του Παντελή Σαββίδη
ΕΚΘΕΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ 28.11.21
1.-ΓΕΝΙΚΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Έρχονται στιγμές που η ανάγκη αναφοράς στο παρελθόν είναι έντονη.
Μαρσέλ Προύστ: το ταξίδι δεν σημαίνει καινούρια μέρη αλλά να έχεις καινούρια ματιά.
2.-ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η Αναστασία Ασπρίδου Μητσίδου, γράφει και περιγράφει όλα όσα έζησε από την παιδική ηλικία ως το τέλος της ζωής της.
Το βιβλίο είναι ένα ταξίδι. Αυτό το ταξίδι θα κάνετε όσοι το διαβάσετε.
Μια περιδιάβαση της ζωής στις χαμένες πατρίδες του Πόντου.
Τόπος γέννησης το προάστιο της Άνω Αμισού (Κατήκιοι)στην Αμισό (Σαμψούντα), με παρουσία Ελλήνων από την αρχαιότητα ως το 1923
Η Ανάστα ακολουθεί τα μέλη της οικογένειας στην εξορία και διανύει μαζί με όλους όσοι καταφέρνουν να επιζήσουν 228 χιλιόμετρα μέσα από τα βουνά του Πόντου.
Βιώνει την κακουχία, τη στέρηση, την πανδημία, τον θάνατο.
Με την περιγραφή των δεινών του Πόντου τελειώνει η πρώτη φάση της ζωής της.
Η δεύτερη φάση δεν είναι άμοιρη νέων δεινών σε διαφορετικό τόπο αυτήν τη φορά.
Από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στον ελλαδικό χώρο.
Και εδώ αναδύονται οι ευθύνες του ελλαδισμού. Οι ευθύνες όσων έχουν την αντίληψη της μικράς Ελλάδος.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε θεματικές ενότητες που αναφέρονται στα μέρη της εξορίας.
Όταν επέστρεψαν μετά από χίλια βάσανα από την πρώτη εξορία, νέες συμφορές ανέτρεπαν τα πάντα.
3.-ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Αμισός ιδρύθηκε κάπου το 562-564 π.χ. από εμπόρους της Μιλήτου.
Οι Έλληνες αποίκισαν τον Πόντο ως δεύτερο αποικιακό χώρο. Οι πρώτες αποικίες έγιναν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Και από εκεί, οι άποικοι αποίκισαν και νέες περιοχές.
Για ένα διάστημα ο Αμισός λεγόταν και Πειραιάς. Όπως και η δική μας πόλη λέγεται Τρίπολη.
Οι Μιλήσιοι ήταν άποικοι από την Αθήνα.
Σήμερα η Αμισός (Σαμψούντα) λέγεται Καράσαμψον.
4.-Η ΑΦΗΓΗΣΗ
Αμελέ Ταμπουρου
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1916 τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα. Τα παλικάρια έφευγαν στα βουνά και με λεφτά που έστελναν οι δικοί μας στην Ελλάδα, τους έστελναν όπλα από την Ελλάδα.
Οι άντρες του Τοπάλ Οσμάν πήγαιναν στα σπίτια των πλούσιων Ελλήνων τους έσφαζαν και έπαιρναν τα χρήματα και τα χρυσαφικά τους.
Στο σπίτι που είχαν καλέσει τον Τοπάλ Οσμάν, φέρανε το βράδυ έναν σημαντικό Έλληνα που τον είχαν φυλακή. Για διασκέδαση τον βασάνισαν, του βγάλανε τα μάτια και τα δόντια και ενώ ήταν ζωντανός τον έβαλαν σε τσουβάλι και τον πέταξαν στη θάλασσα.
Το Κατήκιοι ή Άνω Αμισός κατοικούνταν αποκλειστικά από Έλληνες. Φαίνεται ότι αποτέλεσε τον πρώτο στόχο μετά την σφαγή των Αρμενίων.
Είναι απίστευτο πως ένα παιδάκι 6 ετών και ο αδελφός της ηλικίας 3 ετών περπάτησαν μια απόσταση 228 χιλιομέτρων.
Μετά την εξορία των κατοίκων της Αμισού, ακολούθησαν συλλήψεις και απαγχονισμοί προκρίτων της Αμισού. Να εξαφανισθεί η ηγεσία ενός λαού.
Υπήρξε και δεύτερη φάση από το 1919, όταν έφθασε στην Σαμψούντα ο Κεμάλ μέχρι το 1922.
Νέες εξορίες ανδρών, εκτελέσεις, απαγχονισμοί. Κάψιμο χωριών σφάξιμο των κατοίκων τους κυρίως από τους άτακτους τσέτες του άθλιου υποκειμένου Τοπάλ Οσμάν.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στο βιβλίο, και σε άλλες μαρτυρίες αναφέρονται και η βοήθεια που παρείχαν καθημερινοί Τούρκοι.
Παρουσιάζεται, ακόμη, παραστατικά μια εικόνα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων.
Με την καταστροφή της Σμύρνης όλα ανατρέπονται.
Ο Πόντος παύει να υπάρχει για τους Έλληνες και τα δύο παιδιά, η Αναστασία και ο αδελφός της, μόνα και ορφανά, ακολουθούν τη μοίρα τους.
Αγοράζουν εισιτήρια για την Κωνσταντινούπολη.
Οι μεγάλοι απασχολημένοι με τις οικογένειές τους τα προσπερνούν.
Ένας Τούρκος αξιωματικός τα βοηθά.
Και ένας άλλος μέσα στο πλοίο τα προσφέρει φαγητό.
(Σε λαϊκό επίπεδο υπήρχαν και καλοί Τούρκοι. Ποιοι, όμως, και πόσοι ήταν από αυτούς Τούρκοι;)
Όπως όλοι αυτής της γενιάς η Ανάστα συνέχισε να αγωνίζεται για την καθημερινότητά της μέσα σε ένα περιβάλλον, πολλές φορές, εχθρικό, ακόμη και στην Πατρίδα.
Συνηθισμένο φαινόμενο. Όπως και η εγκατάλειψή τους ακόμη και από τους συγγενείς τους. Οι στιγμές είναι δύσκολες. Ο σώζων εαυτόν…
Η Αναστασία παραθέτει, απλώς, τα γεγονότα. Δεν τα αξιολογεί. Ίσως να μην μπορεί, ίσως να μην θέλει. Θέλησε να τιμήσει την οικογένεια και τους φίλους της. Να πει την αλήθεια όπως την έζησε. Θα ένοιωσε και ένα χρέος στον εαυτό της.
«Εδώ τελειώνω με τις περιπέτειές μου και μαζί με αυτά που γράφω βάζω και μια φωτογραφία με όλους τους συμπατριώτες μας που ήταν αντάρτες στα βουνά του Πόντου. Ήταν και πολλοί άλλοι αλλά δεν γλυτώσανε από τους Τούρκους.
Από τη Σαμψούντα ήρθαν λίγοι άντρες και γυναικόπαιδα. Ήμασταν με τους περισσότερους στη φωτογραφία συγγενείς και ανάμεσά τους είναι και ο Χαράλαμπος.
Αυτοί που γλύτωσαν τράβηξαν μαρτύρια με όνειρό τους την Ελλάδα, ενώ με το ίδιο όνειρο σφαχτήκανε, σκοτώθηκαν και πέθαναν στις εξορίες χιλιάδες Πόντιοι.
Εύχομαι τα παιδιά μας που γεννήθηκαν στην Ελλάδα να την δουν όπως εμείς την ονειρευθήκαμε».
5.-ΜΕΡΙΚΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Ανάστα είχε έναν θείο πολύ κωμικό. Τον έλεγαν Καραγιάννη. Ήταν θείος της Μάρθας Καραγιάννη.
Άξια τέκνα του Κατίκιοι: Κρομυδόπουλος, διευθυντής στα τρένα.
Θεόδωρος Γαροφαλίδης, διάσημος ορθοπεδικός και καθηγητής Πανεπιστημίου, παντρεύτηκε την αδελφή του Ωνάση.
6.-ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ
Η ηγεσία των νεότουρκων είχε αποφασίσει να διαμορφώσει ένα εθνικά ομοιογενές κράτος. Και αυτό περνούσε μέσα από την εκκαθάριση των χριστιανικών λαών της Ανατολής. Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυρίων. Ή τον εκτουρκισμό τους.
Στο τουρκικό κράτος είναι ζήτημα αν το 1/3 είναι Τούρκοι. Οι υπόλοιποι είναι διάφορες μικρασιατικές λαότητες που εκτουρκίσθηκαν με τη βία. Δυστυχώς, και Ρωμιοί.
Τους εξόντωναν, απλώς, και μόνο επειδή ήταν Έλληνες.
Ο ρόλος της Γερμανίας ήταν καταστροφικός.
Οι Γερμανοί έδωναν ιδέες στους Τούρκους.
Ο ανθελληνικός διωγμός το 1914 πρώτος σταθμός στην μετεξέλιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Η σατανική μέθοδος των αμελέ ταμπουρου
Ο Βενιζέλος κατάλαβε ότι θα εξόντωναν τον ελληνικό πληθυσμό. Ήταν ένας απ τους λόγους που πραγματοποίησε την Μικρασιατική Εκστρατεία.
Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να υπερασπίσει τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας.
7.-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η Αναστασία είναι η γυναίκα που έζησε την καταστροφή του ελληνισμού της Ανατολής. Γι αυτό κι η ιστορία της είναι αληθινή. Η αφήγησή της ανήκει στην μικροϊστορία, την οποία μπορεί να αξιοποιήσει κατάλληλα ο ιστορικός.
Ανήκει, όμως, και στο σώμα όλων εκείνων των ανθρώπων που έζησαν την τραγωδία και θέλουν να την διηγηθούν. Γιατί; Γιατί δεν μπόρεσαν να πιστέψουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει τέτοιο θηρίο. Δεν χωράει το μυαλό τους ότι μπορεί να υπάρξει κάποιος τύπος σαν τον Τοπάλ Οσμάν. (Σαν αυτόν είναι πολλοί στο τουρκικό βαθύ κράτος)
Ο προορισμός του ανθρώπου δεν είναι πια ένα μέρος αλλά ένας καινούριος τρόπος να βλέπω τα πράγματα», έγραψε ο Ελύτης.
Αυτός ο καινούριος τρόπος θέασης της πραγματικότητας είναι διάχυτος στο βιβλίο.
Το καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι, η ζωή και ο θάνατος εναλλάσσονται.
Μάχιμη η ηρωϊδα μέχρι το τέλος.
Προφανώς και η ίδια, όπως όλοι όσοι ήρθαν μαζί της από τον Πόντο, όταν αναφέρονται στον Πόντο χρησιμοποιούν την λέξη Πατρίδα. Αλλά και όταν αναφέρονται στην κυρίως Ελλάδα μιλούν για Πατρίδα.
Οι Πρόσφυγες έχουν την δύσκολη μοίρα να έχουν δύο πατρίδες. Που στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου ήταν και είναι μία και ενιαία.
Η ιστορία, ίσως και οι άνθρωποι δεν φρόντισαν ή δεν τα κατάφεραν να περιλάβουν σε μια πατρίδα το σύνολο του ελληνισμού.
Αυτή είναι η ελληνική τραγωδία την οποία βιώνουν πολλοί και σήμερα. Και αναζητούν μια νέα μεγάλη ιδέα. Όχι πολεμική και κατακτητική. Μια Μεγάλη Ιδέα που θα δώσει πνοή στον ελληνισμό. Θα δώσει πνοή σε έναν λαό που φέρει βαρύ πολιτισμικό φορτίο.
Η Αναστασία γεννήθηκε στην Αμισό το 1910 και πέθανε στην Αθήνα το 1995. Σε ηλικία 85 ετών. Θυμόταν, τουλάχιστον, την ηλικία της. Υπήρχαν και άλλοι, λίγο μεγαλύτεροι που δεν γνώριζαν καν πότε γεννήθηκαν ούτε βρέθηκε κανείς να τους το πει.
Έγραψε αυτές τις σημειώσεις που έγιναν βιβλίο λίγα χρόνια πριν το τέλος της ζωής.
Το χειρόγραφο το βρήκε ο γιός της Θρασύβουλος Μητσίδης και θέλησε να το εκδώσει.
Σε ένα δικό του σημείωμα στην αρχή του βιβλίου ο γιός αναρωτιέται πως η μητέρα του κατάφερε να το γράψει ενώ δεν ήξερε γράμματα. Και εδώ είναι το ερώτημα: ποια εσωτερική δύναμη, ποια ανάγκη έκανε αυτήν- μάλλον και αυτήν- την γυναίκα, να θέλει να πει την τραγική ιστορία της;
Στο σημείωμα του γιού υπάρχει μια αξιοσημείωτη παρατήρηση. Γράφει:
«Γνωρίζω ότι έχουν γραφεί πολλά για τον Πόντο και τους Πόντιους και τα δεινά και μαρτύρια που έχουν υποστεί. Γι αυτό και όταν ξαναβρήκα το χειρόγραφο δεν το χρησιμοποίησα ευρύτερα γιατί θεώρησα ότι δεν θα προσέφερε πολλά. Επειδή, όμως, συνεχίζεται να αμφισβητούνται ή να παρουσιάζονται με διαφορετικό τρόπο τα γεγονότα που σημάδεψαν τους Πόντιους την περίοδο 1914-1924, αποφάσισα να το δημοσιοποιήσω».
Στην αφήγηση της Ανάστας δεν υπάρχουν σκοπιμότητες όπως στα έργα πολλών ιστορικών. Δυστυχώς, πολλοί που ασχολούνται με το θέμα υποκύπτουν σε ιδεολογικές ή κομματικές σκοπιμότητες.
Από την ανάγνωση του βιβλίου θα μάθετε τα γεγονότα ωμά. Χωρίς καμιά σκοπιμότητα. Μια γυναίκα που έζησε την τραγωδία που αφηγείται θέλει να πει μόνο την αλήθεια. Και αν δεν θέλουμε να διαμορφώνουμε ψευδαισθήσεις από τις αναγνώσεις μας, τέτοια βιβλία δεν μπορεί να τα αφήνουμε απαρατήρητα.
“Συνάμα με τη Γενική Ιστορία, η Μικροϊστορία έχει να προσφέρει πολλά στην προσέγγιση του δραματικού ζητήματος της Ποντιακής Γενοκτονίας. Τα “όσα έζησε, είδε και άκουσε ένα μικρό κορίτσι η Αναστασία -Ασπριδου Μητσίδου σε ηλικία 6 ετών, προσφέρουν την αμεσότητα και τη βιωματικότητα που έχει ως πλεονέκτημα η μικροϊστορική αφήγηση. Η ψηφίδα μνήμης της μητέρας του που φέρνει στο φως ο Θρασύβουλος Μιτσίδης έρχεται να προστεθεί σε μία (σχετικά μικρή) σειρά τέτοιων προσωπικών αφηγήσεων της ποντιακής γενοκτονίας όπως εκείνες τις Ταμάμα και της Σάνο Χάλο. Ιι προσωπικές αυτές καταθέσεις μνήμης βάζουν τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής και από παθητικό γνώστη και συλλέκτη πληροφοριών τον μεταβάλλουν σε ενεργό “αυτόπτη” των συγκλονιστικών προ- γεγονότων μεταφέροντας τον τέλος νοερά από τον Πόντο στην Ελλάδα. Άλλωστε, ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσεις το τραύμα της μικρασιατικής καταστροφής και να λογαριαστείς με τα ακραία γεγονότα της είναι να χρησιμοποιήσεις μεταφορικά μέση φωνή και υβριδικές μορφές ιστορίας, μνήμης και λογοτεχνίας που έχουν τον χαρακτήρα αναπαράστασης και οι οποίες βρίσκονται συναισθηματικά πλησιέστερα προς την τραυματική πραγματικότητα”.
Είναι ένα δύσκολο, στενάχωρο ταξίδι. Αλλά ας αναλογιστούμε αν δικαιούμαστε να ξεχάσουμε.
Μεγαλώσαμε με τις ιστορίες της γιαγιάς και το κρυφό δάκρυ που κυλούσε στα μάτια της όσο εξιστορούσε την τουρκική βαρβαρότητα. Δεν ξέρω για την επόμενη γενιά, αλλά η δική μας δεν δικαιούται να ξεχάσει.