Ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Εχούντ Ολμέρτ μιλάει στην «Κ» για τις σχέσεις με την Ελλάδα και το Παλαιστινιακό
Ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Εχούντ Ολμέρτ αποκλειστικά στην «Κ» συζητάει για την πιθανή λύση του Παλαιστινιακού, τις σχέσεις Ισραήλ – Ελλάδας, καθώς και τη στάση της χώρας του απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις.
– Πότε ήταν η πρώτη σας επαφή με τον ανεπίλυτο γρίφο και τις σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής;
– Η εμπλοκή μου ξεκίνησε πολύ πριν γίνω δήμαρχος της Ιερουσαλήμ. Εκλέχθηκα για πρώτη φορά στην ισραηλινή Κνεσέτ τον Δεκέμβριο του 1973. Εγινα δήμαρχος τον Νοέμβριο του 1993, σχεδόν 20 χρόνια μετά. Πρέπει να πω ότι δεν υπάρχει καλύτερη προοπτική για να κατανοήσει κανείς την πολυπλοκότητα, τις ευαισθησίες, την ιστορική κληρονομιά και τις σοβαρές δυσκολίες στην αντιμετώπιση αυτής της σύγκρουσης μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων, από τη θέση του δημάρχου της Ιερουσαλήμ. Γιατί η Ιερουσαλήμ είναι τα πάντα. Αν δεν μπορεί να λυθεί το ζήτημα της Ιερουσαλήμ, δεν μπορεί να επιλυθεί η σύγκρουση. Μπορεί να λυθούν όλες οι άλλες πτυχές, οι εδαφικές πτυχές, τα πάντα, αλλά στο τέλος της ημέρας η Ιερουσαλήμ είναι η καρδιά της συναισθηματικής σύγκρουσης και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να αγνοηθεί ή να υποτιμηθεί. Μου πήρε λίγο χρόνο για να το καταλάβω. Αλλά όταν το κατάλαβα, ήξερα ότι θα έρθει η μέρα που το Ισραήλ θα πρέπει να ασχοληθεί με το ζήτημα της Ιερουσαλήμ και ότι αυτή μπορεί να είναι η λύση που θα αποτελέσει μέρος μιας συνολικής συμφωνίας μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων, δηλαδή την αλλαγή του καθεστώτος ορισμένων περιοχών που εκείνη την εποχή που έγινα δήμαρχος αποτελούσαν μέρος της Ιερουσαλήμ.
– Κύριε πρόεδρε, φτάνουμε στις ειρηνευτικές συνομιλίες της Ανάπολης (2007). Ποια ήταν τα κύρια σημεία αυτής της πρωτοβουλίας και γιατί θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τελική συμφωνία;
– Αρχισα τη διαπραγματευτική διαδικασία με τον Μαχμούντ Αμπάς στις 23 Δεκεμβρίου 2006. Τα κύρια συστατικά αυτού που τελικά αποτέλεσε το ειρηνευτικό σχέδιο που παρουσίασα στον Μαχμούντ Αμπάς αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του έτους, μέχρι τη διάσκεψη της Ανάπολης το 2007. Ημασταν έτοιμοι να αποσυρθούμε από το 95% των εδαφών της Δυτικής Οχθης και επίσης να μετεγκαταστήσουμε όλους τους Ισραηλινούς που ζούσαν σε αυτά τα μέρη. Αυτό είναι το νούμερο ένα. Δεύτερον, ήμουν έτοιμος να αποχωρήσω από την αραβική πλευρά της Ιερουσαλήμ. Να επιτρέψω στους Παλαιστινίους να έχουν αυτό το τμήμα της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του παλαιστινιακού κράτους. Το νούμερο τρία ήταν το καθεστώς του αγίου γεωγραφικά λεκανοπεδίου, συμπεριλαμβανομένης της παλιάς πόλης της Ιερουσαλήμ, συμπεριλαμβανομένου του πιο ευαίσθητου τμήματος της παλιάς πόλης της Ιερουσαλήμ, που είναι το Ορος του Ναού. Αυτό που πρότεινα ήταν ότι δεν θα υπάρχει αποκλειστική πολιτική κυριαρχία στο άγιο λεκανοπέδιο, ούτε για το Ισραήλ, αλλά ούτε για καμία άλλη χώρα.
– Γιατί ο Μαχμούντ Αμπάς δίστασε να αποδεχθεί τη συμφωνία και γιατί απέτυχαν οι διαπραγματεύσεις;
– Μέχρι σήμερα ξέρω ότι ο Μαχμούντ Αμπάς σκέφτεται ότι έκανε ένα τρομερό λάθος και ξέρει ότι έχασε μια ευκαιρία που μπορεί να μην επιστρέψει. Θυμάμαι όταν κάθισα μαζί του και του είπα «εδώ είναι η συμφωνία, εδώ είναι ο χάρτης που σου προτείνω, ο εδαφικός χάρτης, με όλες τις ισραηλινές υποχωρήσεις και όλους τους οικισμούς που θα πρέπει να εκκενωθούν από το Ισραήλ», και συνέχισα: «Ο πρόεδρος το υπέγραψε». Δίστασε και του είπα: «Ακούστε, σας εγγυώμαι ότι κανένας Παλαιστίνιος ηγέτης δεν θα λάβει μια τέτοια προσφορά στα επόμενα 50 χρόνια. Οπότε μη χάσετε την ευκαιρία. Υπογράψτε την τώρα και θα αλλάξουμε την Ιστορία». Αλλά εκείνος φοβόταν. Φοβόταν. Ημουν στο τέλος της θητείας μου, δεν ήταν σίγουρος. Υπάρχουν πολλές διαιρέσεις εντός της παλαιστινιακής κοινότητας. Ας μην το αγνοήσουμε.
– Κύριε Ολμέρτ, κατά τη διάρκεια της δικής σας περιόδου ως πρωθυπουργού πώς διαμορφώθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα και το Ισραήλ;
Αν δεν μπορεί να λυθεί το ζήτημα της Ιερουσαλήμ, δεν μπορεί να επιλυθεί η σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων.
– Λοιπόν, είχαν διαμορφωθεί πολύ πριν από εμένα και είχαμε καλές διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα. Πρέπει να πω ότι, ενώ δεν είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ την Ελλάδα ως πρωθυπουργός την περίοδο εκείνη, αγαπώ την Ελλάδα και έχω έρθει στη χώρα σας πολλές φορές πριν γίνω πρωθυπουργός και πολλές φορές μετά την πρωθυπουργία μου. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Ποτέ δεν αναγνωρίσαμε τις απειλές κατά της Ελλάδας ως νόμιμες, παρά τις πολύ στενές σχέσεις που θέλαμε να οικοδομήσουμε με την Τουρκία, αλλά ποτέ, μα ποτέ δεν αποδεχθήκαμε και το διευκρινίσαμε με τους πιο σαφείς όρους στους Τούρκους ότι δεν θα ανεχθούμε ποτέ οποιαδήποτε απειλή για την ακεραιότητα και την ασφάλεια της Ελλάδας, και είχαμε πολύ καλές σχέσεις, εμπορικές σχέσεις, διπλωματικές σχέσεις.
– Ποιο είναι το σχόλιό σας για τις τουρκικές προκλήσεις και διεκδικήσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο;
– Σε ό,τι αφορά το Ισραήλ νομίζω ότι ενώ διατηρούμε τις φιλικές μας σχέσεις με την Τουρκία και τον Ερντογάν, νομίζω ότι η ακεραιότητα της Ελλάδας και η ακεραιότητα της Κύπρου πρέπει να είναι στην ατζέντα μεταξύ μας και της Τουρκίας και ελπίζω ότι θα είναι.
– Πριν από μερικές ημέρες ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ απηύθυνε προειδοποίηση στους Ισραηλινούς πολίτες να μην επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολη λόγω των ιρανικών απειλών.
– Ναι, αλλά πρέπει να πω ότι η Τουρκία συνεργάζεται με τις ισραηλινές υπηρεσίες προκειμένου να προστατεύσει τους Ισραηλινούς που επισκέπτονται την Τουρκία. Αυτή η προειδοποίηση του υπουργού Λαπίντ, απ’ όσο γνωρίζω, δεν ήταν εναντίον της Τουρκίας, ήταν εναντίον των Ιρανών, και έγινε με σκοπό την προστασία των Ισραηλινών. Και νομίζω ότι οι Τούρκοι συνεργάστηκαν μαζί μας για να αποτρέψουν ορισμένες τρομοκρατικές επιθέσεις από Ιρανούς στην Τουρκία.
– Ποια είναι η σημασία της συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ;
– Είμαστε δύο μεγάλες μεσογειακές χώρες και νομίζω ότι ο δημοκρατικός χαρακτήρας και των δύο χωρών είναι μια πολύ σημαντική βάση για τη σταθερότητα σε ολόκληρη την περιοχή, και νομίζω ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες θα πρέπει να διατηρήσουμε την πολύ καλή συνεργασία μεταξύ των χωρών, όπως κάναμε όλα τα τελευταία 20 χρόνια και θα πρέπει να συνεχίσουμε να το κάνουμε. Είναι απαραίτητο συστατικό για την εγγύηση της ασφάλειας και της σταθερότητας στο δικό μας μέρος του κόσμου.
– Πιστεύετε ότι το Ισραήλ θα ήταν πρόθυμο να βοηθήσει την Ελλάδα στρατιωτικά ή με άλλα μέσα σε περίπτωση μεγάλης κλιμάκωσης;
– Ελπίζω ότι δεν θα υπάρξει ανάγκη για κάτι τέτοιο και νομίζω ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλη τη δύναμη αποτροπής που διαθέτουμε προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο. Η μεγαλύτερη τιμωρία που μπορούμε να δώσουμε στους Ισραηλινούς πολίτες είναι να μην μπορούν να πάνε στα ελληνικά νησιά, γιατί εκεί πηγαίνουμε όλοι. Κάθε χρόνο, εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί πηγαίνουν στη Μύκονο, πηγαίνουν στην Πάρο, πηγαίνουν στην Κέρκυρα, πηγαίνουν σε όλα αυτά τα μέρη. Δεν μπορείς να διασχίσεις τον δρόμο χωρίς να πέσεις πάνω σε πολλούς Ισραηλινούς, όπου κι αν πας. Ετσι, η Ελλάδα είναι πολύ σημαντική για εμάς. Η Ελλάδα είναι γείτονας. Και η φύση των ανθρώπων εκεί και η ιστορία των σχέσεων μεταξύ των χωρών είναι τέτοιες που σας χρειαζόμαστε και μας χρειάζεστε. Και επιπλέον θα διασφαλίσουμε ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε όλη τη δύναμη πειθούς και επιρροής στην πολιτική που διαθέτουμε, προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε αυτές τις σχέσεις προς όφελος και των δύο χωρών.
“Καθημερινή”