Η Ελλάδα, ίσως είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που έχει απέναντί της έναν δεδηλωμένο αντίπαλο με έμπρακτα διακηρυγμένες τις ευρύτατα αναθεωρητικές του προθέσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά, η ίδια επιμένει να «διαβάζει» την τουρκική στρατηγική, κυρίως ως ένα απλό επικοινωνιακό αφήγημα, που μπορεί άλλοτε να το αγνοεί και άλλοτε να το προσαρμόζει στα μέτρα των δικών της ανοχών, ούτως ώστε να ταιριάζει πάντα, σε ένα κακώς νοούμενο «Ελληνικό μοντέλο» ερμηνείας, κατανόησης και διαχείρισης των περιφερειακών εξελίξεων και προκλήσεων…
Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο αυτού του «Ελληνικού μοντέλου» ανάλυσης και στρατηγικής διαχείρισης των προκλήσεων, είναι η συλλογιστική ποικιλομορφία με την οποία εκδηλώνεται στον δημόσιο λόγο και πρακτικά καλύπτει όλο το φάσμα των δυνητικών προσεγγίσεων. Από την διαχρονική φοβική διπλωματική και επιχειρησιακή ατολμία, στην οποία παραμένει καθηλωμένη η κυβερνητική πολιτική εδώ και κάμποσες δεκαετίες, έως και την νηφάλια εθνοκεντρική προσέγγιση που θεωρεί – και σωστά – πως εάν η πατρίδα μας δεν αλλάξει ρότα, δόγμα και αντίληψη, θα οδηγηθεί μοιραία στον γεωπολιτικό της ακρωτηριασμό.
Αυτή η συλλογιστική και ερμηνευτική ποικιλομορφία, παρά τα φαινόμενα, δεν παραπέμπει σε ένα περιβάλλον ευφορίας και παραγωγικού οργασμού για την στρατηγική σκέψη. Πρωτίστως διότι η ύπαρξη αυτής της ποικιλομορφίας, επιβεβαιώνει ότι η κυρίαρχη και επομένως η συστημική στρατηγική σκέψη στην χώρα μας, αδυνατεί να εμπνεύσει τους ανθρώπους που πραγματικά ανησυχούν και που εντέλει αρνούνται να αποδεχτούν ότι η σφραγίδα του ΕΛΙΑΜΕΠ, μπορεί να επικυρώσει επιλογές στρατηγικής επιβίωσης για τον Ελληνισμό. Έτσι, ο αδιαμφισβήτητος πλούτος στην παραγωγή ιδεών και προτάσεων που καταγράφεται καθημερινά στον Δημόσιο διάλογο, παραμένει κατά βάσην εξωσυστημικός και συχνότατα στοχοποιείται από συγκεκριμένα συστημικά πολιτικά και ακαδημαϊκά κέντρα, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες γίνεται προσπάθεια ακόμη και για την απροκάλυπτη ποινικοποίησή του. Όλα τα παραπάνω, παραπέμπουν σε μια καταφανή συστημική ένδεια, απόλυτα αναντίστοιχη με τις πραγματικές δυνατότητες, με τις ανάγκες του τόπου μας, αλλά και με τις προκλήσεις της εποχής.
Θεμελιώδης επίπτωση αυτής της κραυγαλέας αναντιστοιχίας ανάμεσα στην φύση των προκλήσεων από την μια και στην «εθνική συστημική» απάντηση από την άλλη, είναι η ανυπαρξία ενός πλαισίου εντός του οποίου η συνολική στρατηγική σκέψη που παράγεται στην χώρα μας, μπορεί να λειτουργεί συμπληρωματικά και να ενδυναμώνει σταθερά το Εθνικό πρόσημο της Ελληνικής απάντησης σε κάθε περίπτωση.
Η κυρίαρχη Εθνική – συστημική ανεπάρκεια, αφορά πρωτίστως στην αδυναμία (και κατ’ άλλους στην απροθυμία) να υπάρξει σωστή ανάγνωση των εξελίξεων, των κρίσιμων παραμέτρων που επιδρούν και εν τέλει διαμορφώνουν τις τάσεις στον σύγχρονο κόσμο και φυσικά της Τουρκικής στρατηγικής αλλά και της διπλωματικής, πολιτικής και επιχειρησιακής τακτικής στην οποία καταφεύγει η Τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, προκειμένου να υπηρετήσει πληρέστερα τις στρατηγικές της επιδιώξεις.
Οι συνέπειες αυτού του κακού συνδυασμού ερμηνευτικών και αξιολογικών εργαλείων, είναι διαρκείς και ανατροφοδοτούμενες. Η βαρύτητά τους είναι στρατηγική και το τελικό προϊόν της άτολμης και επισφαλούς προσέγγισης το οποίο υιοθετείται, βάζει την σφραγίδα του, σε αποφάσεις που ΔΕΝ λαμβάνονται… Σε προτεραιότητες που ΔΕΝ ιεραρχούνται… Σε αναγκαίες επιδιώξεις που ΔΕΝ ενσωματώνονται και ΔΕΝ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας ενιαίας και αδιαπραγμάτευτης Εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού… Και φυσικά σε ένα αναγκαίο, νέο και απολύτως επικαιροποιημένο δόγμα που ΔΕΝ υιοθετείται και ΔΕΝ αποτελεί μέρος της συνολικής προβολής ισχύος στην οποία οφείλει να επενδύσει τα μέγιστα ο Ελληνισμός, εάν θέλει πραγματικά να δει με αισιοδοξία την προοπτική της επόμενης μέρας.
Εξ αιτίας όλων των παραπάνω, αυτό που καταγράφεται διαχρονικά είναι μια σειρά αστοχιών και αδιέξοδων προσεγγίσεων που ανακυκλώνονται, παραμορφώνουν την μεγάλη εικόνα, συντηρούν τις λάθος επιλογές στην διαχείριση των προκλήσεων, ροκανίζουν την έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενη αρτιότητα που θα έπρεπε να επιδεικνύει η χώρα ως προς την «τεχνογνωσία» της υπεράσπισης των Εθνικών Δικαίων και σε κάθε περίπτωση υποβαθμίζουν την στρατηγική της αποφασιστικότητα σε μια τακτική αναζήτηση ισορροπίας συμβιβασμών, «αγοράζοντας» παράταση στο νοσηρό και εξαιρετικά επικίνδυνο καθεστώς του ΜΗ πολέμου, για λογαριασμό του οποίου έχει ήδη καταβληθεί βαρύτατο εθνικό τίμημα το οποίο για κάποιον περίεργο λόγο υποβαθμίζεται συστηματικά.
Ας είμαστε λοιπόν ξεκάθαροι τουλάχιστον με τα αυτονόητα…
Πρώτον: Η Τουρκία ΔΕΝ είναι ο άτσαλος και θρασύς γείτονας που κάποια αόρατη δύναμη επέλεξε να «φυτέψει» δίπλα μας και όχι δίπλα από το Λουξεμβούργο ή το Λιχτενστάιν. Είναι ένα υπολογίσιμο γεωπολιτικό μόρφωμα που δημιουργήθηκε ιστορικά σε μια περιοχή με ανατροφοδοτούμενη γεωπολιτική αστάθεια και το σημερινό της αποτύπωμα είναι προϊόν σωρευτικών ανατροπών και ανακατατάξεων που συντελέστηκαν στην πορεία του χρόνου.
Οι λόγοι που τροφοδότησαν αυτές τις ανατροπές δεν έχουν εκλείψει. Στην επικαιροποιημένη τους εκδοχή, συνθέτουν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο σύστημα αντιλήψεων που εκλαμβάνει τα ισχύοντα σύνορα ως «φυλακή» μέσα στην οποία ασφυκτιά η δυναμική της σύγχρονης Τουρκίας και η επιδίωξη διάρρηξης αυτών των συνόρων, είναι στόχος που συνδέεται ευθέως με την στρατηγική επιβίωση του Τουρκισμού.
Η σύγχρονη Τουρκία επιδιώκει να χτίσει ισχυρό αεροναυτικό imperium προκειμένου να αναγορευτεί σε 5η πιο ισχυρή δύναμη στο Διεθνές σύστημα ισχύος. Αυτό είναι που καθορίζει την στάση της και όχι η διάθεσή της να διαχειριστεί περισσότερο ή λιγότερο άτσαλα της σχέσεις της γειτονίας στην ευρύτερη περιοχή.
Δεύτερον: Ο ιστορικός ρόλος που διεκδικεί για λογαριασμό της η σύγχρονη Τουρκία, είναι απόρροια των διαχρονικών της επιλογών, της περιπετειώδους ιστορικής της διαδρομής αλλά και φυσική συνέπεια του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον βηματισμό της, μέσα σε ένα περιβάλλον σοβαρών διεθνών ανακατατάξεων και ανατροπών που συντελούνται.
Η συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, εκλαμβάνεται ως κορυφαία ιστορική ευκαιρία από την Τουρκική πολιτική τάξη στο σύνολό της και καλό θα είναι να μην διατηρούμε κανενός είδους αυταπάτες για τις πραγματικές διαθέσεις της.
Τρίτον: Η απολυτοποίηση του Ορθολογισμού ως εργαλείου αξιολόγησης των δεδομένων και λήψης των κρίσιμων αποφάσεων, είναι μια εσφαλμένη μέθοδος που δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα και προβλέψεις αναφορικά με τους χειρισμούς της Τουρκικής πολιτικής ηγεσίας. Στην Τουρκία αλλά και ευρύτερα στην κεντρασιατική πολιτική κουλτούρα, το ειδικό βάρος που κατέχει ο ορθολογισμός, είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε στην Δυτική στρατηγική σκέψη.
- Για την Δυτική στρατηγική σκέψη, εθεωρείτο ορθολογικά απίθανο να εκδηλωθεί επίθεση και εισβολή της Ρωσίας στο Ουκρανικό έδαφος. Και όμως συνέβη…
- Για την Δυτική στρατηγική σκέψη, εθεωρείτο μάλλον αδιανόητο το να αποτολμήσει η Τουρκία πολεμική κλιμάκωση σε βάρος της Ρωσίας. Και όμως συνέβη. Η Τουρκία απετόλμησε την κατάρριψη του Ρωσικού αεροσκάφους, γεγονός που αντί να επιφέρει την σύγκρουση, άνοιξε μια νέα εποχή για τις Ρωσοτουρκικές σχέσεις.
Η Τουρκία ανήκει στις δυνάμεις εκείνες που ΔΕΝ σταθμίζουν την δράση τους ή τις αναστολές τους με τα παραδοσιακά Δυτικά κριτήρια ή τουλάχιστον δεν τις σταθμίζουν αποκλειστικά και μόνον με αυτά. Οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται ή αντίστοιχα δεν λαμβάνονται, ανάλογα με το εάν και κατά πόσον συμβάλουν στην προώθηση των ευρύτερων στρατηγικών της επιλογών. Ο σκεπτικισμός για το εάν θα επιχειρηθεί ή όχι και νέα Τουρκική εισβολή στο Συριακό έδαφος, προφανώς ΔΕΝ εξαρτάται από τον φόβο της Τουρκικής πολιτικής ηγεσίας για το εάν θα τους μαλώσουν οι Ρώσοι ή οι Αμερικανοί, αλλά κυρίως από την προοπτική που επιδιώκει να δώσει στην στρατηγική της συνεργασία με το Ιράν, ακόμη και ως άλλοθι για την συστηματική προβολή ισχύος στα νερά του Αιγαίου και της ΝΑ Μεσογείου.
Τέταρτον: Η κυρίαρχη Τουρκική στρατηγική και η τακτική που επιστρατεύεται για να την υπηρετήσει, συνιστούν μια ενιαία και αδιαίρετη διαχείριση ΚΑΙ στο πεδίο αλλά ΚΑΙ στο επίπεδο των διπλωματικοπολιτικών χειρισμών. Η Ελλάδα επιμένει να μεμψιμοιρεί και να απομειώνει αυθαίρετα την σημασία της περαιτέρω κλιμάκωσης. Πρόκειται για μια αδιέξοδη τακτική αγοράς πολιτικού χρόνου από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, που δεν αποφέρει κέρδη αντίθετα οι απώλειες που καταγράφονται είναι διαρκείς και υπολογίσιμες.
Πέμπτον: Οι απώλειες αυτές, δεν μπορεί και δεν θα πρέπει να προσμετρώνται με βάση την διαχείριση των εκλογικών αναγκών, αλλά με κριτήριο το εύρος της αρνητικής γεωπολιτικής αποταμίευσης που δημιουργούν στο βάθος του χρόνου. Είναι καιρός λοιπόν να σταθμίσουμε όλα όσα έχουν χαθεί ΚΑΙ στο πεδίο αλλά ΚΑΙ στο επίπεδο των ευκαιριών, όλα αυτά τα χρόνια που περιμένουμε και ομφαλοσκοπούμε αυτοσχεδιάζοντας.
Έκτον: Η Ελλάδα αλλά και η Κύπρος θα εκβιαστούν – πρώτα απ’ όλα από τους ίδιους τους τους «συμμάχους» – όσο συντηρείται αυτή η νοσηρή κουλτούρα αποδοχής της Τουρκικής ρητορικής που αμφισβητεί ευθέως στάτους, κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα.
Η Ελληνική πολιτική τάξη οφείλει να κατανοήσει πως οι ισχυροί μας «σύμμαχοι» δεν διακινδυνεύουν να απωλέσουν χώρο γεωπολιτικού ελέγχου, αν επιβληθούν μεταβολές στο γεωπολιτικό υποθηκοφυλακείο. Η Ελλάδα και η Κύπρος όμως κινδυνεύουν να απωλέσουν εδάφη και αξιοπρέπεια όσο δεν αποτολμούν τα αυτονόητα… Όσο δεν επιδιώκουν με κάθε τρόπο την ουσιαστική τροποποίηση της ατζέντας.
Ήδη ο ΟΗΕ δια χειλέων του κ. Γκουτιέρες, έσπευσε να διαγράψει και τυπικά από το διπλωματικό λεξιλόγιο της αποφάσεις και τα ψηφίσματά του, και μιλά απλώς για διμερή συνεννόηση που θα δώσει λύση στην εκκρεμότητα του Κυπριακού. Και αυτό συνιστά μια θεαματική αλλαγή σε βάρος του Ελληνισμού, η οποία συντελείται την στιγμή που η Τουρκία πέταξε στο καλάθι των αχρήστων τα σχετικά ψηφίσματα και κλιμακώνει την επιβολή νέων τετελεσμένων στην Αμμόχωστο.
Ας μην βαυκαλιζόμαστε λοιπόν στοιχηματίζοντας για το εάν η Τουρκία θα επιχειρήσει ή δεν θα επιχειρήσει προσάρτηση των κατεχομένων. Δεν έχει λόγο να το κάνει γιατί απλούστατα δεν την εξυπηρετεί. Αντιθέτως έχει κάθε λόγο να διεμβολίζει την δημόσια συζήτηση – ΚΑΙ στην χώρα μας – με αυτό το ενδεχόμενο. Όπως είχε κάθε λόγο να κάνει τους πάντες να πιστέψουν πως θα έθετε στην Σύνοδο Κορυφής της Μαδρίτης το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των Ελληνικών νησιών, προκειμένου να εκβιάσει έναν συμψηφισμό αφέλειας με την Ελληνική σιωπή για τις διαρκείς και κλιμακούμενες παραβιάσεις.
Είναι τραγικός ο τρόπος με τον οποίο αναζητούμε σ αυτήν την χώρα την Τουρκική πεπονόφλουδα για να την πατήσουμε, κάνοντας τους Τούρκους επιτελείς να ξεκαρδίζονται με την αφελή απλοϊκότητα που μας δέρνει.
Στην δημόσια συζήτηση όμως έμεινε ΚΑΙ η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών… ΚΑΙ η αλλαγή του καθεστώτος κυριαρχίας… ΚΑΙ η προσάρτηση των Κατεχομένων…
Αλλά φυσικά σε αυτήν την δημόσια συζήτηση ΔΕΝ έμεινε ΟΥΤΕ η ανακατάληψη ιστορικά Ελληνικών εδαφών… ΟΥΤΕ η απελευθέρωση των Κατεχομένων… ΟΥΤΕ η ντε φάκτο εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου στο Ελληνικότατο Αιγαίο και στην ΝΑ Μεσόγειο… γιατί απλούστατα ΟΥΔΕΙΣ έθεσε αυτά τα ζητήματα στην Δημόσια συζήτηση ΟΥΤΕ μέσα στην χώρα… ΟΥΤΕ βεβαίως στα Διεθνή φόρα ως είχε την υποχρέωση.
Ας πούμε λοιπόν τα πράγματα με το όνομά τους…
Την Τουρκία ΔΕΝ την αντιμετωπίζεις αγνοώντας την αναθεωρητική ατζέντα της υποκρινόμενος πως δεν την ακούς ή συμπεριφερόμενος ωσάν να μην υπάρχει, διότι ΚΑΙ υπάρχει ΚΑΙ αργά η γρήγορα θα αποτελέσει κίνητρο για τις πιέσεις των ισχυρών σε βάρος της χώρας μας προκειμένου να παραιτηθεί αυτοβούλως από τα θεμελιωμένα Δικαιώματά της.
Την Τουρκία την αντιμετωπίζεις ΜΟΝΟΝ εάν ακυρώσεις την δυνατότητά της να αναδεικνύει αυτήν την απαράδεκτη ατζέντα και ο μοναδικός τρόπος, είναι η κλιμάκωση της Ελληνικής «επιθετικής» ρητορικής και η προβολή της Εθνικής ατζέντας με περιεχόμενο την ανάγκη προάσπισης των Εθνικών Δικαίων, χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς, τόσο στο πεδίο όσο και με σειρά στοχευμένων διπλωματικοπολιτικών παρεμβάσεων.