του Αλέξανδρου Ιτιμούδη
Το τελευταίο διάστημα γίνεται έκδηλη η ενόχληση και ο εκνευρισμός εκ μέρους της τουρκικής πλευράς για μια σειρά ενεργειών στις οποίες έχει προβεί η ελληνική κυβέρνηση. Αν εξετάσουμε το ζήτημα από στρατηγική σκοπιά, θα διαπιστώσουμε πως η Ελλάδα με τις κινήσεις αυτές οδήγησε εν μέρει την Άγκυρα σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο, αξιοποιώντας στο μέτρο των δυνατοτήτων της το εργαλείο του αιφνιδιασμού.
Αυτό που ουσιαστικά αφύπνισε την Ελλάδα ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας τα γεγονότα στον Έβρο τον Μάρτιο του 2020. Εκεί η Τουρκία χρησιμοποίησε σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο την έμμεση στρατηγική της προσπάθειας προσβολής του ελληνικού εδάφους, μέσω της εργαλειοποίησης των λαθρομεταναστευτικών ροών. Σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής όμως η Τουρκία επιδίωξε την άμεση προσέγγιση, καθώς επιδίωκε την πρόκληση βλάβης στο κέντρο βάρους της Ελλάδας, μέσω της κοινωνικής της αποδιοργάνωσης, σε περίπτωση που η εισβολή πετύχαινε τον στόχο της.
Τότε ήταν που τα αντανακλαστικά της Ελλάδας αφυπνίστηκαν, και διαμέσου άμεσων ενεργειών αναχαιτίστηκε η υβριδική απειλή κατά της κοινωνικής συνοχής της χώρας. Ήταν η πρώτη φορά που η τουρκική πλευρά αιφνιδιάστηκε από την αντίδραση της Ελλάδας, καθώς δεν αναμενόταν τέτοιου είδους κινητοποίηση και οργάνωση εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας. Απο κει και ύστερα το ελληνικό κράτος έχει επιδωθεί σε ένα κρεσέντο κινήσεων στην γεωπολιτική σκακιέρα, το οποίο κατά την άποψη του γράφοντος, είναι το κλειδί για την τουρκική ανάσχεση.
Η διπλωματική αντεπίθεση
Βασική αρχή του στρατηγικού αιφνιδιασμού τόσο στις διεθνείς σχέσεις όσο και στο αμειγώς στρατιωτικό επίπεδο, είναι πως η πλευρά που δέχεται την «αιφνιδιαστική επίθεση» και πιάνεται στον ύπνο ουσιαστικά δεν μπορεί να σταθμίσει επακριβώς τις διαθέσιμές πληροφορίες που διαθέτει για τον αντίπαλο. Άρα δεν μιλάμε για έλλειψη πληροφοριών, που στην σημερινή εποχή υπάρχουν εν αφθονία, αλλά για αδυναμία ορθής αξιολόγησης τους και επικοινωνίας τους προς τα ανώτερα κλιμάκια λήψης αποφάσεων.
Η Ελλάδα λοιπόν ανταπαντώντας σε μια σειρά ενεργειών της Άγκυρας στην άμεση περιφέρεια της (λιμάνι Αυλώνα στην Αλβανία, τουρκολιβυκό σύμφωνο,συνεργασία με Σκόπια), εκμεταλλεύτηκε μια πολύ βασική αδυναμία της Τουρκίας: τις εχθρικές σχέσεις του τουρκικού παράγοντα με βασικούς δρώντες της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Οι Τούρκοι σαφώς δεν ανέμεναν πως η Ελλάδα θα βρισκόταν σε θέση να υπογράψει αφενός μια συμφωνία μερικής οριοθέτησης με την Αίγυπτο, και μια στρατηγική συμφωνία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αφετέρου, ενώ τις συμφωνίες αυτές ακολούθησε και πρόσφατα μια στρατηγική σύγκλιση με την Σαουδική Αραβία. Μιλάμε επομένως για τους τρεις βασικούς εκπροσώπους του σουνιτικού Ισλάμ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής, με τους οποίους η Ελλάδη βρήκε κοινό τόπο συννενόησης. Από την άλλη η Τουρκία εγκλωβίστηκε στην επιρροή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας η οποία έχει επικηρυχτεί και από τα τρία αραβικά κράτη.
Ουσιαστικά οι ιθύνοντες της Άγκυρας ενώ συστηματικά καλλιεργούσαν τον στρατηγικό σταγγαλισμό της Ελλάδας, μέσω διείσδυσης σε αδύναμα κράτη, πλην όμως στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, ξαφνικά βρέθηκαν προ εκπλήξεως όταν διαπίστωσαν πως οι βασικοί εκπρόσωποι του μουσουλμανικού κόσμου τάχτηκαν υπέρ της Ελλάδας, και μάλιστα με σοβαρές συνεργασίες σε στρατιωτικό, οικονομικό, και διπλωματικό επίπεδο.
Ο καταλύτης όμως που πραγματικά έβγαλε εκτός εαυτού την τουρκική κυβέρνηση ήταν η σύναψη στρατηγικής συμφωνίας με την Γαλλία. Εκείνο ήταν το κρίσιμο σημείο όπου η τουρκική πλευρά βρέθηκε ενώπιον μιας αναπάντεχης εξέλιξης, μιας και η ελληνογαλλική συμφωνία αποτελεί κάτι μοναδικό για δυνάμεις του δυτικού κόσμου, και πόσο μάλλον για δύο χώρες που βρίσκονται υπό τον νατοϊκό μανδύα. Η κατάπληξη της Τουρκίας αποτυπώθηκε δε και στο γεγονός πως ο ίδιος ο Ερντογάν κατονόμασε την συμφωνία πως στρέφεται κατά της Τουρκίας, συνειδητοποιώντας πως η Ελλάδα απόφάσισε πλέον με κάθε επισημότητα να παίξει σοβαρά το παιχνίδι της γεωπολιτικής ανακατανομής ισχύος, εργαλειοποιώντας πλήρως τον πολιτικό και στρατιωτικό πυλώνα ισχύος.
Η εξοπλιστική αναβάθμιση
Εδώ η Τουρκία κατάλαβε ότι τα πράγματα θα είναι δύσκολα για αυτήν όταν στην κρίση με το Όρους Ρέις, η Ελλάδα εμβόλισε τουρκικό πλοίο ενώ παράλληλα τα ελληνικά υποβρύχια κλείδωσαν το Αιγαίο, σε μια επίδειξη δύναμης και αποφασιστικότητας, καθώς δεν μπόρεσαν ποτέ να γίνουν αντιληπτά αό τα τουρκικά ελικόπτερα ανθυποβρυχιακού πολέμου. Αυτό κατέδειξε σε τακτικό πλέον επίπεδο πως η Τουρκία δεν είχε σταθμίσει αποτελεσματικά την αποτελεσματικότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Οι ιθύνοντες της Άγκυρας πίστεψαν πως η δεκαετία της οικονομικής κρίσης θα είχε αποδυναμώσει καίρια το ελληνικό οπλοστάσιο και την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας, όμως η πραγματικότητα δεν ήταν τελικά και τόσο ευχάριστη.
Από κει και πέρα η Ελλάδα αποφάσισε να ξεκινήσει ένα ολικό ντεμαράζ εξοπλιστικής αναβάθμισης των ενόπλων δυνάμεων, με το επιστέγασμα να είναι η αγορά των γαλλικών αερομαχητικών Ραφάλ, καθώς και η απόκτηση των γαλλικών φρεγατών. Αν σε αυτό υπολογίσουμε και την αναβάθμιση των ελληνικών f16 στο επίπεδο Viper,και την μελλοντική απόκτηση των f35 καταλαβαίνουμε πως το Αιγαίο θα μετατραπεί κυριολεκτικά σε ένα πεδίο θανάτου για τις τουρκικές δυνάμεις σε μια πιθανή σύγκρουση.
Η τουρκική πλευρά δεν ανέμενε σαφώς κάτι τέτοιο όταν προχωρούσε στην αγορά των S400, καθώς επέλεξε να ρισκάρει την αποπομπή της από το πρόγραμμα των f35, πλην όμως δεν μπόρεσε να αντιληφθεί πως η Ελλάδα θα επιχειρούσε όχι απλώς να διατηρήσει την ισορροπία στο επίπεδο του αεροναυτικού πολέμου (αν ποτέ υπήρξε αυτή), αλλά να επιδιώξει να γύρει εντελώς την πλάστιγγα υπέρ της με σημαντική αναβάθμιση του στόλου των αεροσκαφών.
Το αποτέλεσμα είναι να βρεθεί η Τουρκία σε μια κατάσταση που θα χαρακτηριζόταν ως απελπιστική, μιας και είδαμε τον Ερντογάν να παρακαλάει τους Αμερικανούς για την παραχώρηση έστω αεροσκαφών f16 Viper, ενώ παράλληλα σε συζητήσεις που είχε με τον Μακρόν προσπαθούσε να διαβάλλει την ελληνική πλευρά ότι δήθεν δεν έχει κεφάλαια για να στηρίξει την αγορά των γαλλικών οπλικών συστημάτων που συμφώνησε. Δεν θα επεκταθούμε σαφώς και στο ζήτημα των ανταλλακτικών το οποίο αν λάβουμε υπόψη την συνεχιζόμενη υποτίμηση της τουρκικής λύρας, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές ελλείψεις την πολεμική αεροπορία της Τουρκίας.
Το ζήτημα είναι πως και στον τομέα των εξοπλιστικών η Άγκυρα έπεσε έξω στους υπολογισμούς της για τις προθέσεις της Ελλάδας, η οποία προχωράει ακάθεκτη σε μια ολική αναβάθμιση των αμυντικών της συστημάτων, η οποία μόλις ολοκληρωθεί θα ξεφεύγει από τα συνήθη όρια της απλής άμυνας, και θα αγγίζει πλέον αυτά του συντριπτικού δεύτερου πλήγματος, της οριζόντιας κλιμάκωσης, και του ασύμμετρου τετελεσμένου.
Προτάσεις
Ο γράφων τυχαίνει να είναι μεγάλος λάτρης της στρατηγικής των ασύμμετρων χτυπημάτων και ακόμα περισσότερο της στρατηγικής των τετελεσμένων. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, η ελληνική πλευρά έχει περιθώρια να προκαλέσει ακόμα περισσότερες εκπλήξεις στους Τούρκους ιθύνοντες, εργαλειοποιώντας πλέον και τους άλλους δύο πυλώνες ισχυος, τον οικονομικό και τον πολιτισμικό.
Τώρα που η τουρκική οικονομία δέχεται αλεπάλληλα χτυπήματα, είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Ελλάδα να επανέλθει δυναμικά στις οικονομίες χωρών όπως η Αλβανία και τα Σκόπια, από τις οποίες έχασε την πρωτοκαθεδρία τα τελευταία χρόνια. Η οικονομική διείσδυση ειδικά σε αυτές τις δύο αδύναμες, αλλά εχθρικές προς την Ελλάδα, χώρες θα επιτρέψει την σταδιακή απαγκίστρωση τους από την επιρροή της Άγκυρας. Κύριοι τομείς στους οποίους χρειάζεται δυναμική είσοδο είναι η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, η υγεία, και οι μεταφορές. Η Ελλάδα έχει και τα επιχειρηματικά κεφάλαια, και την τεχνογνωσία, για να μπορέσει να καταστήσει αυτές τις χώρες ως οικονομικές της επαρχίες, αξιοποιώντας σαφώς και τον παράγοντα των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο θα πρέπει να ακολουθήσει και η πολιτισμική αξιποίηση του πνευματικού κεφαλαίου της Ελλάδας, το οποίο κακώς εδώ και χρόνια αφήσαμε να περιορίζεται σε τουριστικές επισκέψεις, εκθέσεις μουσείων, και επικλήσεις του ένδοξου παρελθόντος. Η πολιτισμική επιρροή είναι ο ισχυρότερος παράγων ήπιας ισχύος, με ικανοποιητικότερα αποτελέσματα σε βάθος χρόνου, και με σαφώς λιγότερα κεφάλαια από άλλες μεθόδους.
Χρέος της Ελλάδας είναι σιγά σιγά να αρχίσει να ξεσφίγγει τον κλοιό που της έβαλε η Τουρκία αυτά τα χρόνια, και να οργανώσει συστηματικά μια αντεπίθεση που θα έχει διάρκεια στο χρόνο. Ας μην ξεχνάμε πως ο παράγοντας Τουρκία ανταγωνίζεται την Ελλάδα σχεδόν σε όλα τα επίπεδα γεωπολιτικής ισχύος, και αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει άμεσα.
*Ο Αλέξανδρος Ιτιμούδης, είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Γεωπολιτικής Ανάλυσης, Γεωστρατηγικής Σύνθεσης και Σπουδών Άμυνας και Ασφάλειας.