του Ανδρέα Θεοφάνους*
Με τον πόλεμο στην Ουκρανία συντελούνται τεκτονικές αλλαγές στο διεθνές σύστημα. Η Ουκρανία αποτελεί, μεταξύ άλλων, πεδίο σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Οι πρωτοφανείς κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας ισοδυναμούν στην ουσία με οικονομικό πόλεμο. Σύμφωνα με τη συναφή θεωρία, τέτοιου είδους κυρώσεις υιοθετούνται εις βάρος μιας χώρας όταν ο στόχος είναι η ουσιαστική ανάσχεση και εξασθένησή της. Στις πλείστες περιπτώσεις υφίσταται και ο στόχος της καθεστωτικής αλλαγής. Λαμβανομένου υπ’ όψιν του γεγονότος ότι η Ρωσία είναι πυρηνική δύναμη, τα δεδομένα αυτά δημιουργούν κινδύνους για τη διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα.
Διαφαίνεται επίσης ότι ο ανταγωνισμός Δύσης και Ρωσίας θα έχει διάρκεια. Η κατάσταση αυτή θα επηρεάσει σοβαρά και τα δεδομένα στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι αναμενόμενο ότι οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Βρετανία θα προωθήσουν πολιτικές με στόχο την ενθάρρυνση ενεργειακών συνεργασιών στην ευρύτερη περιοχή καθώς και επίλυση των προβλημάτων. Επομένως, μετά τις προεδρικές εκλογές στην Κύπρο και στην Τουρκία το 2023, είναι πολύ πιθανό να υπάρξουν πρωτοβουλίες για επίλυση του Κυπριακού και την επίτευξη ενεργειακών συνεργασιών για την κάλυψη περιφερειακών και ευρύτερων αναγκών.
Η Τουρκία, η στρατηγική σημασία της οποίας έχει αναβαθμισθεί στο νέο περιβάλλον, θα επιχειρήσει να επιβάλει τους δικούς της όρους. Οι εξελίξεις σε σχέση με την αντίδραση της Δύσης έναντι της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία υποβοηθούν όμως και την Κυπριακή Δημοκρατία να έχει τις δικές της απαιτήσεις.
Ενώ τα ζητήματα της Κύπρου και της Ουκρανίας δεν είναι πανομοιότυπα, υπάρχουν σοβαροί παραλληλισμοί που νομιμοποιούν την Κυπριακή Δημοκρατία να προάγει τις δικές της αιτιολογημένες και τεκμηριωμένες διεκδικήσεις. Ως εκ τούτου ο νέος Πρόεδρος πρέπει να έχει την προσωπικότητα καθώς και τις απαιτούμενες γνώσεις, περιλαμβανομένης της Κυπριακής και Ουκρανικής πολιτικής πολυπλοκότητας, ούτως ώστε να επιχειρηματολογεί σωστά και να πετύχει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Υπογραμμίζεται επίσης η καθοριστική σημασία του ανάλογου αφηγήματος το οποίο δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει αρθρωθεί σε πολιτικό επίπεδο. Για χρόνια τώρα η διαδικασία που ακολουθείται από τον ΟΗΕ παραπέμπει σε ένα πρόβλημα που θεωρείται κατ’ ουσίαν μια διακοινοτική διαφορά. Και η Τουρκία, η χώρα που εισέβαλε και εξακολουθεί να παραμένει κατοχική δύναμη, θεωρείται ως τρίτο μέρος. Η κατάσταση αυτή εν πολλοίς ξεπλένει τα εγκλήματά της στην Κύπρο.
Στο αναδυόμενο περιβάλλον ο νέος Πρόεδρος θα έχει τη δυνατότητα καθώς και την ευθύνη να διεκδικήσει μια ουσιαστική αλλαγή στάσης από τους εταίρους στην ΕΕ. Η Κυπριακή Δημοκρατία ως μέλος της ΕΕ δικαιούται να έχει στήριξη και αλληλεγγύη ανάλογη εκείνης που έχει επιδειχθεί για την Ουκρανία. Με το ίδιο σκεπτικό ο νέος Πρόεδρος θα πρέπει να ζητήσει από τη Βρετανία να επιδείξει τον ίδιο ζήλο που επιδεικνύει για την Ουκρανία και για την Κυπριακή Δημοκρατία. Άλλωστε στην περίπτωση της Κύπρου η Βρετανία έχει συμβατικές υποχρεώσεις τις οποίες δεν έχει εκπληρώσει.
Ο νέος Πρόεδρος μπορεί να διακηρύξει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι έτοιμη να εργασθεί σκληρά για την προώθηση των στόχων της ασφάλειας καθώς και της ενεργειακής συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο με όλα τα κράτη μέλη της περιοχής στα πλαίσια του αλληλοσεβασμού. Ταυτόχρονα νομιμοποιείται να διεκδικήσει μια λύση του Κυπριακού η οποία θα οδηγεί σε ένα κανονικό και σύγχρονο κράτος στα πλαίσια της μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι εύλογο και αναμενόμενο όπως οι πολιτικές δυνάμεις να διεκδικήσουν σκληρές κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας στην περίπτωση που η τελευταία συνεχίσει τη μαξιμαλιστική της πολιτική έναντι της Κύπρου. Είναι πολύ αμφίβολο έως αδύνατο να υιοθετήσει η ΕΕ και η Δύση γενικότερα κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας για το Κυπριακό. Είναι όμως στα όρια του εφικτού να διεκδικήσει η Κύπρος μια πολιτική η οποία να οδηγεί σε μια βιώσιμη ομοσπονδιακή διευθέτηση μέσω μιας εξελικτικής διαδικασίας. Μεταξύ άλλων, τονίζεται ότι η Κύπρος μπορεί να ζητήσει στα πλαίσια μιας νέας πρωτοβουλίας την εφαρμογή συγκεκριμένων ΜΟΕ, την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας καθώς και την οριοθέτηση της ΑΟΖ Τουρκίας Κύπρου και τη δημιουργία συνθηκών για συνεργασία. Θεωρώ ότι η επικαιροποιημένη και συνοπτική πρόταση που είχα καταθέσει πριν λίγους μήνες με τίτλο “A PROPOSAL FOR A NORMAL STATE – The Cyprus Problem after the Five Party Informal Conference” http://cceia.unic.ac.cy/wp–content/uploads/Policy–Paper_10-2021.pdf, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια νέα προσέγγιση.
Εν κατακλείδι, οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία. Δεν είναι μόνο τα θέματα της οικονομίας και της εσωτερικής διακυβέρνησης που είναι σημαντικά αλλά και η διαχείριση του Κυπριακού σε ένα εξαιρετικά δύσκολο και συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Ο Πρόεδρος που θα εκλεγεί πρέπει να είναι σε θέση να ακολουθήσει μια φιλοσοφία διεκδικητικού πραγματισμού για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Κυπριακής Δημοκρατίας και του λαού της.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.