Είναι σαφές ότι χρειάζεται και παρέμβαση στην προσφορά.
Με δέος αντιμετωπίζουν πολλοί την αύξηση στις τιμές των ακινήτων. Αναρωτιούνται εάν υπάρχουν ακραίες μεταβολές. Η αλήθεια είναι ότι παρατηρούνται υπερβολές σε κάποιες περιοχές, αλλά δεν είναι ο κανόνας. Σε καμία περίπτωση, δηλαδή, δεν παρατηρούνται συνθήκες «φούσκας», σαν αυτές που είδαμε στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Αντίθετα, η αγορά ψάχνει ακόμα την ισορροπία της, επιχειρώντας να καλύψει το χαμένο έδαφος της πρόσφατης ελληνικής κρίσης και της απόστασης που δημιουργήθηκε από τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές. Στην προσπάθεια αυτή, παρατηρούνται φυσιολογικές μεν αλλά επώδυνες για πολλούς συμπολίτες μας αναταράξεις.
Το θέμα πυροδότησε η χθεσινή ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν στο πρώτο τρίμηνο φέτος κατά 14,5%, σε συνέχεια της αύξησης 11% στο σύνολο του 2022, 7% του 2021 και περίπου 4% του 2020. Συμπληρώνεται δηλαδή μία τετραετία ανόδου των τιμών.
Αν είναι υπερβολή όμως αυτό που συμβαίνει τώρα, τότε πώς λέγεται αυτό που συνέβη τη δεκαετία του 2010. Μέσα σε 10 χρόνια έπεσαν οι τιμές πώλησης των ακινήτων κατά 23% στην Ελλάδα, όταν σχεδόν παντού στην Ευρώπη ανέβαιναν. Αντιλαμβάνεστε ότι το κενό που πρέπει να καλυφθεί από το να θεωρηθεί μια αγορά «παραφουσκωμένη» είναι μεγάλο. Το διάστημα που σε εμάς οι αξίες των ακινήτων κατέρρεαν, σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες οι τιμές υπερδιπλασιάστηκαν. Το ίδιο συνέβη και στα ενοίκια. Στο -24% κατρακύλησαν οι τιμές τους στην Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία, σε μια περίοδο που παντού στην Ευρωπαϊκή Ενωση αυξάνονταν με διψήφιο ρυθμό.
Η τετραετία της ανόδου της αγοράς ακινήτων που συμπληρώνεται φέτος, με το ζόρι καλύπτει τις απώλειες της προηγούμενης δεκαετίας. Ούτε κατά διάνοια δεν πλησιάζει τις αυξήσεις που κατέγραψαν τα ακίνητα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Το απότομο ωστόσο του πράγματος είναι πρόβλημα. Οι ανατιμήσεις στην ελληνική αγορά ακινήτων, οι οποίες το πιθανότερο είναι να συνεχιστούν προσεγγίζοντας ακόμα περισσότερο τα ευρωπαϊκά επίπεδα, προκαλούν μια σειρά από επιπτώσεις. Κάποιες θετικές. Κάποιες άλλες ξεκάθαρα αρνητικές, που χρήζουν μεγαλύτερης παρέμβασης.
Πρώτα από όλα αυξάνεται η αξία της περιουσίας των Ελλήνων. Βελτιώνονται επίσης οι αξίες των ακινήτων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι ελληνικές τράπεζες, κάνοντας ακόμα πιο υγιείς τους ισολογισμούς τους. Ξεκάθαρα και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Από την άλλη μεριά η αύξηση του κόστους στέγασης επιβαρύνει σημαντικά τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, οδηγώντας σημαντικό ποσοστό των πολιτών να δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στο αυξημένο κόστος στέγασης.
Εξ αυτού του λόγου και όχι μόνο, η πολιτική οικονομία της στέγης απειλεί να γίνει το επόμενο μεγάλο κοινωνικό ζήτημα. Οι πολιτικές παρέμβασης στη ρίζα του προβλήματος σύντομα θα αποτελούν αναγκαιότητα, προκειμένου η σύγκλιση των ελληνικών τιμών των ακινήτων με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές να γίνει με τρόπο ομαλό. Πρώτα από όλα χρειάζεται παρέμβαση στη ζήτηση. Οσο οι βραχυχρόνιες μισθώσεις και οι επενδύσεις από το εξωτερικό πιέζουν ανοδικά τις τιμές των ακινήτων και των ενοικίων, τόσο θα πρέπει να μπουν ρήτρες περιορισμού ακραίων πρακτικών τύπου Airbnb και πλήρους επανεξέτασης κινήτρων προσέλκυσης επενδύσεων τύπου Golden Visa.
Είναι σαφές ότι χρειάζεται και παρέμβαση στην προσφορά. Με τους ειδικούς να υπολογίζουν το σημερινό έλλειμμα διαθέσιμων κατοικιών σε πάνω από 100.000, αναρωτιέται κανείς εύλογα εάν η εξαγγελία της προηγούμενης κυβέρνησης για την αξιοποίηση 750.000 κενών σπιτιών, όπως δηλώνονται στην ΑΑΔΕ, μπορεί να έχει κάποιο ρεαλιστικό αποτέλεσμα ή αν αποτελούν απλά μια ακόμα εστία αδιερεύνητης ελληνικής φοροδιαφυγής…
Εγώ αλλιώς το έχω προσλάβει. (Ιδιοκτήτης είμαι, όχι ενοικιαστής). Την φούσκα την πληρώσαμε ακριβότατα. Αυτό όμως βλέπω δεν μας έκανε ταπεινότερους και σοφότερους. Αν είναι αληθινό ότι το 70 0/0 ζουνε με αγωνία αν θα βγάλουν το μήνα (που δεν τον βγάζουν), τότε δεν μπορείς να ζητάς έναν βασικό μισθό για ενοίκιο σε σπίτι 70 τετραγωνικών σε υποβαθμισμένες περιοχές. Τα ενοίκια και η αγορά είναι φούσκα και σήμερα. Καθότι η φτωχοποίηση των μνημονίων είναι παρά πολύ μεγάλη. Άρα δεν μπορεί να μιλάμε για σύγκριση με βορειοευρωπαϊκές ή νοτιοευρωπαϊκές χώρες που παρεμβαίνουν στην παγκόσμια οικονομία. Είμαστε στην εξαθλίωση στην 3 θέση στην Ευρώπη. Οσονουπω προαλειφομαστε για την πρώτη. Οι φαβέλες του ΡΙΟ μετά της εκλογές θα έρθουν εδώ έτσι όπως δείχνουν τα πράγματα. Όμως είμαστε άπληστοι. Δεν διδασκόμαστε από το παρελθόν. Δεν διδασκόμαστε ότι η ευημερία δεν εξαρτάται από την στιγμή, αλλά από μακροχρόνιο προσεκτικό σχεδιασμό.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το παιδί που στην αρχή της κρίσης πέταξε τη μάνα του από τον 5ο όροφο στα Σύνταγμα νομίζω και έπεσε πίσω της, αφήνοντας σημείωμα, τοίχους έχουμε, λεφτά δεν έχουμε.
Όταν όλα αυτά τα εξωφρενικά ενοίκια και οι εξωφρενικές τιμές αγοράς, στην σημερινή εποχή των επιδομάτων για την διαβίωση, σε αφήσουν χωρίς ψωμί να φας και με βουνό δικαστικών ενεργειών που ποτέ είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο δεν καταλήγουν πουθενά, τότε να δω τις μεγάλες επιτυχίες στο εισόδημα. Εισόδημα που δεν παίρνεις αλλά φορολογήσαι γι αυτό. ( δεν έχουν όλοι δυνατότητα να πληρώσουν δικηγόρους, που παρεπιπτόντως έχουν γίνει άπληστοι).
Μήπως να διαβάσουμε τον ζοφερό οικο του Ντίκενς;;; Άλλαξε το δικονομικό σύστημα της Αγγλίας.
Δεν πειράζει όμως. Στην υπέροχη ψηφιακή εποχή της Ελλάδας κάνω 3 με 6 μήνες να πάρω χαρτί από τις δημόσιες υπηρεσίες που με φυσική παρουσία το έπαιρνα αυθημερόν έστω κι αν ήμουν εκεί 5 ώρες ( να πω την αλήθεια, εκτός από την αναμονή, μισή ώρα). Σήμερα 4 μέρες μετά δεν το ‘χω ακόμη. Γιατί;; Γιατί είναι ελεύθεροι οι ολίγιστοι (σε αριθμό) που έχουν μείνει στις υπηρεσίες. Γιατί;; Γιατί δεν έχουν ψηφιοποιηθεί τα πάντα, παρά μόνο οι αιτήσεις και η επικοινωνία. Όλα τα υπόλοιπα είναι χειρόγραφα όπως το 1980.
Τα καλύτερα μας χρόνια, όντως τελικά ήταν τα καλύτερα.
Για ένα απλό συμβόλαιο αποδοχής κληρονομιάς έχουν περάσει ήδη 5 μήνες.