ΑΡΙΑΔΝΗ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ
Μέρος Β’. Διασπορά γνωστών ειδήσεων
Πριν χρόνια, μια νέα και ενθουσιώδης ανθρωπολόγος αποφάσισε κάτω από την επήρεια της γοητείας του τόπου να αφιερώσει ένα χρόνο από τη ζωή της ζώντας με τους κατοίκους ενός απομονωμένου ορεινού χωριού. Μετά από δύο μήνες η γοητεία είχε χάσει την καθαρότητά της, μετά από έξι η κοπέλα άρχισε να μετράει τις μέρες για να τελειώσει με τη συλλογή του υλικού και να φύγει. Είχε δηλώσει τίτλο εργασίας στο Πανεπιστήμιό της κι έπρεπε κάτι να έχει να πάει πίσω. Μετά από λίγα χρόνια η έρευνά της κυκλοφόρησε σε βιβλίο, χωρίς ποτέ να μεταφραστεί στα ελληνικά. Στο ορεινό χωριό κανείς δεν ήθελε να μάθει τί έλεγε μέσα. Ένας τραπεζιτικός υπάλληλος που είχε αναλάβει το ρόλο του τοπικού διανοούμενου, από κάπου, κάτι έμαθε κι αποφάνθηκε ότι η «ξένη» δεν έπρεπε να ξαναπατήσει στο χωριό τους. Δεν ξαναπάτησε ούτως ή άλλως, γιατί ο έρωτας της είχε περάσει τελείως.
Από την έρευνα προέκυπτε ότι ένα συντριπτικό ποσοστό των γυναικών του χωριού εξυλοκοπείτο συστηματικά κι ένα διψήφιο περιστασιακά. Το ισχνό ποσοστό που απόμενε, δεν είχε την εμπειρία αυτή, είτε γιατί πράγματι ο σύζυγος ήταν καλός άνθρωπος, είτε γιατί ήταν μαλθακός και αδιάφορος, είτε γιατί ανήκε στη συμπαθή κατηγορία των σώγαμπρων που κινδύνευε να αντιμετωπίσει τη μήνι των συγγενών της συζύγου και να τον πετάξουν κυριολεκτικά στο δρόμο. Υπήρχαν και δύο περιπτώσεις, της φουρνάρισσας και της γυναίκας του ταβερνιάρη, που όταν είχαν τα νεύρα τους, έδερναν εκείνες τους άνδρες τους.
Οι λόγοι της βίας δεν περιορίζονταν στα τσίπουρα, αν και εκεί ανήκε το μεγαλύτερο ποσοστό. Σε ευάριθμες περιπτώσεις ο ξυλοδαρμός ήταν μέσο πειθαρχίας για να υποκύψει η σύζυγος σε οικονομικούς εκβιασμούς ή να αναγκαστεί να δουλέψει εκτός από τα χωράφια και το σπίτι στην τοπική οικοτεχνία επεξεργασίας μαλλιού, ώστε να μπορεί να πουλήσει ο σύζυγος τα προϊόντα και να παίρνει ταχτικά το αντίτιμο από τους εμπόρους. Η σοδειά πληρωνόταν μια φορά το χρόνο κι άντε ζήσε (ή άντε πιές)! Τα νήματα ήταν γίδινα και οι γυναίκες υπέφεραν από τη ζέστη και τον ερεθισμό του δέρματος. Οι μανάδες εκπαίδευαν τα κορίτσια από νωρίς να υποτάσσονται για να τρώνε λιγότερο ξύλο μεγαλώνοντας. Δυό τρεις φορές παρ’ολίγο να φάει ξύλο και ο δάσκαλος του χωριού, που προσπάθησε να πείσει αγροίκους πατεράδες να αφήσουν τα κορίτσια τους «που τά’ παιρναν τα γράμματα» στο σχολειό και να μην τα στείλουν στα νήματα. Οι μεγαλύτερες γυναίκες ήξεραν να δένουν τα τραύματα και να κρύβουν τις μελανιές.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η λατρεία των συζύγων προς τους μακαρίτες ήταν παροιμιώδης και αφορμή για ατέλειωτες ιστορίες. Τα ανέκδοτα με χήρες ήταν τα πρώτα σε αριθμό και κυκλοφορία με διαφορά από τα αντίστοιχα για τα παθήματα του μεθυσμένου. Όταν η χήρα χτυπιόταν στο ξόδι του προκομμένου της ψιθύριζαν οι άλλες συνωμοτικά: “σκάσε μωρή, το παράκανες!”.
Στο όμορφο αυτό χωριό, οι γυναίκες δεν ήταν όμορφες στα 15, στα 18, άντε και στα πρώτα 30, αλλά μαντέψτε: στα χρυσά 60! Τότε άρχιζαν οι περισσότερες να ξεφορτώνονται τους αχαΐρευτους, είτε από το τσίπουρο, είτε από αρρώστειες που είχαν να κάνουν με τις καταχρήσεις και το καθισιό στο καφενείο. Άνθιζαν, γελούσαν, γίνονταν κοινωνικές κι ανοιχτόκαρδες. «Μοναξιά» έλεγε η χήρα, τάχα κλαψουρίζοντας στην αρχή. Και σε λίγο με ανακούφιση: «μοναξιάαα!!!» απλώνοντας επιτέλους ελεύθερα τα πόδια για να τα ξεκουράσει. «Εμείς παιδάκι μου στη γειτονιά, δόξα τω Θεώ, όλες χήρες είμαστε…». Ε; Και η παραίνεση των παλαιών χηρών προς τις υποψήφιες: “άντε, πότε και συ;”. Τα άκουγαν οι αχαΐρευτοι και τάχα γελούσαν, όμως ξέρανε ότι είχανε δίκιο οι γυναίκες και δεν τολμούσανε τίποτα να πουν, γιατί θα τους κόβανε το φαΐ στα γεράματα και θα τους άφηναν να πλένουν μόνοι τους το βρακί τους στο νεροχύτη. Τα ζώα τα καματερά περίμεναν να τους δουν να γκρεμοτσακίζονται για να ευχαριστηθούν και να ησυχάσουν.
Τη δεκαετία του ’60, η ελληνική αστυνομία βεβαίωνε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των γυναικών στα αστικά κέντρα εξυλοκοπείτο. Μορφωμένες και αμόρφωτες ομοίως. Επεισόδια ρουτίνας. Πόσοι θάνατοι οφείλονταν σε ξυλοδαρμούς; Ψύλλοι στ’ άχερα, ποιός θα ρωτούσε, ποιός νοιάζονταν να βγάλει άκρη. Στις ελληνικές ταινίες σώζεται το κοφτερό πνεύμα των κειμενογράφων, που μέσα στη αφέλεια της ιστορίας πετούσαν μια φράση για το «βαρύ χέρι του Χαράλαμπου» και για τη μάνα που εκείνη τη φορά δεν ήταν από το ξύλο, αλλά «πέθανε από μόνη της». Στο σωρό βέβαια της ανοησίας, τα χαστούκια έδιναν κι έπαιρναν σαν πράγμα φυσικό, σαν στοιχείο της καθημερινής ζωής.
Τώρα με τον κορωνοϊό, δεν έβγαιναν στα μπαρ οι σύντροφοι, δεν έβλεπαν και τις σχέσεις τους για να εκτονωθούν συναισθηματικά κι ήρθε το μυαλό κι αγρίεψε και γύρισε εκεί που πάντα ανήκε. Δεν σταματάει η αστυνομία να ακούει κλαμμένες φωνές που ζητάνε βοήθεια. Είναι υπάλληλοι κι αυτοί, δεν προλαβαίνουν να τρέχουνε σε κάθε πικραμένη μωλωπισμένη. Στους λαούς τους πραγματικά ελεύθερους, οι γυναίκες είναι ελεύθερες και τις λατρεύουν, λέει ο ποιητής.