ΑΡΙΑΔΝΗ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ
Το πράγμα ξεκίνησε από μια σαχλαμάρα και μισή. Στην ανταλλαγή δώρων –που όλοι φρόντισαν να πάρουν ψευτοπράγματα, να μην ξοδευτούν, αφού δεν ήξεραν σε ποιόν θα τύχουν- ένα κορίτσι πήρε χάρτινες πολύχρωμες σημαίες με τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Για κάποιο περίεργο λόγο τα χρώματα του ουράνιου τόξου, αντί να ανήκουν σε όλους, ή έστω στη μπένετον που παρίστανε τη φιλάνθρωπη για να πουλάει ζακέτες, καπαρώθηκαν τα τελευταία χρόνια από μέρος μόνο του όλου.
Το κορίτσι που πήρε τις σημαίες μπορεί και να ξίνισε τα μούτρα (α, να χαθούν, ούτε πέντε ευρώ δεν έδωσαν), αλλά χαμογέλασε και είπε ευχαριστώ. Τότε δύο άλλα κορίτσια, από τα οποία το ένα αγοροφέρνει και δεν ξέρεις αν όντως αγοροφέρνει ή το κάνει για να τη σπάσει στη μαμά του, πήραν τις φτηνιάρικες σημαίες και βγήκαν στην αυλή, όπου τις συνέλαβε το αετίσιο βλέμμα του κουμπούρα της τρίτης τάξης.
Ο εν λόγω κουμπούρας, εκτός από μια ποικιλία βαθμών κάτω από τη βάση και απελπιστική άγνοια της ελληνικής γλώσσας, διαθέτει και σουγιά που τον επιδεικνύει στους άλλους ομοίους του συχνότερα απ’ ό,τι η μαμά του την πόρσε της στις άλλες μαμάδες. Από τις δέκα λέξεις που χρησιμοποιεί συνήθως ο κουμπούρας οι οκτώ προέρχονται από το γήπεδο κι αισθάνθηκε την ανάγκη στη θέα της μικρών διαστάσεων χάρτινης σημαίας με το καλαμάκι για ιστό να τις ξεστομίσει.
Οι άλλοι της παρέας του, που καταλάβαιναν τις λέξεις αυτές καλύτερα από τις τριάντα του βιβλίου ιστορίας, ενθουσιάστηκαν κι αυτοί και τις έπιασαν όλοι μαζί διανθίζοντάς τες με απειλές, που ας ελπίσουμε ότι δεν τις ακούν από τους γονείς τους.
Τα κορίτσια, από τα οποία όπως είπαμε το ένα αγοροφέρνει ή καλύτερα περνάει μια φάση «εστέτικ» (ανάθεμα κι αν ξέρω τι είναι, αλλά το λένε) κατέφυγαν στο γραφείο της διεύθυνσης. Η διεύθυνση, με την ξηρότητα που απαιτεί ο ρόλος της, η ακαμψία από τα μπότοξ και τα ευάριθμα προσχηματικά σεμινάρια για την απόκτηση μορίων, απεφάνθη ότι τα το χάρτινο ψευτοδώρο με το καλαμάκι για ιστό ήταν πρόκληση ανάλογη με μπλούζα του πάοκ σε τάξη ολυμπιακών.
Για τους κουμπούρες και το σουγιά δεν είπε τίποτα. Είχε δε την κακή έμπνευση να πει τα ίδια και στις μαμάδες του ενός από τα δύο κορίτσια που δεν γνωρίζει κανείς αν φουρκίστηκε περισσότερο για την άδικη μεταχείριση, για την υπεροψία και την ακαμψία της διεύθυνσης (για το δεύτερο, είπαμε δεν έφταιγε η διεύθυνση αλλά το μπότοξ) ή για το ότι η μαμά με την πόρσε δεν θα στραπατσαρίζονταν έστω λιγάκι.
Πριν καλά καλά γυρίσει σπίτι έκανε τα τηλεφωνήματά της «για να τους δείξει αυτούς». Ο λειτουργός της ενημέρωσης που πήρε το «στόρι» στα χέρια του – αφού τα έτριψε καλά καλά από τη χαρά του – φούσκωσε μια ωραία, χορταστική ιστορία, κατάλληλη για το κλείσιμο της χρονιάς για να κυκλοφορήσει παντού με επίλογο το κλασικό «πού βαδίζουμε κύριοι!».
Κυκλοφόρησε με ταχύτητα δευτερολέπτων και έφτασε μέχρι και στ’ αυτιά του εισαγγελέα. Δεν έγινε γνωστό ακόμα αν ο κουμπούρας έφαγε κανένα σκαμπίλι στο σπίτι του –έχουνε βαρεθεί πια με τις αποβολές και μία του λείπει για «αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος- κι αν η μαμά ξανασταμάτησε να σηκώνει τα τηλέφωνα από το φόβο για το τι θα ακούσει πάλι.
Το βέβαιο είναι ότι, όταν παίρνεις ψευτοδώρα για την ανταλλαγή κι όχι το κλασικό λιπ γκλος ή σετ με σκιές, ή έστω φλιτζανάκι με αγιοβασίληδες γεμισμένο με σοκολατάκια, δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Από το να σε πούνε «ρομά» (σημ. Μτφρ. παλιά ελληνικά: «γύφτο») μέχρι να σε καλέσει ο εισαγγελέας για να πεις τί σου είπε το παιδί σου και τι σου είπαν οι άλλες μαμάδες στη σύναξη των μαμάδων του Σαββάτου. Περαστικά μας και του χρόνου!