Γιώργου Ντούσκα,
Πολιτικού Επιστήμονα, Υπ. Διδ. Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Αν κανείς ρωτούσε τους πατέρες του «αλβανικού έθνους» , Frasheri και Qemali, πόσο πίστευαν στην ιδέα ενός αλβανικού έθνους-κράτους, θα κουνούσαν αρνητικά το κεφάλι τους, καθώς είχαν επίγνωση πως αυτή η ιδέα ήταν τόσο ρεαλιστική όσο να συγκροτούσαν οι αραβόφωνοι αραβική ομοσπονδία.
Ο εθνικισμός, η ιδεολογική «πρώτη ύλη» για την διαμόρφωση εθνικοαπαλευθερωτικών κινημάτων, καλλιεργήθηκε στα Βαλκάνια, όπως ήταν φυσιολογικό, πρώτα στους Έλληνες, καθώς η βαριά πολιτισμική και ιστορική κληρονομιά κυριαρχούσε σε συνδυασμό με την λειτουργία του ορθόδοξου Πατριαρχείου ως κληρονόμου του ελληνόφωνου Βυζαντίου, ενώ ακολουθούν οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, ως ισχυρά σλαβικά φύλλα και οι λατινόφωνοι Ρουμάνοι από τα μέσα και τέλη του 19ου αιώνα.
Η αλβανική διάσταση πρωτοεμφανίζεται ως αντίδραση των αλβανόφωνων μπέηδων στο Κοσσυφοπέδιο, στις συνέπειες του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου και του φόβου απώλειας των προνομίων τους: Υποχώρηση της οθωμανικής διοίκησης σήμαινε για αυτούς ατομική και συλλογική εξαφάνιση, εξ ου και ένωση της Πριζρένης του 1878, όχι μόνο δεν αναφερόταν σε εθνική αυτοδιάθεση, αλλά αποτέλεσε εκδήλωση οθωμανικής νομιμοφροσύνης και προάσπισης της οθωμανικής ακεραιότητας στα Βαλκάνια.
Εξάλλου ο προσδιορισμός «Αλβανός» όλο τον 19ο αιώνα έως την απώλεια της βαλκανικής χερσονήσου από τους Τούρκους, χαρακτήριζε τον αλβανόφωνο μουσουλμάνο που ταυτίζονταν με την οθωμανική του κληρονομιά και ταυτότητα, εξ ου και συνδυάζονταν με τον όρο «τουρκαλβανός».
Κι αν η γλώσσα δεν είναι το προσδιοριστικό στοιχείο στην διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, το πολιτισμικό υπόβαθρο, τα σύμβολα πίστης, η αίσθηση κοινής ταυτότητας, συγκροτούν τους καταλύτες, σε συνδυασμό με την δυσαρέσκεια για την παρούσα κοινωνική, οικονομική, πολιτική κατάσταση, που οδηγούν σε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα.
Στην περίπτωση της Αλβανίας, δεν υπήρξε κανενός είδους εξέγερση αυτού του τύπου, ούτε το 19ο αιώνα, ούτε καν μέχρι το μεσοπόλεμο. Η διακήρυξη της Αυλώνας, αυτή που γιορτάζουν σήμερα ως εθνική επέτειο, ήρθε κατόπιν εορτής, αφού η τουρκική (όχι οθωμανική) επίδραση είχε εξαϋλωθεί και οι πρώην πια Οθωμανοί αξιωματούχοι ξέμειναν από κράτος.
Ακόμη και όταν ιδρύθηκε «de jure» το αλβανικό κράτος, η επικράτεια του ήταν κατακερματισμένη σε ευθεία αναλογία με την κατακερματισμένη «εθνική» του υπόσταση: Στο Νότο, οι πληθυσμοί κατά πλειοψηφία δήλωναν ελληνικής καταγωγής, στο κέντρο παρέμεναν οι συνεχιστές της οθωμανικής κληρονομιάς και στον καθολικό βορρά πρόσβλεπαν στον ιταλικό παράγοντα, με τον τελευταίο βαθμιαία να αποκτά τον απόλυτο έλεγχο.
Παραδόξως, μόνο όταν οι δυνάμεις του «Άξονα» συγκρότησαν το Βασίλειο της Αλβανίας και ενσωμάτωσαν περιοχές της Γιουγκοσλαβίας σε αυτό, σημείο αναφοράς για τους εκφραστές της «Μεγάλης Αλβανίας» σήμερα, δημιουργήθηκαν ένοπλες ομάδες με εθνικοαπελευθερωτικό πρόσημο, με αβέβαιη κατάληξη σε περίπτωση που δεν ακολουθούσε ο «ψυχρός πόλεμος».
Οι συνθήκες απομόνωσης, στα πλαίσια του πιο σκληρού ολοκληρωτικού καθεστώτος στην Ευρώπη, λειτούργησαν ευνοϊκά στην διαμόρφωση περιβάλλοντος βίαιης ομογενοποίησης , σε μια χώρα που οι Τόσκηδες δεν μπορούσαν λεκτικά να συνεννοηθούν με τους Γκέγκηδες και η οποία γέμισε πολυβολεία στην περίμετρο και στρατόπεδα «αναμόρφωσης» στο εσωτερικό. Ο Χοτζαϊσμός, ως απόφυση του σταλινισμού, αποτέλεσε το καλύτερο εργαλείο εξάλειψης των πολιτισμικών, θρησκευτικών και φυλετικών διαφορών, σε συνθήκες «εργαστηρίου», αφού η σφράγιση της χώρας από κάθε εξωτερική επιρροή, την αποστείρωσε από τις εξελίξεις είτε του δυτικού, είτε του ανατολικού κόσμου και έδωσε την δυνατότητα να ευδοκιμήσει ο «αλβανισμός» ως δόγμα ζωής για δύο γενιές περίπου.
Πάραυτα η κατάρρευση του καθεστώτος το ’90-’91, ανέδειξε πολύ γρήγορα το εύθραυστο κράμα του «αλβανισμού», καθώς το μαζικό κύμα μετανάστευσης (το μεγαλύτερο αναλογικά για πρώην κομμουνιστικό καθεστώς), σε συνδυασμό με την κατάρρευση δομών & υποδομών, θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα γεωγραφική διάσπαση, που αποσοβήθηκε από το γεγονός ότι προηγήθηκε η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας και ο νότιος ισχυρός γείτονας (Ελλάδα) στήριξε με σθένος τη ακεραιότητα της Αλβανίας, οικονομικά, θεσμικά και στρατιωτικά (όπως απέδειξε η αλβανική κρίση του ’97).
Ταυτόχρονα για την Αλβανική μεταπολίτευση, ο «αλβανισμός» αποτέλεσε το μοναδικό εργαλείο ψηφοθηρικής εκμετάλλευσης και αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα της χώρας στις επόμενες δεκαετίες, με το εκπαιδευτικό σύστημα να προπαγανδίζει αλύτρωτες πατρίδες και αρχαίο πολιτισμό.
Κι επειδή τα «βαλκανικά παραμύθια» φημίζονται για την πλούσια φαντασία τους και την ευρηματικότητα τους και σήμερα έχουμε ως τετελεσμένο ένα σλαβόφωνο δημιούργημα του Β’ Π.Π. να ονομάζεται «μακεδονικό έθνος», με την ακραία του μορφή να χτίζει μακεδονικά παλάτια κι ανδριάντες… καλό θα ήταν να αναδείξουμε το μύθο του «αλβανισμού» και τις επικίνδυνες πολιτικές του προεκτάσεις, για να μην φτάσουμε στο σημείο να διεκδικούμε τα αυτονόητα.