Το ποιητικό υποκείμενο του Μπγιορν Κούλιγκ βρίσκεται εκεί όπου πυροβολούν ανθρώπους σε φράχτες. Τα σύνορα στη Μελίγια δεν έχουν την ίδια σημασία για όλους. Ο ποιητής ταξίδεψε εκεί για να φανταστεί και να βρει μια γλώσσα για αυτό που θα έβλεπε. Το μακροσκελές ποίημα «Η γλώσσα του Γιβραλτάρ» παρουσιάστηκε στα ελληνικά σε μετάφραση των Μαρία Οικονόμου και Άκη Παραφέλα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης από το Ινστιτούτο Γκαίτε και τις εκδόσεις «Ενύπνιο».
Κάτι σαν λογοτεχνικό ρεπορτάζ
Στη Μελίγια, στο βορειοανατολικό άκρο της Αφρικής είναι το καλύτερα φυλασσόμενο διασυνοριακό πέρασμα για την αναχαίτιση της ανθρώπινης κινητικότητας. «… Το βουνό, πάνω από την πόλη είναι εκεί, όπου σκοτεινιά αγγίζει τη σκοτεινιά του ουρανού», «κάθε είκοσι μέτρα ένας προβολέας, κάθε είκοσι μέτρα μια κάμερα παρακολούθησης», «ένας φράχτης, ανασκαμμένο χώμα, στο χώμα του ανυψωμένος ο ίδιος ουρανός», γράφει στη «Γλώσσα του Γιβραλτάρ», ο Κούλιγκ. «Όταν διάβαζα για τη συνοριακή γραμμή στη Μελίγια, ήμουν εξοργισμένος και σκέφτηκα ότι πρέπει να κάνω κάτι σύμφωνα με τις δυνατότητες μου, δηλαδή τη γραφή μου. Δε θα μπορούσα να το κάνω από το σπίτι μου. Ταξίδεψα ως εκεί για να το κάνω, με τη μορφή του μακρού ποιήματος», τονίζει μιλώντας στη Deutsche Welle o Μπγιορν Κούλιγκ. Επιλέγοντας μια πιο ελεύθερη μορφή ποιήματος, από έναν κύκλο ποιημάτων κι ακολουθώντας την ομηρική παράδοση προβαίνει σε ένα ιδιότυπο λογοτεχνικό ρεπορτάζ.
Ο Γερμανός ποιητής έμεινε τρεις μέρες στο Γιβραλτάρ και μια βδομάδα στη Μελίγια. «Ξυπνούσα πολύ πρωί, περιηγούμουν την περιοχή και κρατούσα σημειώσεις. Κάθε βράδυ τις επεξεργαζόμουν και εν συνεχεία για ένα χρόνο έκανα την τελική επεξεργασία στο Βερολίνο». Ανάμεσα σε τουρίστες και πρόσφυγες, ο ποιητής ως προνομιούχος, λευκός που έχει δικαίωμα επιστροφής στον τόπο του, παρατηρεί την καθημερινότητα με φράχτες ασφαλείας, περνώντας με αίσθημα ενοχής, με το διαβατήριό του στο ίδιο ύψος ματιών με αυτούς που δε μπορούν να περάσουν τη συνοριακή διάβαση. «Είδα πολλές τραγικές εικόνες που με σφράγισαν. Παιδιά να προσπαθούν να διαφύγουν από το τελωνείο και να μην μπορώ αντιδράσω». Στο ποίημά του ο Κούλιγκ χρησιμοποιεί εντέχνως ένα σύνολο «γερμανισμών», που δυσκολεύουν την απόδοση των όρων του κειμένου στα ελληνικά. «Η μετάφραση είναι κι αυτή μια μετανάστευση με τη διέλευση της όχι πάντα απρόσκοπτη, που περνά μια μπάρα, ένα σύνορο», επεσήμανε χαρακτηριστικά στην παρουσίαση του βιβλίου στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης , η μια εκ των μεταφραστών, Μαρία Οικονόμου.
Η ευθύνη της Δύσης για το μεταναστευτικό
Ποια άραγε είναι «Η γλώσσα το Γιβραλτάρ»; «Δεν υπάρχει. Είναι η γλώσσα της βίας και της αποκιοκρατίας. Δεν μπορεί να ειπωθεί. Ένα ποίημα μπορεί να μεταφέρει ανείπωτα πράγματα που δε μπορεί να μεταφέρει μια εφημερίδα ή ένα μυθιστόρημα», απαντά στη Deutsche Welle o Κούλιγκ. Χαρούμενος που το ποίημα του μεταφράστηκε στα ελληνικά, σε μία γλώσσα που ομιλείται μόνο σε μία χώρα και που το θέμα του ποιήματος είναι τόσο σημαντικό για αυτήν. Για τον ίδιο το μεταναστευτικό ρεύμα θα αυξηθεί λόγω της κλιματικής κρίσης και πολλοί άνθρωποι θα αναζητήσουν ζωτικό χώρο για μια καλύτερη ζωή. «Αυτό που ζούμε ήταν μόνο η αρχή. Αυτό δε μπορεί να απαντηθεί με φράχτες που τους ψηλώνουμε. Πρέπει τα ευρωπαϊκά κράτη να κάτσουν να σκεφτούν πώς θα διαχειριστούν τους ανθρώπους που καταφθάνουν. Από την ιστορία ξέρουμε ότι όταν δε συζητιούνται και δε λύνονται θέματα του παρελθόντος, θα τα βρουν οι επόμενες γενιές», λέει χαρακτηριστικά.
Το μακρύ ποίημα του Κούλιγκ τελειώνει με μια σειρά από αν: «Αν η Ιταλία δεν υπήρχε [..] αν δεν υπήρχαν σάκοι για πτώματα [..] αν έχει κιόλας φτάσει εδώ η Αφρική», αναρωτώμενος ειρωνικά: «και τότε ακόμα η ελεύθερη κοινωνία χρειάζεται ψυχανάλυση;» Μας επιτίθεται δημιουργώντας εικόνες που δεν μπορούμε να εξαφανίσουμε. Χτυπά στον πυρήνα μας με τον τραχύ τόνο του, βάζοντάς μας να έρθουμε αντιμέτωποι με τον εαυτό μας. «Η ελεύθερη κοινωνία πρέπει να λειτουργεί με ανεκτικότητα και αλληλοσεβασμό. Να ζούμε μαζί, όχι απαραίτητα πάντα αρμονικά αλλά να συνυπάρχουμε. Έτσι η ελεύθερη κοινωνία δε θα χρειάζεται ψυχανάλυση», απαντά.