Οι  δύο οπτικές απέναντι στην τουρκική απειλή

- Advertisement -

Δημήτρης Α. Ιωάννου

Ι. Η “πραγματιστική” οπτική

(Ο χρόνος λειτουργεί υπέρ μας).

Η Ελλάδα έχει απέναντί της την Τουρκία, τον χειρότερο ίσως γείτονα που θα μπορούσε να υπάρχει στον κόσμο, και ως εκ τούτου αισθάνεται καθημερινά μία συνεχή απειλή. Πρόκειται, πέραν πάσης αμφιβολίας, για μία χώρα  της οποίας τόσο η γεωπολιτική  επιρροή όσο  και η οικονομική και στρατιωτική ισχύς έχουν αυξηθεί ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες.  Ακόμη όμως και όταν δεν ήταν τόσο δυνατή, ακριβώς πριν 50 χρόνια, εξ αιτίας δικών μας σφαλμάτων, δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να αποσπάσει εθνικό χώρο, τον οποίον ο ελληνισμός έχει πλέον ελάχιστες πιθανότητες να ανακτήσει. Αυτό είναι μία πραγματικότητα που δεν πρέπει να ξεχνάμε όταν καλούμαστε να αποφασίσουμε την στάση μας και να διαμορφώσουμε την πολιτκή μας για την αντιμετώπιση των αξιώσεων και απειλών της Τουρκίας.

Η κρίση του Μαρτίου 1987

Είναι γεγονός ότι στην διάρκεια των 50 ετών που έχουν μεσολαβήσει από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο μέχρι σήμερα,  σε πόλλες περιπτώσεις αντιπαραθέσεων με την Τουρκία, (όπως οι κρίσεις του 1976 και του 1987, η κρίση των Ιμίων το 1996, αλλά επίσης η περίπτωση των “ερευνών” του Oruc Reis  το 2020 και φυσικά εκείνη της Κάσου φετος), η Ελλάδα απέφυγε να υπερασπίσει τις θέσεις της  με δυναμικό τρόπο. Έτσι, εν μέρει στον εσωτερικό πολιτικό διάλογο, αλλά κυρίως στην ελληνική κοινή γνώμη, έχει κυριαρχήσει η άποψη πως ενώ η Τουρκία διεκδικεί μονομερώς και απειλεί αυθαίρετα και άτιμώρητα, η Ελλάδα βρίσκεται συνέχεια χαμένη όσον αφορά τον συσχετισμό δυνάμεων και οι κυβερνήσεις της, με την παθητική τους στάση,  δεν καταφέρνουν να υπερασπισθούν αποτελεσματικά τα εθνικά δίκαια.

Αυτό όμως είναι περισσότερο μία συναίσθηματική αντίδραση παρά μία αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης. Το πραγματικό γεγονός, που δεν πρέπει να διαφεύγει από κανέναν ¨Ελληνα, είναι ότι για 50 χρόνια ακολουθώντας μετριοπαθή και συγκρατημένη πολιτική, την οποία πολλοί θεωρούν υποχωρητική,  ουδεμία σοβαρή εθνική απώλεια έχουμε υποστεί, ενώ παράλληλα έχουμε ζήσει σε συνθήκες ειρήνης. Αν θέλουμε, μάλιστα, να κυριολεκτήσουμε διαπιστώνουμε πως ακολουθώντας την θεωρούμενη ως “εφεκτική” αυτή στάση  απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, το μόνο που έχουμε απωλέσει στην διάρκεια της πεντηκονταετίας  είναι η δυνατότητα να προσεγγίζουμε τις δύο βραχονησίδες των Ιμίων, κάτι όμως το οποίο δεν έχουν κερδίσει οι  Τούρκοι από την άλλη πλευρά.  Αντικειμενικά, κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί πως πρόκειται για μία υπολογίσιμη απώλεια για το εθνικό μας συμφέρον, ιδιαίτερα μάλιστα εάν ληφθεί υπ΄όψιν ποιος είναι ο αντίπαλος και ποιά ακριβώς ήταν η ρητορική της Τουρκίας όλα αυτά τα χρόνια, ρητορικη η οποία είναι απολύτως δυσανάλογη με τα πραγματικά “επιτεύγματα” της εις βάρος των εθνικών μας δικαίων.

Φυσικά η μετριοπαθής στάση έναντι της τουρκικής επιθετικότητας επ’ ουδενί συνεπάγεται πως η Ελλάδα θα αποδεχόταν οιαδήποτε πραγματική παραβίαση του σκληρού πυρήνα των εθνικών της δικαίων και της εδαφικής της ακεραιότητας. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, με ιδιαίτερη ένταση, επιμονή και μεθοδικότητα άρχισε τα τελευταία χρόνια να αυξάνει, να εκσυγχρονίζει και να εξορθολογιζει τον οπλισμό της και την  στρατιωτική της οργάνωση ενώ παράλληλα έχει αναβαθμίσει σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο τις συμμαχίες της και την συνεργασία της για θέματα ασφαλείας με δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Ινδία, η Αίγυπτος, το Ισραήλ κλπ. Πολιτική που θα πρέπει να συνεχιστεί με ακόμα εντονότερους ρυθμούς, ενώ παράλληλα θα πρέπει να υπάρχει συνεχής επαγρύπνηση προς αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων ή αιφνιδιασμών από την τουρκική πλευρά. Πλην όμως, αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την νοοτροπία ενός δημαγωγικού εθνικισμού που πολύ συχνά επικρατεί και στον πολιτικό λόγο αλλά και στις συζητήσεις στα πλαίσια της κοινής γνώμης, όπου η χώρα καλείται να αντιδράσει δυναμικά σε οποιαδήποτε ενέργεια η κίνηση των Τούρκων στρέφεται ή θεωρείται ότι στρέφεται εναντίον των εθνικών μας δικαίων. Είναι εντελώς παράλογο και ανεύθυνο να πιστεύουν μερικοί ότι  η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς σοβαρότατες συνέπειες σε μία ολική αντιπαράθεση πολεμικού χαρακτήρα με την Τουρκία για θέματα τα οποία έχουν δευτερεύουσα, -και ενίοτε μόνο συμβολικη- σημασία και δεν άπτονται που σκληρού πυρήνα των εθνικών δικαίων δηλαδή της ακεραιότητας της χώρας η οποία ορίζεται από τα έξι ναυτικά μίλια στην θάλασσα και από τα σύνορα στην ξηρά. Και μάλιστα όταν αυτά τα θέματα, στα πλαίσια ενός σοβαρού διαλόγου των δύο χωρών, ενδεχομένως με την συνδρομή και την παραίνεση κοινών συμμάχων, ή στην περίπτωση μίας μέλλοντικής από κοινού προσφυγής σε διεθνή δικαιοδοτικά  όργανα, θα μπορούσαν να διευθετηθούν με τρόπο αποδεκτό και από τις δύο πλευρές. Μία θερμή αντιπαράθεση, αντίθετα, με αφορμή μία τουρκική ενέργεια που δεν έχει νομική ισχύ και που δεν μπορεί να δημιουργήσει έννομο ή τετελεσμένο αποτέλεσμα, αντιπαράθεση η οποία θα μπορούσε να καταλήξει σε γενικευμένη πολεμική σύρραξη  με πιθανότητα καταστροφικής  για την χώρα μας έκβασης, είναι κάτι που πρέπει να αποφύγουμε με κάθε τρόπο.

Είναι βέβαια γεγονός πως πολλές ενέργειας της τουρκικής πλευράς, όπως για παράδειγμα τα πρόσφατα περιστατικά στην περιοχή της Κάσου, δημιουργούν εξαιρετικά αρνητικές εντυπώσεις και δυσάρεστα συναισθήματα στην ελληνική καινή γνώμη και διεγείρουν σειρά ανορθολογικών αντιδράσεων από την πλευρά των εκπροσώπων ενός συναισθηματικού πατριωτισμού ο οποίος στηρίζεται περισσότερο στο θυμικό και λιγότερο στην λογική. Όμως η ψυχρή και μόνη αλήθεια είναι πως στην Κάσο ουδένα δικαίωμά μας έχουμε απεμπολήσει και ουδεμία ήττα έχουμε υποστεί  από τη στιγμή που συνεχίζουμε να δηλώνουμε ότι το τουρκο-λιβυκό Μνημόνιο είναι παράνομο και κενό περιεχομένου και το νομικό καθεστώς της περιοχής ορίζεται από το ελληνο-αιγυπτιακό Μνημόνιο, το οποίο είναι το μόνο συμβατό με τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου. Ότι άλλο και να λέγεται από τουρκικής πλευράς είναι χωρίς ουσία και σε μεγάλο βαθμό αντανακλά τον μεγαλοϊδεατισμό του ερντογανικού καθεστώτος αλλά και την ανάγκη του να παρουσιάζεται στο στεσωτερικό της χώρας του και έναντι της κεμαλικής αντιπολίτευσης ως ο πρωταθλητής των εθνικών επιδιώξεων και επιτυχιών της Τουρκίας .

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως δεν υποχωρήσαμε στρατιωτικά έναντι των Τούρκων στην συγκεκριμένη περίπτωση. Σημαίνει όμως ότι η υποχώρηση μας δεν θα έχει κανέναν ουσιαστικό αντίκτυπο στην τελική κατακύρωση της ΑΟΖ και τίποτα επ΄ αυτού δεν πρόκειται να κριθεί με βάση την υποχώρησή μας.  Τόσο σχετικά με την ΑΟΖ στην νότιοανατολική Μεσόγειο και στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, όσο και σχετικά με την ΑΟΖ στο κεντρικό Αιγαίο, (και για οποιαδήποτε, άλλωστε, ΑΟΖ ανά τον κόσμο), το κύριο και μοναδικό στοιχείο που μπορεί να καθορίσει ποιά χώρα ασκεί εν τοις πράγμασι τα κυριαρχικά δικαιώματα είναι η εκμετάλλευση των υδάτων και του θαλασσίου βυθού και υπεδάφους.-ειδικά των τελευταίων όπου εικάζεται ότι υπάρχουν ύλες μεγάλης αξίας.  Όταν κάποια χώρα δημιουργήσει όλον τον απαραίτητο εξοπλισμό και τις απαραίτητες εγκαταστάσεις  και αρχίσει να εξάγει προϊόντα από τον βυθό μιας θαλάσσιας περιοχής, μόνο τότε είναι δυνατόν να ειπωθεί ότι έχει αποκτήσει  ΑΟΖ και κάνει χρήση κυριαρχικών δικαιωμάτων επ’ αυτής. (Θεωτητικά θα μπορούσε να το κάνει και με την τοποθέτηση επιπλέοντος συστήματος για την αξιοποίηση της κυματικής ενέργειας αλλά αυτό είναι κάτι που έως σήμερα δεν έχει εφαρμοσθεί).  Και εδώ δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κάποιος πως ενώ η Τουρκία προβάλλει συνεχώς και σταθερά, από την δεκαετία του 1970,  με προπέτεια και επιθετικότητα, την σχεδόν εξωφρενική άποψη περί των ελληνικών νήσων που δεν παράγουν κυριαρχικά δικαιώματα για την Ελλάδα διότι, υποτίθεται πως, επικάθηνται επί της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, (έτσι ώστε η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ του μισού Αιγαίου να διεκδικούνται ως τουρκικές), δεν έχει καταφέρει να κάνει ούτε ένα μικρό βήμα προς την υλοποίηση αυτής της αξιώσεώς της.  Και στην πραγματικότητα το βήμα αυτό δεν θα καταφέρει να το κάνει ποτέ!

Πρέπει να γίνει κατανοητό πως για να φτάσει η Τουρκία σε αυτό το κρίσιμο και κομβικό σημείο, δηλαδή στο να ασκήσει κυριαρχικά δικαιώματα σε θαλάσσα περιοχή που η Ελλάδα θεωρεί πως ευρίσκεται εντός της δικής της ΑΟΖ,  θα πρέπει πρώτα να ολοληρώσει μία σειρά από προκαταρκτικές εργασίες όπως είναι οι έρευνες του θαλασσίου υπεδάφους, κάτι που απαιτεί  μεγάλο χρονικό διάστημα και μεγάλη προετοιμασία.  Μόνο μετά την ολοκλήρωσή τους, και με βάση τα σχετικά αποτελέσματα μπορεί να συνεχίσει την απόπειρα αξιοποίησης του βυθού και του υπεδάφους με την δημιουργία των σχετικών εγκατάστασεων. Συνεπώς, το πραγματικά κρίσιμο σημείο σε μία τέτοιου είδους διελκυστίνδα ως προς την ΑΟΖ είναι η στιγμή που κάποια χώρα, -η Τουρκία στην προκειμένη περίπτωση-, θα επιχειρήσει να προχωρήσει σε ενέργειες κατασκευής των εγκαταστάσεων για την άντληση ή την εξόρυξη των πόρων από το θαλάσσιο υπέδαφος. Εκεί είναι στιγμή που η Ελλάδα οφείλει και πρέπει να επέμβει δυναμικά, προκειμένου νά ακυρώσει τα τουρκικά σχέδια σφετερισμού των κυριαρχικών δικαιώματων της. Δεν χρειάζεται να το κάνει αυτό πιο πριν, κάθε φορά που η Τουρκία προχωράει σε  προκλητικές ενέργειες πειρατικού χαρακτήρα, χωρίς ουσία όμως, όπως για παράδειγμα με τις “επιστημονικές έρευνες” του σκάφους Oruc Reis, το καλοκαίρι του 2020.

Ο ελληνικός λαός και η ελληνική κοινωνία, άλλωστε, δεν επιθυμούν την εμπλοκή σε μία πολεμική σύρραξη, με αβέβαιη καταληξη, για κάτι που στην πραγματικότητα δεν έχει κανένα νόημα πέραν από τους μεγαλοϊδεατικούς συμβολισμούς της νεοοθωμανικής Τουρκίας.  Συνεπώς, όσον αφορά την στρατιωτική εμπλοκή για την ΑΟΖ, αυτό μπορεί και πρέπει να γίνει εάν η γείτων χώρα προσεγγίσει, κάποια στιγμή, το στάδιο κατά το οποίο θα επιχειρήσει την δημιουργία εγκαταστάσεων εκμετάλλευσης του θαλασσου πλούτου.  Μόνο που αυτό είναι κάτι το οποίο, έστω κι αν συνέβαινε, βρίσκεται ακόμη δεκαετίες  μακριά από το σήμερα. Και είναι επίσης κάτι το οποίο δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ για πρακτικούς λόγους. Ο πιό βασικός από αυτούς είναι πως  η  Τουρκία δεν διαθέτει, και δεν πρόκειται να αποκτήσει ποτέ, την απαραίτητη τεχνογνωσία για την εκμετάλλευση του θαλασσίου βυθού. Για να υλοποιήσει παρόμοια σχέδια  θα χρειαζόταν την συνδρομή και την συνεργασία των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων του κλάδου. Αυτές, όμως, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα έρχονταν ποτέ να συμπράξουν με την Τουρκία εάν γνώριζαν ότι η προς εκμετάλλευση περιοχή είναι αμφισβητούμενη και η δραστηριότητά τους θα ήταν παράνομη, ενώ ταυτόχρονα θα προκαλούσε γενικευμένη πολεμική σύρραξη που όχι μόνο θα ακύρωνε το εγχείρημά τους αλλά και θα τους προκαλούσε εκτεταμένες ζημίες και επιβαρύνσεις.

Γιώργος Γεραπετρίτης, Υπουργός Εξωτερικών Ελλάδας

Υπό το φως των ανωτέρω θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως η απόπειρα εκ μέρους της Τουρκίας για σφετερισμό ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και στην Μεσόγειο είναι περισσότερο μία επιχείρηση πολιτικού εντυπωσιασμού για την εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας και λιγότερο ένα μακρόπνοο σχέδιο η εφαρμογή του οποίου έχει κάποια ελπίδα να υλοποιηθεί στο ορατό μέλλον. Στην πραγματικότητα οι σχετικές διακηρύξεις και αξιώσεις έναντι της Ελλάδας είναι ταυτόσημες με το καθαρά ιδεολογικό νεοθωμανικό αφήγημα της “Γαλάζιας Πατρίδας” . Και με αυτή την έννοια αντιλαμβάνεται κανείς ότι το διατρανούμενο από την πλευρά  της Τουρκίας σχέδιο για την  δημιουργία της “Γαλάζιας Πατρίδας” είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ένα σχέδιο χωρίς πραγματικό αντικείμενο και κενό περιεχομένου. Πράγμα το οποίο, συν τω χρόνω, θα καταστεί εμφανές προς όλες τις κατευθύνσεις, και με την έννοια αυτή ο χρόνος λειτουργεί  υπέρ των ελληνικών θέσεων. Θα ήταν παράλογο για την χώρα μας να παρασυρθεί σε μία αντιπαράθεση ισχύος με την Τουρκία για κάτι που είναι περισσότερο πολιτική διακήρυξη χωρίς ουσία και λιγότερο υπαρκτή απειλή για τα εθνικά μας συμφέροντα . Το ίδιο, άλλωστε, που ισχύει για τις τουρκικές αξιώσεις για την ΑΟΖ, ισχύει και για τις άλλες μεγάλες προκλήσεις που προέρχονται από την τουρκική πλευρά, όπως είναι η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στις βραχονησίδες και στα ακατοίκητα νησιά, καθώς επίσης και η απαίτηση για αφοπλισμό των νήσων του Αιγαίου. Και στις δύο περιπτώσεις η προκλητικότητα με την οποία παρουσιάζονται και προωθούνται τα συγκεκριμένα ζητήματα μπορεί να ερεθίζει και να ανησυχεί την ελληνική κοινή γνώμη, πλην όμως η Τουρκία πέραν των προκλητικών δηλώσεων και ενεργειών δεν έχει την παραμικρή  δυνατότητα να φέρει σε κατάσταση επισφάλειας τα ελληνικά δικαιώματα, εκτός βεβαίως εάν προχωρήσει σε ευθείες στρατιωτικές ενέργειες. Τότε, όμως, θα έχει  διαβεί τις  εθνικές “κόκκινες  γραμμές” μας που αφορούν την εθνική κυριαρχία και θα λάβει την επιβαλλόμενη απάντηση.

Η βέλτιστη πολιτική, λοιπόν, έναντι μίας ιδιαίτερα επιθετικής συμπεριφοράς σε συμβολικό επίπεδο, αλλά ελάχιστα επικίνδυνης, προς το παρόν, για τα πραγματικά εθνικά δίκαια και συμφέροντα, είναι η ευελιξία επί του πεδίου και η διοχέτευση της δραστηριότητάς μας σε διπλωματικό επίπεδο . Μόνο που αυτό δεν γίνεται  πάντοτε κατανοητό από μερίδα, τουλάχιστον, της εσωτερικής κοινής γνώμης η οποία διακατέχεται από αισθήματα πατριωτισμού και αντιδρά με συναισθηματικό τρόπο. Γενικότερα, άλλωστε, είναι γεγονός ότι η συνεχής επιθετική ρητορική και η αλαζονική νοοτροπία του τουρκικού καθεστώτος ισοδυναμεί με έναν συνεχή πολεμο νεύρων εις βάρος της ελληνικής κοινωνίας. Και δυστυχώς αυτό, δηλαδή το να υφιστάμεθα τον συνεχή πόλεμο νεύρων από τις επαναλαμβανόμενες τουρκικές απειλές και αξιώσεις, είναι ένα τίμημα που δεν μπορούμε να αποφύγουμε να καταβάλουμε ως κοινωνία. Όμως ο καλύτερος τρόπος για να αντεπεξέλθουμε είναι η ψυχραιμία και η αντιμετώπιση της κατάστασης με βάση την λογική, πολλώ δε μάλλον αν σκεφτούμε πως ο  χρόνος λειτουργεί υπέρ των ελληνικών θέσεων . Επίσης, επειδή πολύ μεγάλη σημασία για την ασφάλειά μας έχει η ευνοϊκή προς εμάς στάση των εταίρων και συμμάχων μας, δεν θα πρέπει σε καμμία περίπτωση, σε ενδεχόμενο οξείας αντιπαράθεσης, να δημιουργηθεί η εντύπωση πως η Ελλάδα είναι το επιτιθέμενο μέρος.

ΙΙ. Η “πατριωτική” οπτική

(Ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος μας).

Ο τρόπος με τον οποίον αντιμετώπισε η ελληνική κυβέρνηση το περιστατικό της Κάσου πρόσφατα, αλλά, επίσης τις παράνομες έρευνες του τουρκικού σκάφους Oruc Reis, το καλοκαίρι του 2020 στην ελληνική ΑΟΖ,   δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά η μεταφορά της μεθόδου “κάντε ότι κοιμάστε” από τον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας σε εκείνον της εξωτερικής ασφάλειας. Αυτό, άλλωστε, είναι ένα διαχρονικό πρότυπο συμπεριφοράς για τις ελληνικές κυβερνήσεις, το οποίο θα μπορούσε να έχει  νόημα ως προσωρινού χαρακτήρα τακτικός ελιγμός εάν ενττάσσοταν σε κάποιο συνολικό στρατηγικό σχέδιο αποτροπής του τουρκικού επεκτατισμού και ακύρωσης των τουρκικών βλέψεων. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε ποτέ κάτι παρόμοιο διότι πάντοτε η επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην επιθετικότητα της Τουρκίας ήταν η, βραχυπρόθεσμης εμβέλειας και μυωπικής φύσης, προσπάθεια αποφυγής κάθε “΄περαιτέρω όξυνσης” και κάθε δυσκολίας.

Η κατάσταση στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις θα ήταν σήμερα ουσιαστικά διαφορετική, και η επικρεμάμενη άνωθεν της κεφαλης μας τουρκική απειλή θα ήταν αισθητά μικρότερη εάν, στο παρελθόν, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν αποτολμήσει, εγκαίρως, κάποιες θεμελιώδεις ενέργειες προάσπισης των εθνικών μας δικαίων. Εάν, δηλαδή, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου μας από μαχητικά της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας είχαμε προχωρήσει αμέσως στην κατάρριψή τους. Εάν πριν από το 1995 και την υιοθέτηση του casus belli  από την τουρκική εθνοσυνέλευση είχαμε επεκτείνει τα εθνικά χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια.  Εάν το 2003-2004 είχαμε προχωρήσει, σε συνεργασία με την Κύπρο, στην ανακήρυξη  των, -εφαπτομένων- ΑΟΖ των χωρών μας. Εάν, τουλάχιστον, πριν το 2020 είχαμε επισπεύσει την υπογραφή του ελληνο-αιγυπτιακού Μνημονίου για τις εφαπτόμενες ΑΟΖ των δύο χωρών ώστε η ενέργεια αυτή να προηγηθεί της αντίστοιχης τουρκο-λιβυκής συμφωνίας.  Εάν, το 2004, και μετά την αλλαγή της πολιτικής μας του  “Ελσίνκι”, όσον αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, δεν είχαμε παραμελήσει ολοκληρωτικά, -και ειδικά στην περίοδο πριν την χρεοκοπία που υπήρχει αφθονη χρηματοδότηση αλλά χρησιμοποιούνταν για φαυλοκρατικούς σκοπούς και μόνο-,  την ενίσχυση και τον εξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων. (Και ίσως η κατάσταση να ήταν πολύ καλύτερη, και η ασφάλεια της χώρας κατοχυρωμένη σήμερα, εαν το 1996 είχαμε απότολμήσει την στρατιωγική αντιπαράθεση με την Τουρκία στην κρίση των Ιμίων. Τα προβλήματα  και οι απειλές ασφάλειας όταν κάνεις το παν για να αποφύγεις προσωρινά τις συνέπειές τους, εμφανίζονται στην επόμενη φάση πολύ πιό έντονα).

Οι αποφασιστικές ενέργειες δεν έγιναν ποτέ και έτσι η εθνική μας εφεκτικότητα, ή και δειλία,  προσέφερε στην Τουρκία την δυνατότητα να  βρίσκεται διαρκώς στην επίθεση, διεκδικώντας και αξιώνοντας μονομερώς εις βάρος της Ελλάδας. Επειδή δε η επιθετικότητα και οι επεκτατικές τάσεις  στις διεθνεις σχέσεις και στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς είναι πάντοτε μια αυτοτροφοδοτούμενη και αυτοενισχυόμενη διαδικασία για εκείνον που αισθάνεται πως είναι ο πιο ισχυρός και ο κυρίαρχος σε μία διμερή σχέση, όπως η Τουρκία απέναντι σε εμάς, το αποτέλεσμα  είναι πως σήμερα οι διεκδικήσεις αλλά και οι απειλές εκ μέρους του καθεστώτος Ερντογάν έχουν φθάσει σε ένα επίπεδο που θα εθεωρείτο αδιανόητο  πριν από μερικά χρόνια. Θα ήταν σοβαρό σφάλμα, συνεπώς,  να πιστεύει κανείς πως όσα λέγονται εις βάρος της Ελλάδας από τα πιό επίσημα τουρκικά χείλη  είναι μόνο λεκτικές απειλές και φραστικές διεκδικήσεις  κενές περιεχομένου.  Η σκληρή αλήθεια είναι ότι έχουν, πλέον, καταστεί εμπεδωμένες πεποιθήσεις  και  έχουν μεταλλαγεί σε πραγματικές βλέψεις εναντίον της χώρας μας, εφ΄ όσον τις έχει ενστερνιστεί όχι μόνο το τουρκικό κατεστημένο αλλά και η τουρκική κοινωνία στην πλειοψηφία της. Όποιος παρακολουθεί έστω  και ελάχιστα την πραγματικότητα της γειτονικής χώρας γνωρίζει και αντιλαμβάνεται πως στην τουρκική συλλογική συνείδηση ο μεγάλος αντίπαλος και μισητός εχθρός της χώρας δεν είναι ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Ρωσία, ούτε η Αίγυπτος, ούτε καν το Ισραήλ. Στην τουρκική συλλογική συνείδηση ο μεγάλος εχθρός και αντίπαλος της Τουρκίας είναι η Ελλάδα η οποία, υποτίθεται πως, αφ΄ενός μεν σφετερίζεται και φαλκιδεύει αναπολλοτρίωτα  δικαιώματα του τουρκικού έθνους, αφ΄ετέρου δε επιβούλεύεται και υπονομεύει την ασφάλεια και την  ανεξαρτησία της Τουρκίας. Αυτήν την εικόνα καλλιεργεί σύμπας ο πολιτικός κόσμος της γειτονικής χώρας μαζί με τα μέσα ενημέρωσης. Και αυτή η εικόνα επικρατεί στην συλλογική συνείδηση  των Τούρκων καθώς και στο μυαλό του μέσου Τούρκου πολίτη .

Πλην όμως, αν η μία όψη του προβλήματος της χώρας μας με την Τουρκία βρίσκεται εντός των συνόρων της γείτονος, η άλλη όψη του βρίσκεται στο εσωτερικό της δικής μας χώρας.  Είναι απολύτως απογοητευτικό αλλά και εξοργιστικό, επίσης, το γεγονός ότι κατά την, επιβεβλημένη από τον υπερατλαντικό εταίρο μας προσέγγιση με την Τουρκία και την υπογραφή της “Διακήρυξης των Αθηνών”, υπήρξαν άνθρωποι, που φιλοδοξούν μάλιστα, εάν δεν είναι χειριστές των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής, να είναι, τουλάχιστον, διαμορφωτές της κοινής γνώμης, οι οποίοι προσπάθησαν να πείσουν τους Έλληνες πολίτες πως αυτό, αντί να είναι μία τακτική υποχώρηση της χώρας μας λόγω εξαναγκασμού, μπορεί, αντιθέτως, να είναι η αρχή ενός ειλικρινούς και έντιμου διαλόγου με την Τουρκία, ο οποίος διάλογος θα  ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε “κοινά αποδεκτές” λύσεις στις διαφορές μας και στα προβλήματά μας . Το υποστήριιζαν και το διέδιδαν αυτό την στιγμή που ο  κ. Ερντογάν δεν είχε προσπαθήσει ουδέ κατ’ ελάχιστον, τόσο πριν, όσο και αμέσως μετά από την επίσκεψή του στην Αθήνα, να αποκρύψει τα ηγεμονικά και επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας εις βάρος της χώρας μας. Ακόμη και αν είναι σωστό ότι η  Ελλάδα, -προκειμένου να εξασφαλίσει την έξωθεν καλή μαρτυρία και την εύνοια του ξένου παράγοντα- πρέπει να δίνει προς τρίτους την εικόνα πως προσπαθεί να αποκαταστήσει διάλογο με την γείτονα, είναι τραγικό λάθος να κινδυνεύουμε να πιστέψουμε εμείς οι ίδιοι τις φαιδρότητες  που η πολιτική ηγεσία μας είναι υποχρεωμένη να εκφωνεί προς τον κ. Ερντογαν ώστε οι ΗΠΑ να εξευμενίσουν, μέσω ημών, την Τουρκία για να μην πέσει (ολοκληρωτικά) στην αγκαλια της Ρωσίας.  Το κρίσιμο ερώτημα, εδώ είναι  εάν ο βομβαρδισμός των Ελλήνων πολιτών με εξωφρενικές απόψεις περί “”αισιοδοξίας” για το ξεκίνημα μιας “διαδικασίας προσέγγισης με την Τουρκία για επίλυση των διμερών διαφορών”, γινόταν από τους εν λόγω διαμορφωτές της κοινής γνώμης εξ αιτίας μίας ακραίας και βλακώδους αφέλειας που τους χαρακτηρίζει ή εαν εξυπηρετούσε μία καθαρή σκοπιμότητα παραπλάνησης του ελληνικού λαού και της ελληνικής κοινής γνώμης.

Σήμερα, εννέα μόλις μήνες μετα την “Διακήρυξη των Αθηνών”, και αφού η τουρκική πλευρά έχει στείλει έναν μικρό πολεμικό στόλο μόλις πέντε πολεμικών πλοίων για να εμποδίσουν ένα  ερευνητικό σκάφος να προβεί σε έρευνες σε μία θαλάσσια περιοχή μεταξύ δύο ελληνικών νησιών, καθίσταται καθαρό τι αντιλαμβανόταν και τι εννοούσε η τουρκική πλευρά όταν υπέγραφε, στην “Διακήρυξη των Αθηνών” ότι “Τα Μέρη θα προσπαθήσουν να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ τους με φιλικό τρόπο…”. Εννοούσε πως η Ελλάδα, προκειμένου να θεωρείται και να αντιετωπίζεται “με φιλικό τρόπο”, οφείλει να είναι ένα υποκείμενο στην Τουρκία κράτος, και μία κηδεμονευόμενη χώρα περιορισμένης αυτονομίας.  Εκείνο που δεν είναι καθαρό βέβαια είναι το ποια ακριβώς πολιτική σκοπεύει να ακολουθήσει η παρούσα ελληνική κυβέρνηση και όλοι όσοι συντάσσονται μαζί της  όσον αφορά την ευθέως δηλωμένη πρόθεση της τουρκικής πλευράς για πλήρη ποδηγέτηση, και εξευτελισμό της χώρας μας .Διότι είναι γεγονός πως η Ελλάδα στην Κάσο υποχώρησε  πλήρως, ακυρώνοντας μόνη της κυριαρχικά της δικαιώματα, απεμπολώντας, ταυτοχρόνως, στην πράξη το ελληνο-αιγυπτιακό Μνημόνιο και αποδεχόμενη την ισχύ του τουρκο-λιβυκού Μνημονίου. Και μάλιστα η Ελλάδα απεμπόλησε τα κυριαρχικά δικαιώματα της με έναν τόσο εύκολο για τους Τούρκους τρόπο που αυτοί μάλλον δεν θα μπορούσαν ούτε να  φανταστούν κάτι ανάλογο πριν από λίγα χρόνια.

Για όσους δεν έχουν αυταπάτες (επειδή απλά σκέπτονται με κοινή λογική), και για όσους δεν προσπαθούν να παραπλανήσουν την ελληνική κοινή γνώμη και τον ελληνικό λαό, είναι απολύτως προφανες πως η Τουρκία οικοδομεί έναν θηριώδη πολεμικό μηχανισμό έχοντας ως κεντρικό  στόχο να κατάστεί κυρίαρχη στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου και τούτο μέσω της παντοειδούς καθυπόταξης της Ελλάδας και της Κύπρου. Αυτό, εν πρώτοις, είναι φανερό από την ρητορία των ηγητόρων της Τουρκίας αλλά και απο γεγονότα όπως η εισαγωγή της ιδεολογίας της “”Γαλάζιας Πατρίδας” στην διδακτέα ύλη της τουρκικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πράγμα που το πράτουν οι Τούρκοι ιθύνοντες διότι αντιλαμβάνονται  πολύ καλά πως όταν οι ιδέές εισέλθουν και εγκατασταθούν στο πνεύμα των ανθρώπων τότε γίνονται “υλική δύναμη”.  Είναι όμως ακόμη πιό φανερό  και από τον τρόπο που διαρθρωνουν και αναδιοργανώνουν τα στοιχεία της στρατιωτικής τους ισχύος, αλλά  και από τον χαρακτήρα και την φύση των οπλικών συστημάτων που αδιάκοπα είτε  κατασκευάζουν οι ίδιοι, είτε αγοράζουν και προτίθεται να αγοράσουν από το εξωτερικό.

Υπάρχει βεβαίως και ένα μέρος του πολιτικού και διπλωματικού δυναμικού της χώρας μας, καθώς  επίσης και μία σειρά από ανεξάρτητους  αναλυτές και δημοσιολογούντες οι οποίοι διακριτικά  αλλά με σταθερότητα και  επιμονή δηλώνουν ότι οι “τριβές” με την Τουρκία είναι αναπόφευτες όσον καιρό η Ελλάδα δεν υποχωρεί από τις “μαξιμαλιστικές” και ανεδαφικές θέσεις  που υποστηρίζει και προωθεί για το Αιγαίο και την νοτιοανατολική Μεσόγειο. Για αυτό άλλωστε θεωρούν ότι η υποχώρηση μας “στην βάση της λογικής”  θα επιτρεψει μία “συνεννόηση” με την Τουρκία η οποία θα επιφέρει την διευθέτηση των διαφορών  και την διαρκή ειρήνη μεταξύ των δύο χωρών. Για την ακρίβεια δε, οι φορείς των εν λόγω  απόψεων διατείνονται πως, πρώτον, η Ελλάδα διεκδικεί και θεωρεί ως εθνικά της δίκαια πράγματα που έστω και αν αναφέρονται στο “”γράμμα”, εκφεύγουν από την ουσια του Διεθνούς Δικαίου και, δεύτερον, πως η Ελλάδα, ως μικρή χώρα, θα πρέπει να επιδείξει πραγματισμό απέναντι σε μία πολύ μεγαλύτερη και πολύ ισχυρότερη, αποδεχόμενη έναν συμβιβασμό μαζί της. Όμως, είναι, άραγε, αλήθεια πως η Ελλάδα έχει “μαξιμαλιστικές” απαιτήσεις επικαλούμενη διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου και ειδικά της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, εκτός πλαισίου και αποσπασματικά, με σκοπό να σφετεριστεί ζωτικά δικαιώματα της Τουρκίας και να περιορίσει την πρόσβαση της στην θάλασσα του Αιγαίου και στην νότιοανατολική Μεσόγειο; Ισως, πριν από λίγα χρόνια η απάντηση σε αυτό το ερώτημα να έπρεπε να είναι πολύ συνεκτική λογικά και πολύ τεκμηριωμένη πραγματολογικά για να καταφέρει να πείσει κάποιον ερωτώντα. Σήμερα όμως δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο διότι απαντάει μόνη της η ίδια η Τουρκία με την στάση της και την συμπεριφορά της, καθώς  έχει ανεβάσει και μεγενθύνει, την έκταση των διεκδικήσεων της σε επίπεδα ακραίου παραλογισμού.  Διότι δεν περιορίζεται πλέον μόνο στο να δηλώνει ως casus belli την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια  και να υποστηρίζει την παρανοϊκή άποψη ότι  270 κατοικημένα ελληνικά νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και δεν δημιουργούν δικαιώματα ΑΟΖ για την Ελλάδα διότι επικάθηνται στην τεράστια τουρκική ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα. Πέραν αυτών, αμφισβητεί πλέον ευθέως και την νομιμότητα της εθνικής κυριαρχίας των εξοπλισμένων ελληνικών νησιών ενώ, ταυτοχρόνως, διιεκδικεί ως τουρκική κάθε ακατοίκητη βραχονησίδα του Αιγαίου. Έχουν άραγε όλα αυτά σχέση με την “ουσία” και το “πνεύμα” του Διεθνούς Δικαίου;

Ένα άλλο επιχείρημα που επικαλείται η Τουρκία, προκειμένου να υποστηρίξει τις επεκτατικές  της βλέψεις, (αλλά το επικαλούνται και όσοι εντός της Ελλάδας ενστερνίζονται την “λογική” της), αφορά τον ισχυρισμό πως το  Αιγαίο είναι μία “κλειστή θάλασσα” και όπως αναφέρει και η UNCLOS ,  οι “κλειστές θάλασσες” απαιτούν ιδιαίτερες διευθετήσεις που όμως, δεν προβλέπονται και δεν περιγράφονται  στις γενικές διατάξεις  της Σύμβασης.  Συνεπώς, σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, τα περί δικαιώματος υφαλοκρηπίδας των κατοικημένων νήσων στην περίπτωση του Αιγαίου δεν ευσταθούν. Είναι όμως έτσι; Ισχύει η περιγραφή του Αιγαίου ως “κλειστής θάλασσας”. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι.  Το επιχείρημα πως το Αιγαίο είναι μία “κλειστή θάλασσα” χρησιμοποιείται στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών διαφορών κατά τρόπο καταχρηστικό και παραπειστικό. Και τούτο διότι πράγματι το Αιγαίο μπορεί να θεωρηθεί ως μία “κλειστή θάλασσα” αλλά αυτό ισχύει μόνο μεταξύ των ανατολικών παραλίων των ελληνικών νησιών που γειτνιάζουν με την Τουρκία και της έναντι  αυτών τουρκικής ακτής. Αντίθετα ο θαλάσσιος  χώρος μεταξύ της νησιωτικής και της ηπειρωτικής Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων και των  διεθνών ύδατων, δεν είναι μία “κλειστή θάλασσα”, διότι η έννοια της “κλειστής θάλασσας” στο Διεθνές Δίκαιο μπορεί να έχει νόημα μόνο για περιοχές όπου αντικρίζονται οι ακτές δύο ή περισσοτέρων διαφορετικών χωρών. Στο Αιγαίο, όμως, δεν συμβαίνει αυτό μεταξύ των δυτικών ακτών των ελληνικών νήσων και της ηπερωτικής Ελλάδας. Το Αιγαίο είναι ο ζωτικός αρμός συνδεσης και επικοινωνίας του νησιωτικού με τον ηπειρωτικό χώρο της Ελλάδας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι άλλο.  Η τυχόν αποδοχή των τουρκικών αξιώσεων με τη μορφή μιας “συμβιβαστικής λύσεως” που ουσιαστικά θα διαμοίραζε τα κυριαρχικά δικαιωματα στον Αιγαίο σε δύο ίσα μέρη, θα συνεπαγόταν  την εγκατάλειψη των ελληνικών νησιών, έστω και εν μέρει, στην τουρκική δικαιοδοσία και,κατά συνέπειαν, αυτό θα οδηγούσε στην μείωση της εθνικής κυριαρχίας επ’αυτών. Ας αναλογιστεί κανείς ότι στην περίπτωση που γινόταν αποδεκτές οι τουρκικές αξιώσεις για να είναι σε θέση η Ελλάδα , για παράδειγμα,  να ποντίσει ένα καλώδιο ηλεκτρικής σύνδεσης της Εύβοιας με  την Χίο ή της Μαγνησίας με την Λέσβο θα έπρεπε να ζητήσει την άδεια της Τουρκίας και να δεχτεί τους περιορισμούς και τους όρους που τυχόν αυτή θα έθετε. Σημειώνεται μάλιστα πως η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μερος στην Σύμβαση για το Δίκαιο της Θαλάσσης που υποχρεώνει τα κράτη τα οποία έχουν κυριαρχικά δικαιώματα σε μία ΑΟΖ  να επιτρέπουν σε τρίτες χώρες να πόντίζουν καλώδια και να κατασκευάζουν αγωγούς που διέρχονται μέσα από αυτήν. Ως εκ τούτου θα μπορούσε ακόμη και να αρνηθεί την πόντιση του καλωδίου. Οτιδήποτε συνέβαινε από αυτά, πάντως, ακόμη και η παραχώρηση άδειας, θα ήταν κάτι το οποίο δεν θα περιόριζε απλά τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στην ανοιχτή θάλασσα αλλά θα περιόριζε και την ίδια την κυριαρχία της στον δικό της εθνικό χώρο. Η δημιουργία, συνεπώς, τουρκικής ΑΟΖ μεταξύ σημείων της ελληνικής επικράτειας δεν μπορεί να γίνει δεκτή σε καμμία περίπτωση διότι θα προκαλούσε μία αξεπέραστη αντινομία: θα φαλκίδευε ένα ύψιστο δικαίωμα, όπως είναι η εθνική κυριαρχία, προς χάριν ενός δευτερεύοντος, όπως είναι τα κυριαρχικά δικαιώματα στην ανοιχτή θάλασσα. (Και στην πραγματικότητα , στην πρόσφατη περίπτωση της Κάσου, αυτή η έμμεση άρνηση της εθνικής μας κυριαρχίας έγινε αποδεκτή μέσω της απεμπόλησης του κυριαρχικού μας δικαιώματος να δυνάμεθα να ποντίσουμε, στην ελληνική ΑΟΖ ένα καλώδιο από την Κρήτη προς την Κάσο και την Κάρπαθο).

Οι ισχυρισμοί και οι αξιώσεις της Τουρκίας δεν έχουν καμμία νομική ή ηθική αξία, και αποτελούν μόνο προϊόν της επεκτατικής φιλοδοξίας και της αλαζονικής νοοτροπίας ενός μεγάλου σε όγκο και πληθυσμό κρατικού μορφώματος, (με υπερήφανα δηλωμένη, μάλιστα, και ανοιχτά προβαλλόμενη  την οθωμανική νοοτροπία περί  κατάκτησης,  δήωσης και λεηλασίας της πατρίδας των αλλοπίστων), έναντι μίας μικρότερης χώρας. Είναι δε απολύτως προφανές ότι η τουρκική επιθετικότητα, είναι μια τάση η οποία θα παραμείνει και θα συνεχιστεί αφού πλέον έχει καταστεί δομικό στοιχείο του συλλογικού φαντασιακού της τουρκικής κοινωνίας.  Η Τουρκία εξοπλίζεται και ισχυροποιείται στρατιωτικά με σκοπό να κατισχύσει επί της Ελλάδος περιορίζοντας την ανεξαρτησία της και ενδεχομένως ακρωτήριάζοντας και την ίδια την εδαφική της ακεραιότητα. (Ο κ. Ερντογαν έχει μιλήσει ανοιχτά για “τα νησιά της καρδιάς τους” (των Τούρκων), που “δεν έπρεπε η Τουρκία να είχει αφήσει να της τα πάρουν οι Ελληνες”). Αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να  συνειδητοποίησει η ελληνική κοινωνία και να αντιδράσει αναλόγως και αποτελεσματικά. Όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γίνεται, πριν η Τουρκία ισχυροποιηθεί, στράτιωτικά, οικονομικά και γεωπολιτικά, σε τέτοιο βαθμο,  ώστε  η αντίσταση από την πλευρά μας να είναι μάταιη. Εκείνο που θα πρέπει, βεβαίως, να επιδιώξει η Ελλάδα με δυναμικό τρόπο δεν είναι κάτι αντίστοιχο της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή η επανάληψη της πορείας προς τον Σαγγάριο ποταμό. Παρά τον δυναμικό χαρακτήρα της διεκδίκησης θα πρέπει να είναι κάτι απολύτως θεμιτό και νόμιμο: να υποχρεώσει και να εξαναγκάσει την Τουρκία να προσέλθει στην διεθνή διαιτησία για το μόνο πραγματικά πρόβλημα που υφίσταται μεταξύ των δύο χωρών, εκείνο δηλαδή που αφορά την οριοθέτηση των  ΑΟΖ. Και με βάση την απόφαση της διεθνούς διαιτησίας, και τον πλήρη σεβασμό της και από τις δύο πλευρές, να οικοδομηθούν συνθήκες ισορροπίας, σταθερότητας και ειρήνης μεταξύ των δύο ακτών του Αιγαίου για τις επόμενες δεκαετίες.

Είναι σε θέση όμως να το κάνει αυτό η Ελλάδα: Η απάντηση είναι πως πρέπει να βρει το θάρρος και τις δυνάμεις για να το κάνει διότι, ουσιαστικά, εκείνο που μεσοπρόθεσμα θα κρθεί στην αντιπαράθεση μας με την Τουρκία δεν είναι τίποτε λιγότερο από την επιβίωση της εθνικής και κρατικής μας υπόστασης.  Με τα προβλήματα και τις αδυναμίες που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος, εάν η Τουρκία επιτύχει να ακρωτηριάσει την χώρα εδαφικά, να της αποστερήσει κυριαρχικά δικαιώματα χωρίς τα οποία δεν θα μπορεί να λειτουργήσει κανονικά και να την δορυφοροποιήσει μετατρέποντάς την σε μία υποτελή ηγεμονία που θα αδυνατεί να απορρίψει τα τουρκικά κελεύσματα, τότε η χώρα μας απλά θα πάψει να υπάρχει όπως την ξέρουμε σήμερα. (Ας σκεφθεί, μόνο, κανείς τι θα συμβεί εάν η Τουρκία είναι κάποια στιγμή σε θέση  να επιτύχει ελεύθερα αυτό που σήμερα δυσκολεύεται να κανει: να εποικίσει την Ελλάδα με μουσουλμανικούς πληθυσμούς).

Η σκληρή πραγματικότητα  είναι πως με τον τρόπο και την ταχύτητα  που αναπτύσσεται οικονομικά και ισχυροποιείται στρατιωτικά  η Τουρκία, η Ελλάδα έχει μόνο ένα μικρό παράθυρο ευκαιρίας τα επόμενα λίγα χρόνια, προκειμένου να καταφέρει να αναστρέψει την ογκούμενη απειλή. Γι΄ αυτό είναι επείγον να  συνειδητοποιήσουμε ως κοινωνία τον κίνδυνο που μας απειλεί και να προχωρήσουμε, με τις σωστές μεθοδεύσεις, στην υλοποίηση του σχεδίου σωτηρίας της χώρας. Αυτό, φυσικά, συνεπάγεται κινδύνους. Και πόνο. Αλλά μία  χώρα δεν μπορεί να περιφρουρήσει την ανεξαρτησία της και την ακεραιότητά της χωρίς να κινδυνεύσει και χωρίς να πονέσει. Οι κίνδυνοι και ο πόνος,  άλλωστε, είναι κάτι που αν  προσπαθήσεις λιπόψυχα να τα αποφύγεις σήμερα, θα σε βρούν αύριο με μεγαλύτερη ορμή και δύναμη. Και για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση στον κάθε  Έλληνα πολίτη ότι δεν είναι δυνατόν να εμφορείται από πατριωτικά αισθήματα χωρίς και να είναι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή να καταβάλει προσωπικό τίμημα για την εθνικη ανεξαρτησία. Ας σκεφθούμε όλοι, αν έχουμε αποτύχει, την τρομερή εικόνα μίας αυριανής Ελλάδας που δεν θα μας ανήκει πλέον και που στους δρόμους της δεν θα περπατάνε τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, όπως περπατήσαμε εμείς κάποτε, αλλά ξένοι και εχθροί. Μπορούμε να το δεχθούμε αυιτό;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

spot_img

3 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Καταπληκτικό άρθρο ισορροπίας, το σταμάτησα εκεί που μας γράφει ότι είναι πολύ δύσκολο να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος

  2. Τά είπε ΌΛΑ….. Άρα ό Έλληνας θά πρέπει νά έχει στο μυαλό του τόν συγκερασμό τών δύο απόψεων για νά βγάζει σωστά συμπεράσματα… Νά μήν τρομοκρατείται καί πέφτει σέ ακραίους εθνικισμούς αλλά καί νά μήν εφησυχάσει… θά πρόσθετα μόνο ότι για νά προλάβουμε την Τουρκία στους εξοπλισμούς καί επειδή λεφτά δεν υπάρχουν….ίσως θά πρέπει νά γίνει ένα ταμείο; η κάτι άλλο που θά συνεισφέρουν εθελοντικά όλοι οι Έλληνες εσωτερικού εξωτερικού οικονομικά…. με διπλό στόχο, αφενός την γρήγορη αγορά οπλικών συστημάτων αφετέρου να γίνει συμμέτοχος στο θέμα αμυναςτής χώρας… Μάλιστα αυτό νά μήν είναι κάτι προσωρινό αλλά διαρκές νά γίνει ένα είδος θεσμού…. Καί ό πατριωτισμός τού Έλληνα νά φαίνεται στην πράξη καί όχι στά ΛΌΓΙΑ….

  3. Κατατοπιστικό, ουσιαστικό και στοχευμένο άρθρο με δύσκολες αλήθειες. Μακάρι να υπάρξει μια εθνική αφύπνιση συνείδησης επί του θέματος και ευχομαι να μην αποδειχτεί Κασσάνδρα…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
38,200ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα