων και τα 4 από τα 5 μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (πλην της Γαλλίας). Ημέτερες προσπάθειες «αποαναγνώρισης» υπήρξαν ατελέσφορες, πλήττοντας την αξιοπιστία της χώρας.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Βόρεια Μακεδονία έχει 1.800.000 κατοίκους (ποσοστό 30% είναι Αλβανόφωνοι Μουσουλμάνοι) και το έδαφός της είναι το 1/5 του ελληνικού. Δεν διαθέτει αξιόλογo στρατό, ούτε αεροπορία (εκ των πραγμάτων, ούτε Ναυτικό). Βάσει των στοιχείων αυτών, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί απειλή εις βάρος μας. Όσο για τον αλυτρωτισμό, εφ’όσον δεν αποτελεί κρατική ιδεολογία, αλλά φαντασιώσεις φανατικών ομάδων, δεν μπορεί να αποτελέσει σοβαρή απειλή, διότι «έχουν γνώσιν οι φύλακες». Εξ άλλου, τα φανατικά στοιχεία δεν αποτελούν αποκλειστικότητα των γειτόνων μας, αλλά, πολλαπλασιάζονται παντού σε δηλητηριώδεις ατμόσφαιρες και αναζητούν βήμα έκφρασης.
Αξιολογώντας περαιτέρω τη Συμφωνία, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν οι άοκνες προσπάθειες της φίλης, συμμάχου και γείτονος Τουρκίας, να ελέγξει την περιοχή. Ο Πρόεδρος Ερντογάν, στις 20 Μαΐου 2018 επέλεξε το Σαράγιεβο ως σημαντικό σταθμό της προεκλογικής του εκστρατείας. Επί πλέον, αυτοπροβάλλεται ως προστάτης των Μουσουλμάνων της Βόρειας Μακεδονίας. Για τους δικούς της λόγους, και η Ρωσία δεν επιθυμεί την ευόδωση της Συμφωνίας. Να μη λησμονούμε και τα επεκτατικά όνειρα ενίων στην Αλβανία.
Η Συμφωνία των Πρεσπών έχει αντιπάλους, εντός και εκτός της Ελλάδος. Είναι σεβαστές οι ανησυχίες των συμπατριωτών μας και πρέπει να ακουστούν. Ωστόσο, ουδείς έχει το αποκλειστικό δικαίωμα στον πατριωτισμό, θεμελιώδη στοιχεία του οποίου είναι η προάσπιση των δικαιωμάτων της πατρίδος και η μέριμνα για το μέλλον της, ασχέτως πολιτικού ή προσωπικού κόστους.
Η αμφισημία και οι παλινδρομήσεις, όμως, δεν βοηθούν, διότι οι καιροί τρέχουν. Η φύση απεχθάνεται το κενό και εάν η Ελλάς αποστρέψει το πρόσωπό της από τη Βόρεια Μακεδονία, απεμπολώντας τα πλεονεκτήματα που της παρέχει η Συμφωνία, άλλοι καιροφυλακτούν. Είναι προς το συμφέρον μας η στήριξη της σταθερότητας της Βόρειας Μακεδονίας. Αστάθεια, θα μπορούσε να τροφοδοτήσει διασπαστικά φαινόμενα, με πολύ κακές εξελίξεις.
Στο σημείο αυτό θα επικαλεσθώ, τη διορατικότητα και τον ρεαλισμό του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος στις 13 Φεβρουαρίου 1993, έλεγε για το Σκοπιανό ότι μετά από δέκα χρόνια, κανείς δεν θα θυμάται αυτή την κουβέντα. “Επί σαράντα πέντε χρόνια δεν μας ενοχλούσε αυτό το όνομα. Θα το έχουμε ξεχάσει. Η ουσία μας ενδιαφέρει. Και αυτή η Δημοκρατία πρέπει να στηριχθεί στην Ελλάδα. Πρέπει να την στηρίξουμε ώστε να υπάρχει και να την προσεγγίσουμε να πλησιάσει προς εμάς.”
Οι λόγοι και οι πράξεις της νέας Προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας, ήταν περίπου αναμενόμενοι. Με ευχαρίστηση ακούσαμε και τον ηχηρό αντίλογο στο εσωτερικό της χώρας εκείνης. Η διαρκής αμφισβήτηση της Συμφωνίας είναι βούτυρο στο ψωμί των αντιπάλων της χώρας μας. Ας μην τους το προσφέρουμε! Ας ασχοληθούμε με την ουσία και ας πράξουμε αυτό που χρειάζεται για να τους αφοπλίσουμε!
Ξαναγυρίσαμε με το άρθρο αυτό στον Ιούνιο του 2018 όταν παρουσιάσθηκαν πολλοί απολογητές της Συμφωνίας των Πρεσπών ,προτού αυτή υπογραφεί και κυρίως προτού κυρωθεί το 2019 και είναι λυπηρό πως μέχρι τώρα μόνο ο Σύριζα- νομίζω όχι του κ. Κασσελάκη- δεν αποπήρε την Πρόεδρο και τον μέλλοντα πρωθυπουργό της ”Βόρειας Μακεδονίας”, γιατί περιφρόνησαν την Συμφωνία των Πρεσπών και μας πρόσβαλλαν κατάμουτρα ονομάζοντας Μακεδονία την Δαρδανία στην αρχαιότητα, την οποίαν κοσμούν ακόμη ,αγάλματα των Φιλίππου και Μ. Αλεξάνδρου -μαζί με πόσα άλλα ”κιτς”, ενώ στα Σχολεία τους διδάσκουν ότι υπάρχουν άλλες δύο Μακεδονίες που είναι σκλαβωμένες από τους Έλληνες -η Αιγιακή- και από τους Βουλγάρους- η του Πιρίν-.
Πως να μην καταθλιβείς όταν όλα αυτά δεν τα εννοεί ως αλυτρωτισμό- έστω ανεκπλήρωτο- ο διπλωμάτης κύριος αρθρογράφος, στον οποίον συνιστούμε να διαβάσει το χθεσινό άρθρο της δημοσιογράφου κυρίας ΑΔΑΜ , που δημοσιεύθηκε και στις Ανιχνεύσεις;;;.
ΜΕ ΤΕΤΟΙΕΣ ΙΔΕΟΛΗΨΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ”ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ” ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΘΑ ΠΑΡΟΥΝ ΣΚΛΗΡΟΤΕΡΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΨΗΦΟΦΟΡΟΥΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΟΛΚΛΗΡΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ.
“Βάσει των στοιχείων αυτών, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί απειλή εις βάρος μας.”
προφανώς ο αρθρογράφος αστειεύεται.
Φυσικά και μπορεί να τεκμηριωθεί απειλή σε βάρος μας, εάν η χώρα αυτή υποστηριζόμενη από άλλες χώρες συμμετάσχει σε μια συνδιασμένη στρατιωτική κίνηση. Δεν μπορώ να πιστέψω, ότι δεν το έχει υπόψη του αυτό ένας διπλωμάτης όπως ο αρθρογράφος.