Ο Τζερόμ Πάουελ και η Κριστίν Λαγκάρντ, οι επικεφαλής της Fed και της ΕΚΤ αντίστοιχα, είναι σαν να προσπαθούν να δέσουν τα κορδόνια τους στο σκοτάδι ενώ φορούν γάντια, σημειώνει ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν σε άρθρο του για τους New York Times.
Η δουλειά των δύο κεντρικών τραπεζών, της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve – Fed) από τη μια πλευρά και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) από την άλλη, δείχνει να έχει καταστεί πολύ δύσκολη αυτήν την περίοδο, όπως σημειώνει ο νομπελίστας οικονομόλογος Πολ Κρούγκμαν σε άρθρο του για τους New York Times.
Ο Τζερόμ Πάουελ, πρόεδρος της Fed, και η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της ΕΚΤ, βρίσκονται αντιμέτωποι με αγωνιώδεις επιλογές. Κανένας από τους δύο δεν γνωρίζει, με βεβαιότητα, πόσο σοβαρή πληθωριστική απειλή αντιμετωπίζει και, επομένως, πόσα ακριβώς χρειάζονται για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις. Ούτε ο Πάουελ ούτε η Λαγκάρντ έχουν αξιόπιστες εκτιμήσεις αναφορικά με το πόσα χρειάζονται για να αυξηθούν τα επιτόκια.
Τόσο ο Πάουελ όσο και η Λαγκάρντ προσπαθούν, στην πραγματικότητα, να δέσουν τα κορδόνια τους στο σκοτάδι ενώ φορούν γάντια, όπως σημειώνει γλαφυρά ο Κρούγκμαν.
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο των New York Times, η διαχείριση της Fed δεν ήταν βέβαια ποτέ στην πραγματικότητα εύκολη δουλειά, αν και άλλοτε μπορεί να φαινόταν πιο εύκολη.
Η δουλειά της Fed κάποτε φαινόταν άλλοτε πιο εύκολη επειδή η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ δεν έπαιρνε αρκετά ρίσκα, συνεχίζει ο Κρούγκμαν. Επειδή εκείνη ακολουθούσε συντηρητικές πολιτικές (με τη μη πολιτική έννοια του όρου) που κρατούσαν την αμερικανική οικονομία κάτω από τις δυνατότητές της.
Αυτός ο συντηρητισμός μπορεί να εξασφάλισε στα στελέχη της Fed μια σχετικά εύκολη ζωή, είχε όμως παράλληλα τεράστιο κόστος: εκατομμύρια ευκαιρίες εργασίας και τρισεκατομμύρια δολάρια σε παραγωγή.
Η αποστολή των κεντρικών τραπεζών έχει γίνει πιο δύσκολη επειδή μεσολάβησαν μεγάλα σοκ, με το τελευταίο να είναι η άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων που προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον συνεχιζόμενο πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όμως δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Το σημερινό σοκ είναι αναμφίβολα μεγάλο, αλλά όχι πολύ μεγαλύτερο από τα σοκ του 2008 και της περιόδου 2010 – 2011.
Η Fed υποτιμούσε σταθερά αυτό που ήταν σε θέση να επιτύχει η οικονομία των ΗΠΑ. Από το 2016 έως το 2019 η Fed αύξησε σταδιακά τα επιτόκια, για να αποτρέψει φανταστικούς κινδύνους πληθωρισμού. Στον περιστασιακό παρατηρητή, η Fed πάντα φαινόταν σαν να ήξερε τι έκανε.
Αλλά η λειτουργία της αμερικανικής οικονομίας κάτω από τις δυνατότητές της είχε τεράστιο κρυφό κόστος.
Τα καλά νέα είναι τόσο η Fed όσο και η ΕΚΤ έχουν επίγνωση των προηγούμενων αμαρτιών τους και ότι είναι πια αποφασισμένες να είναι λιγότερο συντηρητικές και να αναλάβουν περισσότερους κινδύνους υπέρ μιας ισχυρής οικονομίας. Τα κακά νέα είναι ότι το timing ήταν μάλλον ατυχές: Ο κίνδυνος του πληθωρισμού έχει πια αποκτήσει σάρκα και οστά.
Η Fed, σύμφωνα με τον Πολ Κρούγκμαν, πλέον ανταποκρίνεται όπως θα έπρεπε. Ο αρθρογράφος των NY Times εκτιμά από την πλευρά του πως στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός έχει ήδη πιάσει ταβάνι και ότι δεν πρόκειται να ανέβει κι άλλο.
Ο ίδιος ωστόσο δηλώνει λιγότερο αισιόδοξος για την ΕΚΤ. Οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων – που είναι αυτές που μετρούν για την πραγματική οικονομία – έχουν αυξηθεί τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, υποδεικνύοντας ότι οι αγορές αναμένουν από την ΕΚΤ να κινηθεί στον ίδιο δρόμο με τη Fed.
Ωστόσο, εάν όπως φαίνεται να συμβαίνει, ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός αντανακλά προσωρινούς κραδασμούς και όχι μια υπερθερμανθείσα οικονομία, η ΕΚΤ δεν θα έπρεπε να κάνει ό,τι κάνει η Fed. Υπό αυτήν την έννοια, εάν η Fed πράττει σωστά, η ΕΚΤ από την άλλη αντιδρά υπερβολικά.
Από την άλλη πλευρά, όπως σημειώνει ο Κρούγκμαν, η Ευρώπη εξακολουθεί να έχει συνδικάτα με πραγματική διαπραγματευτική δύναμη. Και ίσως η Λαγκάρντ να φοβάται ένα ανοδικό «σπιράλ μισθών-τιμών» (wage-price spiral)…
“Καθημερινή”