Οι άνθρωποι στις φτωχότερες χώρες πλήττονται περισσότερο από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας
Τα επίπεδα του δημόσιου χρέους πολλών αναπτυσσόμενων χωρών είναι ανησυχητικά υψηλά. Μετά την εαρινή συνάντηση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Κρ. Λίντνερ, ανακοίνωσε ότι η χώρα θα παράσχει πρόσθετη χρηματοδότηση για περαιτέρω δάνεια. Πέραν τούτου, η Γερμανία θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την προεδρία της στην Ομάδα των Επτά (G7) για να πιέσει ειδικότερα για ένα μηχανισμό για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, όπως συμφωνήθηκε κατά τη συγκρότηση του κυβερνητικού συνασπισμού. Τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους πολλών αναπτυσσόμενων χωρών, τα οποία έχουν αυξηθεί ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια, πληθαίνουν τις πιθανότητες μιας παγκόσμιας κρίσης. Αυτός είναι ένας από τους μεγαλύτερους μακροοικονομικούς κινδύνους για τις προαναφερθείσες χώρες. Οι χώρες των «Επτά» επιδιώκουν επί του παρόντος μια νομισματική πολιτική ανάσχεσης του πληθωρισμού, ενώ η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επιδεινώνει περαιτέρω την κατάσταση. Στον απόηχο της πανδημίας του κορωνοϊού, οι πηγές εισοδήματος πολλών χωρών μειώθηκαν μαζικά εξαιτίας των αναταράξεων στις αλυσίδες εφοδιασμού, της ελάττωσης του τουρισμού, της φυγής κεφαλαίων και των μειωμένων εμβασμάτων.
Το 2020 ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ των αναπτυσσόμενων χωρών αυξήθηκε από 57% κατά μέσον όρο σε 69%. Μια πρώτη αθέτηση πληρωμής δείχνει την έκταση του προβλήματος. Το φθινόπωρο του 2020, η Ζάμπια δεν ήταν πλέον σε θέση να καλύψει τα χρέη της.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία υπογραμμίζει και πάλι την υψηλή εξάρτηση και την ευπάθεια των αναπτυσσόμενων χωρών. Οι αυξημένες τιμές τροφίμων, ενέργειας και λιπασμάτων, καθώς και η εκ νέου διαταραχή των αλυσίδων εφοδιασμού, έχουν ήδη καταστροφικές επιπτώσεις. Ο πληθωρισμός, η ύφεση στην ανάπτυξη του εμπορίου, η αύξηση των επιτοκίων και το ισχυρό δολάριο επιδεινώνουν τις δημοσιονομικές πιέσεις. Από οικονομική άποψη, το χρέος αφ’ εαυτού του δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Μπορεί να προωθήσει την ανάπτυξη και τις επενδύσεις και να έχει εξισορροπητικό αντικυκλικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, τα υπερβολικά επίπεδα χρέους ενέχουν κινδύνους για την ανάπτυξη και τη σταθερότητα και περιορίζουν τον χώρο για την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει δίκαιη και αποτελεσματική διαδικασία για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους σε διεθνές επίπεδο. Το κοινό πλαίσιο της Ομάδας των Είκοσι, που εγκρίθηκε το 2020, είναι ένα πρώτο βήμα πλην όμως ανεπαρκές και αποσκοπεί στο να δώσει στις χώρες την ευκαιρία να διαπραγματευθούν ανά περίπτωση τον περαιτέρω χειρισμό των εκκρεμών χρεών τους. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά τη δημιουργία του το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα ζητούν ήδη την αναθεώρησή του. Ο στόχος πρέπει, επίσης, να είναι η συμπερίληψη των ιδιωτών πιστωτών σε επίπεδο συστημικό και νομικό, καθώς και η επέκταση του πλαισίου σε άλλες υπερχρεωμένες χώρες, όπως οι αναδυόμενες οικονομίες.
Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, είναι να σκεφθούμε πως μια βιώσιμη λύση, που εξουδετερώνει τον κίνδυνο κρίσης δημόσιου χρέους στις αναπτυσσόμενες χώρες, είναι και μία ηθική επιταγή. Οι άνθρωποι στις φτωχότερες χώρες πλήττονται περισσότερο από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Χωρίς αποφασιστική και συντονισμένη δράση, αυξάνεται ο κίνδυνος μιας συνολικής κρίσης χρέους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Και με αυτό, η πείνα, η φτώχεια και η ανισότητα μόνο θα χειροτερεύσουν.
* O κ. Αρμαντ Τσορν είναι βουλευτής, αναπληρωτής εκπρόσωπος οικονομικής πολιτικής του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, πρώην σύμβουλος επιχειρήσεων.
Καθημερινή