Χάρης Τοπαλίδης: Η ατζέντα της προόδου: Από την ολιγαρχική στη συμμετοχική πράσινη οικονομία

- Advertisement -
Χάρης Τοπαλίδης

Η μετάβαση προς την πράσινη οικονομία εκδηλώνεται με τη ριζική διαφοροποίηση της μορφής των επενδύσεων κεφαλαίου στις αναπτυγμένες Δυτικές οικονομίες. Η σαφής μετατόπιση της κυριαρχίας στο περιεχόμενο του κεφαλαίου, από τη φυσική στην άϋλη μορφή του, αποτυπώνεται ξεκάθαρα π.χ. κατά τα τελευταία 20 χρόνια στις ΗΠΑ. Το 1998, με το τέλος της προηγούμενης μακράς περιόδου επέκτασης της οικονομίας τους, το 48,3% των επενδύσεων των επιχειρήσεων αφορούσαν τη δημιουργία νέων υποδομών παγίων εγκαταστάσεων και την αγορά βιομηχανικού μηχανολογικού εξοπλισμού, ενώ το 30% την τεχνολογία και ειδικότερα συστήματα επεξεργασίας της πληροφορίας και άδειες ή πατέντες βιομηχανικής (διανοητικής) ιδιοκτησίας. Το 2018 οι επενδύσεις σε τεχνολογία και δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας είχαν αυξηθεί σε 52% των συνολικών νέων επενδύσεων, ενώ οι επενδύσεις σε πάγιες εγκαταστάσεις και μηχανολογικό εξοπλισμό είχαν μειωθεί σε 28,6%. Ως προς τη χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση, οι τεχνολογικοί κολοσσοί της νέας οικονομίας, όπως οι Apple, Alphabet, Cisco, Microsoft και Oracle, είχαν ξεπεράσει τα μεγαθήρια των βιομηχανικών και ενεργειακών κλάδων όπως π.χ. η General Motors και η Standard Oil.

Η ραγδαία απομόχλευση του κεφαλαίου και η κρίση χρέους μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η εμφάνιση του πληθωρισμού λόγω της μεγάλης έκτασης των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης των Κεντρικών Τραπεζών στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, και, τέλος, η κλιμάκωση του πληθωρισμού και η άνοδος των επιτοκίων λόγω των πολεμικών κυρώσεων της Δύσης στη Ρωσία, επιδείνωσαν τις συνθήκες για την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της τεχνολογικής αλλαγής (μεγάλη ρευστότητα, υψηλή μόχλευση κεφαλαίων, χαμηλά επιτόκια) από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Επιβράδυναν έτσι σημαντικά τον ρυθμό της πράσινης μετάβασης και επιτάχυναν την εκδήλωση των αντινομιών και ανισορροπιών που διατρέχουν τη δομή του νέου παραγωγικού μοντέλου, στην αντιμετώπιση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών πιέσεων στην ανάπτυξη που απειλούν τη βιωσιμότητά της, τις οποίες ήδη βιώνουμε.

Η ολιγαρχική μορφή της πράσινης οικονομίας

Καθώς η ανάπτυξη στο νέο παραγωγικό μοντέλο εξαρτάται τώρα καθοριστικά περισσότερο από το κεφάλαιο και κατά συνέπεια από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, σε σχέση με το βιομηχανικό, και επειδή η οικονομία της αγοράς δεν έχει ακόμα ρυθμιστεί ώστε να αντιστοιχεί σε μια οικονομία ιδεών (γνώσης) και όχι πραγμάτων (βιομηχανική), όπως επιτάσσει η πράσινη οικονομία (οικονομία της γνώσης), η υιοθέτηση του νέου παραγωγικού μοντέλου περιορίζεται σήμερα σε θύλακες της οικονομίας. Οι θύλακες αυτοί συνιστούν σήμερα μια απομονωμένη εσωστρεφή πρωτοπορία υπό τον έλεγχο επιχειρηματικών, τεχνολογικών και χρηματοοικονομικών ελίτ, ενώ ο τεράστιος όγκος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και η μεγάλη μάζα των εργαζομένων παραμένουν αποκλεισμένοι από το γίγνεσθαι και του καρπούς της. Αν και οι θύλακες αυτοί δεν είναι ερμητικά κλειστοί αλλά «πορώδεις» προς την υπόλοιπη οικονομία, εντούτοις διασυνδέονται περισσότερο μεταξύ τους υπερεθνικά, παρά με τους υπόλοιπους παραγωγικούς τομείς μιας εθνικής οικονομίας. Το διεθνές δίκτυο αυτών των θυλάκων συνιστά σήμερα την καθοδηγητική δύναμη στην παγκόσμια οικονομία και καθορίζει την κυρίαρχη διεθνή ατζέντα της μετάβασης.

Η διεύρυνση του χάσματος στο σύγχρονο παραγωγικό σύστημα μεταξύ μιας ολιγομελούς εμπροσθοφυλακής και μιας μαζικής οπισθοφυλακής δημιουργεί ανισότητες πρωτόγνωρης κλίμακας για τη μεταπολεμική οικονομική τάξη. Η διάστασή τους αποσταθεροποιεί τα θεμέλια της δημοκρατίας, κλονίζει το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο και οδηγεί τον σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό κεφαλαίου – εργασίας στα ιστορικά του όρια.

Η οπισθοχώρηση των δυνάμεων της προόδου

Η στρατηγική σύμπλευση της Σοσιαλδημοκρατίας με την κυρίαρχη ατζέντα της μετάβασης, υποδηλώνει την αποδοχή εκ μέρους της των νέων διαρθρωτικών συσχετισμών κεφαλαίου – εργασίας και τεχνολογίας – φυσικών πόρων που χαρακτηρίζουν το νέο παραγωγικό μοντέλο και ειδικότερα τη ριζική αναδιάταξή τους υπέρ των πρώτων. Ενώ όμως αποδέχεται έτσι την κάθετη αύξηση της έντασης της κοινωνικής πίεσης στην ανάπτυξη, σε σχέση με το βιομηχανικό μοντέλο, οι μόνες διαθέσιμες πολιτικές στο πολιτικό της πρόγραμμα για την αντιμετώπισή της παραμένουν οι αναδιανεμητικές: η προοδευτική φορολόγηση, τα επιδόματα κάθε μορφής και οι μεταβιβάσεις πληρωμών. Οι πολιτικές αυτές, που απέβλεπαν στην τόνωση της πλευράς της ζήτησης της βιομηχανικής οικονομίας, είναι πλέον ανεπαρκείς για να ανταποκριθούν στο μέγεθος της ανισότητας. Οι διορθωτικές πολιτικές που απαιτούνται για το σκοπό αυτό θα έπρεπε να είναι τόσο μαζικές ώστε να ανατρέψουν την οικονομική τάξη που υπηρετούσε αυτός ο συμβιβασμός. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, όπως οι πολιτικές ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος – που άλλωστε συνιστούν τη ναυαρχίδα της κοινωνικής πολιτικής της κυρίαρχης ατζέντας της μετάβασης. Η υιοθέτηση εν προκειμένω της σχετικής ατζέντας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ υποδηλώνει την επίσημη εγκατάλειψη ακόμη και του θεμελιώδους προτάγματος της φιλελεύθερης οικονομίας: της εξασφάλισης ίσων ευκαιριών και της θεώρησης της προόδου ως κοινού αγαθού. Η σύγχρονη εκδοχή του συμβιβασμού κεφαλαίου – εργασίας που επιχειρήθηκε με τη μετατόπιση της σοσιαλδημοκρατίας σε φιλελεύθερες θέσεις (αποδοχή ευέλικτης εργασίας) και του νεοφιλελευθερισμού σε κοινωνικές θέσεις (παροχή εγγυήσεων κατά της οικονομικής ανασφάλειας) με στόχο την επίτευξη ενός ευέλικτου καθεστώτος εργασίας σε συνθήκες ασφάλειας δεν απέδωσε επίσης και απέτυχε: οδήγησε στην επισφαλή (precarious) απασχόληση και στην κατάρρευση του καθεστώτος ασφάλειας της εργασίας αλλά και στην οικονομική στασιμότητα και στην αύξηση των ανισοτήτων.

Στο ίδιο πλαίσιο σύμπλευσης με την κυρίαρχη ατζέντα, η φθίνουσα δυναμική της εργασίας στο παραγωγικό σύστημα και η ανεπάρκεια των αναδιανεμητικών πολιτικών θέτει σε αμφισβήτηση το παραδοσιακό πολιτικό πρόγραμμα της Αριστεράς και αποσταθεροποιεί το έδαφος για τις πιο ριζοσπαστικές πολιτικές της. Η υποβάθμιση της εργασίας ως ιστορικού υποκειμένου στην νέα παραγωγική πρακτική, συμπιέζει το εύρος της διορθωτικής της ατζέντας μεταξύ πολιτικών που υπαγορεύονται, αφενός, από την αμυντική συμπόρευση με την φθίνουσα ατζέντα της Σοσιαλδημοκρατίας στη διαχείριση, με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία, της ολιγαρχικής μορφής της πράσινης οικονομίας, και, αφετέρου, από την αδιέξοδη μακροπρόθεσμα υποστήριξη.

της εργασίας στο πλαίσιο της υπεράσπισης της υποχωρούσας βιομηχανικής παραγωγικής πρακτικής. Η οπισθοχώρηση της ιστορικής Σοσιαλδημοκρατίας και η αμηχανία της παραδοσιακής με την έννοια αυτή Αριστεράς, αντανακλούν την ανεπάρκεια του κληρονομημένου από τον 20ο αιώνα στρατηγικού αναδιανεμητικού τους προγράμματος, για την αντιμετώπιση της τεράστιας οικονομικής ανισότητας του 21ου αιώνα, που πηγάζει από τη νέα παραγωγική πραγματικότητα της ολιγαρχικής μορφής της πράσινης οικονομίας. Η εντυπωσιακή άνοδος των νεοσυντηρητικών και υπερσυντηρητικών δυνάμεων είναι ένα μέτρο της πεποίθησης μιας πολύ μεγάλης μερίδας της εργασίας και των επιχειρήσεων ότι τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις τους έχουν προδοθεί από αυτές τις πολιτικές.

Η ατζέντα της μετάβασης από την ολιγαρχική στη συμμετοχική πράσινη οικονομία

Η μετάβαση από την ολιγαρχική στη συμμετοχική μορφή της πράσινης οικονομίας εξαρτάται κατά συνέπεια από την υιοθέτηση μιας προοδευτικής ατζέντας θεσμικών μεταρρυθμίσεων που συμπεριλαμβάνει μια νέα διαπραγμάτευση κεφαλαίου – εργασίας για τη σύναψη (i) μιας νέας Πράσινης Συμφωνίας που θα διευκολύνει την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής πίεσης και με πολιτικές έντασης εργασίας (π.χ. ανακύκλωσης φυσικών πόρων, αύξησης του ελεύθερου χρόνου εργασίας με ίδιες αμοιβές κλπ.) και (ii) ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, που θα διευκολύνει την παραγωγή και διάδοση της γνώσης στην οικονομία της αγοράς, αξιοποιώντας και τις δυνάμεις της εργασίας και των μικρής κλίμακας επιχειρήσεων. Η ατζέντα αυτή, επιβραδύνοντας τον ρυθμό ενίσχυσης της κεφαλαιοκρατικής διάρθρωσης της ανάπτυξης και διευρύνοντας ταυτόχρονα την παραγωγική της βάση, μετριάζει τις ανισορροπίες στις σχέσεις μεταξύ των παραγωγικών συντελεστών ως προς τη συγκριτική συμβολή τους στην παραγωγική διαδικασία και οδηγεί σε μια συμπεριληπτική και βιώσιμη πράσινη ανάπτυξη.

Επιπρόσθετα, υπάρχει και εθνική διάσταση στην πράσινη μετάβαση. Δεν συμβάλλουν όλες οι χώρες το ίδιο στη δημιουργία της κλιματικής κρίσης (βλ. διαπραγμάτευση δικαιωμάτων ρύπων). Η φέρουσα χωρητικότητα του περιβάλλοντος έχει αποικιοποιηθεί πρωτίστως από τις αναπτυγμένες οικονομίες της Δύσης, που είναι υπεύθυνες για την πλήρωσή της με τις εκπομπές της βιομηχανίας τους σε ένα συντριπτικό ποσοστό. Κατά συνέπεια ο ρυθμός της πράσινης μετάβασης στις επί μέρους εθνικές οικονομίες, όπως π.χ. της Ελλάδας που δεν είναι εξόχως βιομηχανική, οφείλει να είναι ανάλογος της επιβαρυντικής συμβολής τους στην κλιματική κρίση. Αν είναι ταχύτερος από αυτήν, τότε το κόστος της μετάβασης αυξάνει ακόμη περισσότερο για αυτές.

Στις εύλογες ενστάσεις των θιασωτών της κυρίαρχης ατζέντας ότι μια τέτοια προοδευτική ατζέντα μεταρρυθμίσεων μειώνει το ρυθμό της πράσινης μεγέθυνσης και την ταχύτητα ανταπόκρισης στον επείγοντα χαρακτήρα αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, και επομένως δεν είναι θεμιτή, απαντά αφοπλιστικά η ίδια η πολιτική των στρατιωτικών κυρώσεων της Δύσης στη Ρωσία και οι συνέπειές της στην πράσινη μετάβαση: διαρκής αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεων αύξησης του ΑΕΠ και εκδήλωση προοπτικών ύφεσης, επιστροφή στο λιγνίτη, έκρηξη των ανισοτήτων και της ακρίβειας κ.α.

Πεδίο διαπραγμάτευσης και εργαλείο χρηματοδότησης μια τέτοιας προοδευτικής ατζέντας μεταρρυθμίσεων για τη ρύθμιση του νέου παραγωγικού μοντέλου είναι άμεσα ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ε.Ε. με προϋπολογισμό ύψους 750 δισ. € και στην Ελλάδα το αντίστοιχο Ταμείο.

Η προοδευτική ρύθμιση του νέου παραγωγικού μοντέλου

Η αντιμετώπιση των ανισοτήτων που δημιουργούν οι μηχανισμοί της αγοράς στο νέο παραγωγικό μοντέλο, απαιτεί μια νέα γενιά πολιτικών που επεκτείνονται δυναμικά στην πρωταρχική κατανομή του οικονομικού πλεονεκτήματος, δηλαδή στην πλευρά της προσφοράς της οικονομίας. Αντί της πολιτικής επιδομάτων (αναδιανομής) απαιτείται πρωτίστως μια πολιτική εξασφάλισης στους εργαζόμενους, στις υφιστάμενες ή νέες επιχειρήσεις, της γενικευμένης δυνατότητας πρόσβασης στους κρίσιμους παραγωγικούς πόρους και στις ευκαιρίες για την παραγωγή γνώσης. Τα επιδόματα συνιστούν για αυτούς ένα χαμηλό αντίτιμο για την άρνηση του δικαιώματος πρόσβασής τους στους πόρους αυτούς και για την περιθωριοποίησή τους από την παραγωγική διαδικασία. Η διευκόλυνση της παραγωγής και διάδοσης της τεχνολογικής καινοτομίας, με ορίζοντα μια συμπεριληπτική και βιώσιμη πράσινη οικονομία, προϋποθέτει τη θεσμική μεταρρύθμιση της οικονομίας της αγοράς σε κρίσιμους τομείς και ένα νέο τύπο σύμπραξης κράτους, κοινωνίας και επιχειρήσεων. Μεταξύ αυτών:

Η παραγωγή γνώσης

Η θεσμική μεταρρύθμιση πρέπει να αποβλέπει ειδικότερα στη ριζική διεύρυνση της δυνατότητας πρόσβασης των επιχειρήσεων σε κεφάλαια, σε προηγμένη τεχνολογία, σε κατάλληλα εκπαιδευμένη εργατική δύναμη και σε εγχώριες και ξένες αγορές, για κάθε τμήμα του παραγωγικού συστήματος και όχι μόνο για τις μεγάλες εταιρίες των απομονωμένων θυλάκων της οικονομίας της γνώσης. Ο σχεδιασμός και η παραγωγή τεχνολογικής καινοτομίας είναι μια αβέβαια διαδικασία μεγάλης έντασης κεφαλαίου. Η χρηματοδότηση της ενέχει υψηλούς πιστωτικούς κινδύνους, μεγαλύτερους από αυτούς των βιομηχανικών επενδύσεων. Το κατάλληλο χρηματοδοτικό εργαλείο είναι οι επενδυτικές τράπεζες και οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου (venture capital) παρά οι εμπορικές τράπεζες. Οι ιδιωτικές εταιρίες venture capital δεν επαρκούν ως μέγεθος για να αναλάβουν το ρόλο της χρηματοδότησης της καινοτομίας στη γενικευμένη κλίμακα που απαιτεί η συμμετοχική οικονομία της γνώσης αλλά ούτε μπορούν να συμμεριστούν τη σκοπιμότητά της. Η κρατική πολιτική πρέπει να προωθήσει τη δημιουργία πολλαπλών, ανεξάρτητων και ανταγωνιστικών Ταμείων venture capital, περιφερειακής και κλαδικής εξειδίκευσης. Τα Ταμεία αυτά θα λειτουργούν με τους κανόνες της αγοράς και κριτήρια κοινωνικής και περιβαλλοντικής υπευθυνότητας, τα οποία θα υποστηρίζονται με δημόσια κεφάλαια – τα οποία θα είναι επιστρεπτέα, ιδιωτικά και κεφάλαια της Ε.Ε.

Η προώθηση της τεχνολογικής έρευνας

Στη χρηματοδότηση της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας από τα ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα αλλά και από την ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά και στην πρώϊμη χρηματοδότηση των επιχειρηματικών σχεδίων, το κράτος έχει διαδραματίσει ιστορικά σημαντικό ρόλο. Η γένεση, η διασπορά και η εμπορευματοποίηση πολλών νέων τεχνολογικών καινοτομιών οφείλεται στις κρατικές πολιτικές έρευνας. Απαιτείται ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ κράτους και επιχειρήσεων, αποκεντρωμένο, πλουραλιστικό, συμμετοχικό και πειραματικό, το οποίο να διευκολύνει τη σύγκλιση της οπισθοφυλακής της οικονομίας με την πρωτοπορία. Η σύγχρονη διοικητική δομή παροχής υπηρεσιών από το κράτος, δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό το καθήκον. Επιβάλλεται η δημιουργία από αυτό ή ανεξάρτητα από αυτό, διακριτών εταιρικών σχημάτων που θα είναι θέση να διαφοροποιήσουν με τις διαφορετικές προσεγγίσεις τους, στο μέγιστο δυνατό εύρος και από όλα τα τμήματα της παραγωγής, το υλικό που είναι διαθέσιμο για την ανταγωνιστική επιλογή σχεδίων από την αγορά.

Το καθεστώς ιδιοποίησης και διάχυσης της γνώσης

Το καθεστώς της διανοητικής ιδιοκτησίας διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην παραγωγή και στη διάδοση της γνώσης. Καθώς καθορίζει τις προϋποθέσεις ιδιοποίησης της γνώσης, όπως των ευρεσιτεχνιών και των εφευρέσεων, η προστασία της έχει καταστεί ένας από τους πυλώνες της πράσινης οικονομίας. Άλλωστε η δυνατότητα διαχωρισμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας από το υλικό τους υπόστρωμα που ανέδειξε τη γνώση σε αυτοτελές οικονομικό αγαθό αποδεσμευμένο από τις υλικές του εκφάνσεις, και επέτρεψε τον πλήρη οργανωτικό διαχωρισμό του άϋλου τμήματος της παραγωγικής διαδικασίας από το υλικό, είναι καρπός της 4ης Βιομηχανικής επανάστασης. Η αυστηροποίηση της προστασίας της που επήλθε λόγω της μετάβασης στο νέο παραγωγικό μοντέλο, κατέστησε τη γνώση πηγή διακριτού οικονομικού εισοδήματος ή ενοικίου. Αποτρέπεται έτσι η διάχυσή της και ακυρώνεται η παραγωγική αξιοποίησή της από το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό συμβαίνει με τις λίγες μεγαεπιχειρήσεις της οικονομίας της γνώσης που κατέχουν τα αποκλειστικά δικαιώματα καίριων τεχνολογιών, τις οποίες είτε ανάπτυξαν οι ίδιες ή αγόρασαν από τους εφευρέτες τους, με αποτέλεσμα να ωφελούνται λίγοι από τη δημιουργία τους και να αποθαρρύνονται και να αποκλείονται οι πολλοί από τη χρήση τους. Με τον τρόπο αυτό διευρύνεται το ήδη συντριπτικό πλεονέκτημά τους στον έλεγχο της πράσινης οικονομίας. Στο πλαίσιο της ανάγκης συνδιαλλαγής της οικονομικής λογικής της προστασίας της με τον μη ανταγωνιστικό χαρακτήρα της γνώσης, το νομικό πλαίσιο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας πρέπει να μεταρρυθμιστεί: να επιτρέπει σε παραγωγούς να έχουν πρόσβαση στην ούτως ή άλλως ανεξάντλητη γνώση, ακόμη και με την καταβολή ενός τιμήματος. Μια τέτοια θεσμική μεταρρύθμιση θα είχε ριζοσπαστικές επιπτώσεις και στην εμπορία των δεδομένων πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων από τις ολιγοπωλιακές πλατφόρμες υψηλής τεχνολογίας.

Το ρυθμιστικό πλαίσιο της εργασίας

Η μετάβαση στη συμμετοχική πράσινη οικονομία ενισχύεται από το ρυθμιστικό πλαίσιο της ελεύθερης εργασίας. Η αναδιάρθρωση της παραγωγής που επιβάλλει η πράσινη οικονομία οδηγεί στην μετατόπιση ενός αυξανόμενου τμήματος της εργασίας σε επισφαλή (precarious) απασχόληση. Αν συμβεί αυτό, τα οφέλη από τη μεγαλύτερη διάχυση της πράσινης οικονομίας θα τα καρπωθούν οι μέτοχοι και οι διευθυντές των επιχειρήσεων. Παράλληλα με τους ισχύοντες εργατικούς νόμους που πηγάζουν από τις συνθήκες της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, απαιτείται η θεσμοθέτηση και ενός νέου ρυθμιστικού πλαισίου προστασίας της επισφαλούς εργασίας όλων των μορφών. Το πλαίσιο αυτό πρέπει να αποβλέπει στη νομική προστασία από την εργοδοσία όταν η οργάνωση και η αντιπροσώπευση των επισφαλώς εργαζομένων δεν υπάρχει ή δεν είναι επαρκής για την επίτευξή της. Η σημαντικότερη προστασία της είναι βέβαια η αμοιβή της που πρέπει να καθορίζεται με βάση το πλησιέστερο ισοδύναμο αμοιβής της εργασίας που ισχύει στο καθεστώς της σταθερής, πλήρους απασχόλησης. Η σταδιακή ενδυνάμωση της εξαρτημένης μισθωτής εργασίας μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη πιο ελεύθερες μορφές εργασίας όπως η αυτοαπασχόληση, η συνεργασία ή ο συνεταιρισμός, ενισχύοντας τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα.

Το σύγχρονο διακύβευμα

Η μετάβαση από την ολιγαρχική στη συμμετοχική πράσινη οικονομία, σε συνθήκες αλλεπάλληλων κοινωνικών και οικονομικών κρίσεων καθώς και πολεμικής σύγκρουσης, είναι ένα εγχείρημα που ξεπερνά για τον κοινό νου τις υφιστάμενες προσλαμβάνουσες παραστάσεις και εμπειρίες από τη βιομηχανική οικονομία καθώς και από την προοδευτική ατζέντα του 20ου αιώνα που αυτή κληροδότησε. Η ανταπόκριση των δυνάμεων της προόδου στα ακόμη θεμελιωδέστερα διακυβεύματα από αυτά του 20ου αιώνα, που θέτει το νέο παραγωγικό μοντέλο, ακόμη και για τα στοιχειώδη αστικοδημοκρατικά δικαιώματα και την αντιπροσωπευτικότητα της δημοκρατίας, τη βιωσιμότητα του βιοτικού επιπέδου αλλά και την ειρήνη, απαιτεί μια νέα ατζέντα που συνταιριάζει την πρόοδο με τη φυσική και τη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας.

Έθνος

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
38,200ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα