Αλέξης Παπαχελάς
Το πλέον συζητημένο θέμα παγκοσμίως αυτές τις ημέρες είναι τι θα σημάνει για την Αμερική και τη Δύση η πτώση της Καμπούλ. Ολοι συμφωνούν πως πρόκειται για μια καθοριστική στιγμή. Από τη δική μου σκοπιά θεώρησα ότι είναι ένα ακόμη ορόσημο σε μια φθίνουσα πορεία της Δύσης. Επειδή, όμως, καλό είναι να διατηρούμε ανοιχτά μυαλά, ιδιαίτερα σε τόσο σύνθετα ζητήματα όπου η ανάλυση ελάχιστα απέχει από την προφητεία, ακούω τον αντίλογο.
Οι συνήγοροι της πολιτικής Μπάιντεν αποδίδουν τη σκληρή απόφασή του στην υιοθέτηση ενός δόγματος που ξεκίνησε επί Ομπάμα και συνεχίστηκε επί Τραμπ. Οι αμερικανικές ηγεσίες εκτιμούν πως έχουν απέναντί τους μία θεμελιώδη απειλή, ένα βασικό μέτωπο, την Κίνα. Καταλαβαίνουν ότι δεν διαθέτουν τους πόρους και την πολυτέλεια να ξοδεύουν στρατηγικό κεφάλαιο στο Αφγανιστάν, στη Συρία ή στη Λιβύη. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η αναμφισβήτητη ηγεμονία των ΗΠΑ δημιούργησε την ψευδαίσθηση πως μπορούν να εμπλέκονται σε διάφορα μέτωπα μόνο και μόνο επειδή διέθεταν τα μέσα και δεν απειλούνταν από κανέναν. Η Αμερική εξελισσόταν σε μια «ένοπλη μη κυβερνητική οργάνωση», που θα εμπλεκόταν όπου υπήρχαν γενοκτονίες η παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτή η σχολή τελείωσε με την κόκκινη γραμμή του Ομπάμα στη Συρία, που δεν ήταν ποτέ πραγματική κόκκινη γραμμή. Και ενταφιάστηκε επί Τραμπ, ο οποίος, παρά τα πολλά λόγια, ξόδεψε πολύ φειδωλά την ισχύ των ΗΠΑ.
Αυτός λοιπόν είναι ο αντίλογος. Οτι με την αποχώρηση από το Αφγανιστάν ο Μπάιντεν επικεντρώνεται στο ένα μέτωπο που θεωρεί ότι θα έχει απέναντί του στον νέο ψυχρό πόλεμο που ξημερώνει. Και προσθέτουν –οι αισιόδοξοι για την Αμερική– πως έχει ξαναπεράσει κύκλους σφοδρών εσωτερικών αντιπαραθέσεων και βίας, τους οποίους τελικά ξεπέρασε.