του Δρ. Μάρκου Τρούλη*
Η Ιστορία αποδεικνύει ότι τα κράτη, τα οποία δεν επιτυγχάνουν να ευθυγραμμιστούν με τις εξελίξεις λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψιν τις γεωπολιτικές σταθερές, είναι καταδικασμένα να ηττηθούν.
Οι λόγοι ενδεχομένως να αφορούν ένα είδος φοβικότητας, αδιαφορίας ή χαμηλών αντανακλαστικών, αλλά σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα είναι η συσσώρευση ζημιών, των οποίων η επανόρθωση σε δεύτερο χρόνο θα είναι πλέον αδύνατη, καθώς στην εξωτερική πολιτική τα λάθη διορθώνονται πολύ δυσκολότερα εν σχέσει με ό,τι συμβαίνει στους υπόλοιπους τομείς.
Αν και με πλήθος λαθών, τα οποία έχουν οδηγήσει αναλυτές, όπως ο Γιάννης Μάζης, στο συμπέρασμα ότι «ευτυχώς που υπάρχει και ο Ερντογάν», η Τουρκία φαίνεται τουλάχιστον να έχει αντιληφθεί μια εκ των βασικότερων αρχών της χάραξης της στρατηγικής, ότι δηλαδή πρόκειται για ένα διεθνές σύστημα αυτοβοήθειας και ως εκ τούτου, ο κάθε δρών επιβάλλει τη βούλησή του βάσει των δυνατοτήτων και όχι των προθέσεών του.
Με αυτό το γνώμονα, η Άγκυρα εκτυλίσσει μια ατζέντα, η οποία εκτείνεται πέραν των στενών ορίων της περιφέρειάς μας, καθιστώντας τον εαυτό της πολύτιμο για κάθε – πραγματικό ή επίδοξο – συνομιλητή της.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνίσταται στην προσέγγιση της Αιγύπτου. Μεταξύ πολλών άλλων, ο Πρόεδρος της Τουρκίας έχει εναντιωθεί κατά το πρόσφατο παρελθόν στην προεδρία Σίσι, είχε καταγγείλει την έκπτωση του Προέδρου Μόρσι χρησιμοποιώντας το σύνολο της επικοινωνιακής φαρέτρας της Μουσουλμανικής Αδελφότητας εναντίον του νυν Αιγύπτιου Προέδρου, ενώ έχει πράξει ό,τι είναι δυνατό για να εξισορροπήσει τα στρατηγικά ερείσματα του Καΐρου στη Λιβύη. Εντούτοις, κατά την προ διμήνου συνάντηση Σίσι-Ερντογάν, αναζητήθηκαν τρόποι αύξησης του διμερούς εμπορίου από τα 6,6 στα 15 δισ. δολάρια εντός της επόμενης πενταετίας, ενώ υπογράφηκαν 17 μνημόνια συνεργασίας σε τομείς όπως το περιβάλλον, η άμυνα και η ενέργεια.
Η επιτυχής έκβαση της συνάντησης και η τουρκοαιγυπτιακή επαναπροσέγγιση συνίστανται σε παρακλήσεις του Ερντογάν ή μήπως ο Σίσι δε γνωρίζει την ταύτιση της Τουρκίας με τις φονταμενταλιστικές δυνάμεις εντός της Αιγύπτου; Κάθε άλλο… Απλώς, η Τουρκία έχει καταφέρει να ισχυροποιηθεί σε βαθμό κατά τον οποίο να καθίσταται αισθητή και η εν λόγω άνοδος στην κλίμακα ισχύος αποκρυπτογραφείται υπό σχετικούς όρους, δηλαδή σε σύγκριση με τους υπολοίπους περιφερειακούς δρώντες.
Με άλλα λόγια, η Τουρκία ισχυροποιείται, αλλά αντιστοίχως και οι απειλούμενοι γείτονες είτε έχουν εξουθενωθεί στρατηγικά (Συρία) είτε έχουν απονευρωθεί στρατηγικά (Ελλάδα).
Η Άγκυρα, από την πλευρά της, προβάλλει ισχύ ακόμη και στις ακτές της Σομαλίας μέσω εγκαθίδρυσης στρατιωτικής βάσης, η οποία τής αποφέρει ένα σημαντικό εργαλείο επιρροής στην Αφρική και εν προκειμένω στη γεωγραφική ζώνη νοτίως της Αιγύπτου. Στο διπλωματικό πλαίσιο, η Τουρκία προβάλλεται ως διαμεσολαβητικός παράγοντας ακόμη και για την επίλυση της κρίσης μεταξύ Αιγύπτου και Αιθιοπίας αναφορικά με το Μεγάλο Φράγμα για την Αναγέννηση της Αιθιοπίας (Grand Ethiopian Renaissance Dam). Πρόκειται για ένα εκ των μεγαλυτέρων υδροηλεκτρικών έργων στον πλανήτη, του οποίου η κατασκευή έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση του Καΐρου για τη διαφαινόμενη μείωση της ροής του Νείλου προς το αιγυπτιακό έδαφος.
Παράλληλα, δεδομένου ότι το αιγυπτιακό καθεστώς είναι εδραιωμένο αλλά αντιμετωπίζει διαρκώς προκλήσεις επιβίωσης λόγω της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η Κυβέρνηση Σίσι επιθυμεί τη βέλτιστη διαχείριση και την ταχύτερη δυνατή σταθεροποίηση των γειτνιαζόντων θεάτρων πολέμου. Από το λιβυκό χάος και τη σουδανική ανθρωπιστική κρίση ως αποτέλεσμα του εκτυλισσόμενου εμφυλίου πολέμου έως την ανάφλεξη στο παλαιστινιακό, η Τουρκία αυτοπροβάλλεται ως εμπλεκόμενη δύναμη στο πνεύμα της δήλωσης Αμπντουλάχ Γκιουλ το μακρινό 2006:
«Διαθέτουμε όλες τις πράξεις και τα αρχεία της Παλαιστίνης, του Ισραήλ, της Ιερουσαλήμ και της ευρύτερης περιοχής».
Είναι προφανές ότι η τουρκική βούληση εμπλοκής δεν περνά απαρατήρητη από τις τρίτες δυνάμεις, αλλά και από την Αίγυπτο η οποία φθάνει πλέον να συνομιλεί με την Τουρκία ακόμη και για το ενδεχόμενο προμήθειας πολεμικού υλικού τεχνολογικής αιχμής, όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar.
Ομοίως, στην περίπτωση των ρωσοτουρκικών σχέσεων, η Άγκυρα ακολουθεί μεταψυχροπολεμικά μια ευδιάκριτα επεμβατική πολιτική στο Νότιο Καύκασο, ήτοι στο μαλακό υπογάστριο και «εγγύς εξωτερικό» της Ρωσικής Ομοσπονδίας προς υποστήριξη του Αζερμπαϊτζάν έναντι της Αρμενίας στο ζήτημα του Αρτσάχ. Την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν πουλά στρατιωτικό εξοπλισμό στο Κίεβο και διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσει την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία αναφερόμενος επίσης στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων των Τατάρων της κριμαϊκής χερσονήσου, ενώ και στην περίπτωση της Συρίας έχει εκφράσει εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις όσον αφορά την προοπτική επιβίωσης του καθεστώτος Άσαντ φθάνοντας, το 2015, ακόμη και στην κατάρριψη ρωσικού βομβαρδιστικού αεροσκάφους Sukhoi Su-24.
Δεν αποτελεί σκοπό του παρόντος κειμένου να υπεισέλθουμε στις ως άνω επιμέρους περιπτωσιολογικές μελέτες αναφερόμενοι, επί παραδείγματι, στα στρατηγικά σφάλματα της Αρμενίας που οδήγησαν στην τακτική απομόνωσή της από τη Μόσχα ή στη ρωσική υποστήριξη προς τον κουρδικό παράγοντα προς συγκράτηση του ισλαμικού φονταμενταλισμού μακριά από τον Καύκασο. Εντούτοις, υπογραμμίζεται η υψηλή σημασία των αναφερόμενων πτυχών της στρατηγικής συμπεριφοράς της Τουρκίας, ενόσω τούτη δεν εμποδίζει την περαιτέρω εμβάθυνση της ρωσοτουρκικής συνεργασίας στους τομείς της ενέργειας, των στρατιωτικών εξοπλισμών (αντιαεροπορικό σύστημα S-400) και της ανάπτυξης έως και πυρηνικών εγκαταστάσεων στην τουρκική επικράτεια με ρωσική τεχνογνωσία.
Όπως έχει ήδη υπονοηθεί, η Τουρκία επιτυγχάνει να συναλλάσσεται με τους πάντες αποκομίζοντας οφέλη σε όλα τα επίπεδα, καλλιεργώντας την πεποίθηση ότι το ενδεχόμενο διάρρηξης της εκάστοτε σχέσης μαζί της θα επιφέρει μεγαλύτερο κόστος εν σχέσει με το προσδοκώμενο όφελος.
Τοποθετώντας κατ’ ουσίαν το «πιστόλι πάνω στο τραπέζι» επιτυγχάνει να αποκομίζει κέρδη παντοιοτρόπως.
Γι’ αυτό το λόγο, η κάθε κίνησή της συνδέεται με την αναγκαία προπαρασκευή, ήτοι τη δημιουργία των ευνοϊκών για την ίδια προϋποθέσεων, προκειμένου να μπορέσει να έχει το «πιστόλι πάνω στο τραπέζι». Επαναπροσεγγίζει την Αίγυπτο έχοντας ουσιαστικά κυκλώσει την Ερυθρά Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ πραγματοποιεί ελιγμούς έναντι της Ρωσίας έχοντας αποτελέσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες μια ευμεγέθη αγορά για τις ρωσικές εταιρείες.
Κατά συνέπεια, το ερώτημα είναι ποιες – προφανώς ευνοϊκές για την ίδια – προϋποθέσεις έχει καλλιεργήσει στο μέτωπο της Ελλάδας, προκειμένου να δηλώνει έτοιμη για την έναρξη διαλόγου κατά τον προσεχή Ιανουάριο; Εκτός αν η Άγκυρα συνιστά παθητικό αποδέκτη πιέσεων των Μεγάλων Δυνάμεων, προκειμένου να συρθεί σε μια συζήτηση με την Ελλάδα επί της μοναδικής διμερούς εκκρεμότητας της οριοθέτησης Α.Ο.Ζ. και υφαλοκρηπίδας. Όμως, η νεοοθωμανική Τουρκία δε φαίνεται να αποτελεί μια τέτοιου είδους περίπτωση…
*Ο Δρ. Μάρκος Τρούλης είναι Διδάσκων του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η άλλη ανάγνωση λέει ότι η Τουρκία είναι περισφυγμένη από Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ και Κουρδιστάν με back stager τις ΗΠΑ και προσπαθεί να αναπνεύσει.
Ο Ερντογάν έκανε το κορυφαίο λάθος με το Μαβί Μαρμαρά που δεν διορθώνεται αλλά χειροτερεύει μέρα με την μέρα.
Η Αίγυπτος είναι προβλέψιμη που προσπαθεί να επιβιώσει ο λαός της και ανοίγεται προς κάθε κατεύθυνση. Στο τέλος θα υποκύψει στο 3+1.
Άστον να μεγαλοπιάνεται τον κ. Έρντογαν και το ”σιδερικό” που θα βάλει στο τραπέζι θα αναγκασθεί να το κρύψει όπως τους S400 .
Αν ήσουν Τούρκος πως θα δικαιολογούσες τον Σουλτάνο -μερικοί Έλληνες (και ο αρθρογράφος) τον θεωρούν γίγαντα της στρατηγικής και της πολιτικής -ότι ήπιε καφέ δημοσίως με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας , τον οποίον δεν τον αναγνωρίζει το Τουρκικό κράτος και με την Κύπρο μετά το 1974 δεν έχει καμιά επικοινωνία με αεροπλάνα και πλοία;.
Τώρα πια κατάλαβαν ότι ”τους δουλεύκει (στα κυπριακά) ο κουρασμένος και φοβισμένος (από τον Νετανιάχου) κ.Έρντογαν .
Στην Ελλάδα θα αργήσουμε ,αλλά δεν πρέπει να τον φοβόμαστε.