του Αλέξανδρου Ιτιμούδη*
Αν κανείς ανατρέξει στα πνευματικά και πολιτισμικά πρότυπα του ελληνικού γεωπολιτισμικού συστήματος, θα διαπιστώσει πως υπάρχει μια εγγενής ροπή προς την ποιοτική υπεροχή, έναντι της ποσοτικής απεραντοσύνης. Αυτό από την μια δικαιολογούνταν λόγω του αριθμητικού μειονεκτήματος και της στενότητας των πόρων, που ανέκαθεν συνόδευε την ιστορική διαδρομή του ελληνικού έθνους, από την άλλη όμως έτρεφε ένα φαντασιακό και μια γεικότερη στρατηγική κουλτούρα με ιδανικά και αυτοαναφορές, τα οποία κινούνταν στους άξονες του επιθετικού πνεύματος και της αριστείας, μέσω της επαύξησης των ικανοτήτων.
Στο πεδίο των συγκρούσεων και του γενικότερου πλαισίου του πολέμου, αυτό οδήγησε τους Έλληνες να επενδύουν υπέρμετρα στην ποιοτική αναβάθμιση τόσο των εργαλείων μάχης, όσο και γενικότερα στην ανάδειξη ατόμων και ομάδων, οι οποίες θα λέγαμε αποτελούν τα αρχέτυπα τόσο του μαχητή ειδικών επιχειρήσεων όσο και του κατασκόπου και γενικά του στελέχους υπηρεσιών πληροφοριών και κεκαλυμμένων δραστηριοτήτων. Έτσι βλέπουμε πως από τα ομηρικά έπη, οι δύο βασικοί πυλώνες των Ελλήνων στην σύγκρουση του Τρωϊκού Πολέμου, ήταν από την μία ο Οδυσσέας, ως ο εξέχων στρατηγικός νους, ο οποίος αναλάμβανε καθήκοντα κατασκόπου, εκτελεστή κεκαλυμμένων επιχειρήσεων, επιχειρήσεων διείσδυσης στο εχθρικό στρατόπεδο, καθώς και αποκλειστικού διαμεσολαβητή και διαπραγματευτή, ενώ από την άλλη ο Αχιλλέας με την ομάδα των Μυρμιδόνων, η οποία αποτελεί την πρώτη παγκοσμίως ομάδα ειδικών δυνάμεων και επιχειρήσεων.
Το αρχέτυπο αυτό μεταφέρεται μέσω της ιστορικής διαχρονίας σε κάθε ελληνικό στρατό, οποιουδήποτε πόλου ισχύος ελληνικού πολιτισμικού προσήμου. Από τον Σκιρίτη λόχο των Σπαρτιατών, μέχρι τους πελταστές του Ιφικράτη, τον Ιερό Λόχο των Θηβαίων, τους Αργυράσπιδες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την ύπαρξη της Κρυπτείας στην πολιτεία των Λακεδαιμονίων, παρατηρείται ένα μοτίβο που θέλει το ελληνικό σύστημα να επενδύει στην εκπαίδευση και την δημιουργία ολιγάριθμων σωμάτων, τα οποία, συνδυαστικά με τον κυρίως στρατό, επέτρεψαν την κυριαρχία σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου, και ενίοτε οδήγησαν και στην ένωση του γεωφυσικού χώρου της (Ελληνιστική Αυτοκρατορία, Βυζαντινή Αυτοκρατορία). Το ίδιο παράδειγμα ακολουθήθηκε και στην περίοδο της Ελληνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία άντεξε χίλια και πλέον χρόνια χάρις το ποιοτικό χάσμα που χώριζε τον ολιγάριθμο στρατό της από τους πολυάριθμους και πολυμέτωπους αντιπάλους της, σε συνδυασμό πάντα με την χρήση της διπλωματίας και ενός πολυάριθμου δικτύου κατασκόπων.
Αυτό που παρατηρείται και κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, είναι πως χάρις αυτό το μοτίβο ισχύος, το ελληνικό σύστημα μπόρεσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά να γονατίσει κάθε απολυταρχική και ανελεύθερη αυτοκρατορία, εξ ανατολών προερχόμενη, η οποία κατά κύριο λόγο είχε πρόσβαση και σε φυσικούς πόρους και χρήμα, όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό. Ακόμα και σήμερα δεν πρέπει κανείς να ξεχνάει ότι η Ελλάδα δομήθηκε ως ανεξάρτητο κράτος, διαλύοντας μια αυτοκρατορία η οποία αποτελούσε την μετεξέλιξη της περσικής, η οποία είχε τεθεί αντίπαλος και κατά των κλασσικών ελληνικών πόλεων – κρατών και κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Εύλογα γεννάται το συμπέρασμα πως, η πολεμική κουλτούρα του ελληνικού λαού αποτελούσε διαλεκτική σύνθεση μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας, η οποία αποτελούνταν από μια πλούσια γραμματεία και μυθολογικών διδαχών/ανώτερων προτύπων, τα οποία σε συνδυασμό με μια εκλεπτυσσμένη γλώσσα, που έβριθε βαθιών νοημάτων, οδηγούσε στην βαθύτερη κατανόηση της στρατηγικής. Μπορεί να ειπωθεί δηλαδή, πως βασικός στρατηγικός στόχος ήταν η αποφυγή των ισχυρών σημείων του εκάστοτε αντιπάλου, και η πρόκληση τετελεσμένων σε τόπο και χρόνο κατάλληλο, ώστε να οδηγηθεί ο αντίπαλος σε στρατηγικό αδιέξοδο.
Αναφερόμαστε επομένως σε μια διαδικασία που απαιτεί τόσο ροή πληροφοριών, όσο και ανώτερη εκπαίδευση και προετοιμασία για να στεφθεί με επιτυχία η εκάστοτε επιχείρηση. Το ιστορικά παραδείγματα που εμπλέκουν τους Ελλήνες σε τέτοιες περιστάσεις είναι αμέτρητα.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, πως σε περιόδους μεγάλης κρίσης, οι Έλληνες είχαν ως βασικό εξαγώγιμο «προϊον» το ανθρώπινο δυναμικό τους, είτε αυτό περιελάμβανε δασκάλους και λόγιους, φιλοσόφους, επιστήμονες, συμβούλους, μέχρι πολεμιστές κάθε είδους. Στην σημερινή εποχή αυτό συμβαίνει και πάλι με τους αμέτρητους Έλληνες πτυχιούχους και εξειδικευμένους πανεπιστημιακούς.
Συμπερασματικά, αυτό που μπορεί να ειπωθεί, είναι πως στην ελληνική στρατηγική σκέψη υπάρχουν όλα τα πνευματικά εργαλεία για να μπορέσει η Ελλάδα στην σύγχρονη εποχή να δομήσει την ισχύ της, και να αποτελέσει πρότυπο και για άλλες δυνάμεις και πόλους ισχύος που έχουν ίδια ή παρόμοια συμφέροντα και επιδιώξεις στην περιοχή της Μεσογείου. Χρέος των ιθυνόντων είναι επιτέλους να γίνει μια ολική επαναφορά στην κλασσική παιδεία, υπό έναν στρατηγικό εκπαιδευτικό μανδύα, που θα τροφοδοτήσει τις επόμενες γενιές με τα ορθά ιδανικά.
*Ο Αλέξανδρος Ιτιμούδης, είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Γεωπολιτικής Ανάλυσης, Γεωστρατηγικής Σύνθεσης και Σπουδών Άμυνας και Ασφάλειας.