Η διεθνοποίηση της οικονομίας και η διάχυση της κρατικής εξουσίας που έχει συντελεστεί με το νέο παραγωγικό μοντέλο, έχει καταστήσει δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ των πολιτικών
Κάθε αλλαγή πολιτικής ιστορικής κλίμακας, όπως η παραγωγική αναδιάρθρωση που εξελίσσεται σήμερα διεθνώς, στο πλαίσιο της μετάβασης από τη βιομηχανική στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία, επανακαθορίζει τη δομή του διεθνούς οικονομικού συστήματος και την αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος ασφαλείας. Ειδικότερα, η υιοθέτηση ομοιόμορφων πολιτικών ανάπτυξης σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ οδηγεί τις οικονομίες τους σε δομικούς μετασχηματισμούς και εισάγει νέα κριτήρια ιεράρχησης της ανταγωνιστικής θέσης και της ισχύος τους στη διεθνή οικονομία. Παράλληλα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νέας παραγωγικής διάρθρωσης επηρεάζουν τη σημασία των συγκριτικών πλεονεκτημάτων τους, και επιδρούν στη σημασία της γεωπολιτικής θέσης τους στα περιφερειακά και στο διεθνές σύστημα ασφαλείας.
Εντούτοις, η πορεία της μετάβασης προς ένα νέο διεθνές σύστημα, όπως υποδηλώνουν οι ανησυχητικές εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις, δεν έχει ακόμη προσεγγίσει ένα νέο ισοζύγιο που εξασφαλίζει βιώσιμη ανάπτυξη και εγγυάται την ειρήνη. Η εκδήλωση περιφερειακών πολέμων στην Ευρώπη και στη Μ. Ανατολή που απειλούν να γίνουν παγκόσμιοι, αλλά και πολλαπλών κρίσεων στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, που πλήττουν την κοινωνική συνοχή και το κράτος Δικαίου, πιστοποιούν ότι η μετάβαση στο νέο παραγωγικό μοντέλο, έχει μέχρι τώρα σοβαρές αποσταθεροποιητικές συνέπειες τόσο στο εσωτερικό των κοινωνιών όσο και στις γεωπολιτικές ισορροπίες. Η διεθνοποίηση της οικονομίας και η διάχυση της κρατικής εξουσίας που έχει συντελεστεί με το νέο παραγωγικό μοντέλο, έχει καταστήσει δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ των πολιτικών που εκπορεύονται από υπερεθνικά κέντρα αποφάσεων και αυτών που υπηρετούν εθνικά συμφέροντα, έχοντας συσκοτίσει τα πεδία άσκησης της εθνικής κυριαρχίας. Η διαπίστωση αυτή, σε συνδυασμό με τη δυσκολία προσπέλασης των οικουμενικών στοχεύσεων των υπερεθνικών πολιτικών της μετάβασης, ως προς το πολιτικό τους πρόσημο – υπηρετούν την πρόοδο για μια ελίτ ή την πρόοδο ως κοινό αγαθό, έχει συσκοτίσει τα πολιτικά αίτια που γεννούν τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα, που έχει πληγεί από την κρίση χρέους και την επιβολή μνημονίων, με συνέπεια την απώλεια του ενός τετάρτου του βιοτικού της επιπέδου, που χαρακτηρίζεται από την κρίσιμη γεωγραφικά θέση της στις εν εξελίξει γεωπολιτικές ανακατατάξεις, με αποτέλεσμα την εκδήλωση απειλών στην εθνική της κυριαρχία, αλλά και από μια μακριά παράδοση εξάρτησης, όπως αποτυπώνεται στο στρεβλό παραγωγικό της μοντέλο και στην πολιτική της υποτέλειας στις συμμαχίες και στα διεθνή fora όπου μετέχει.
Γιατί όμως και πως οι απειλές και οι κίνδυνοι που εκδηλώνονται σήμερα για την ειρήνη και τη βιώσιμη ανάπτυξη, εκπορεύονται από την πολιτική ατζέντα της μετάβασης; Ποιες μείζονες αλλαγές που οδηγούν σε ανισορροπίες, και εμφανίζονται υπό τη μορφή κρίσεων, εισάγει το νέο παραγωγικό μοντέλο;
Η αρχιτεκτονική του, αναλύεται ειδικότερα σε δύο μέρη: στο πρώτο (το παρόν άρθρο), αναφορικά με τη σύνδεση των υπερεθνικών στοχεύσεων με τις εθνικές προτεραιότητες. Στο δεύτερο (επόμενο άρθρο) αναφορικά με το είδος της ανάπτυξης που υπηρετούν οι υπερεθνικές πολιτικές και με τη σχέση τους με τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Ο σχεδιασμός του νέου παραγωγικού μοντέλου
Το νέο παραγωγικό μοντέλο στηρίζεται στη γνώση και είναι καρπός της 4ης Βιομηχανικής επανάστασης. Εδραιώνεται με ένα νέο σύνολο νεοφιλελεύθερων πολιτικών ανάπτυξης που εμπνέονται από τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ, Υπουργείο Οικονομικών ΗΠΑ), προωθούνται και από τους άλλους υπερεθνικούς Οργανισμούς (ΟΟΣΑ, ΠΟΕ, Ε.Ε.), και η αξίωση ισχύος τους εκτείνεται σε όλο τον πλανήτη αλλά και στις μη οικονομικές σφαίρες.
Οι τεχνολογικές επαναστάσεις, με τις καινοτομίες που εισάγουν ανάλογα με τον προσανατολισμό τους, επανακαθορίζουν πάντα με ένα θεμελιώδη τρόπο, το ρόλο και τη σημασία των παραγωγικών δυνάμεων – κεφαλαίου, εργασίας, φυσικών πόρων, τεχνολογίας – στην παραγωγική διαδικασία. Ανοίγοντας νέες δυνατότητες για την αποδοτική αξιοποίησή τους στην οικονομία, επιτρέπουν την εμφάνιση ενός νέου τρόπου παραγωγής. Το νέο παραγωγικό μοντέλο, εν προκειμένω, όπως έχει σχεδιαστεί, αποσκοπεί στην αύξηση της παραγωγικότητας με την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης αποκλειστικά μέσω μιας νέας δέσμης ψηφιακών τεχνολογιών (βελτίωσης της αποδοτικότητας των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων, τεχνητής νοημοσύνης). Οι νέες τεχνολογίες ως ο νέος πυλώνας της ανάπτυξης, αφενός, απαιτούν πολύ περισσότερα κεφάλαια για τη δημιουργία τους και πολύ λιγότερη εργασία για την παραγωγική αξιοποίησή τους, σε σχέση με τις βιομηχανικές. Αφετέρου, επιτρέπουν την απεξάρτηση από τους μη ανανεώσιμους φυσικούς πόρους και την υποκατάστασή τους από ανανεώσιμους φυσικούς πόρους. Με τον τρόπο αυτό το νέο μοντέλο επιχειρεί να αλλάξει ριζικά τις υφιστάμενες ισορροπίες ισχύος στην οικονομία μεταξύ κεφαλαίου – εργασίας και τεχνολογίας – φυσικών πόρων, υπέρ των πρώτων.
Η ανατροπή είναι τόσο μεγάλη ώστε η εν εξελίξει μετάβαση να συνδέεται ήδη με την εκδήλωση πολλαπλών κρίσεων: οικονομικής (χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού χρέους, υψηλού πληθωρισμού και ανεργίας), κοινωνικής (εκρηκτική διεύρυνση των ανισοτήτων και κατάπτωση της μεσαίας τάξης), ενεργειακής (ενεργειακή φτώχια), θεσμικής (καχεκτική δημοκρατία και ισχνό κράτος δικαίου) και γεωπολιτικής (περιφερειακοί πόλεμοι που κινδυνεύουν να επεκταθούν παγκόσμια). Στον πυρήνα των αιτίων που παράγουν αυτές τις κρίσεις βρίσκεται η τεράστια όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ παγκοσμιοποιημένων αγορών – εθνικών κρατών (δημοκρατικών κοινωνιών) και μεταξύ Βορρά – Νότου (αναπτυγμένων – αναπτυσσόμενων χωρών), ως αποτέλεσμα της θεαματικής αναβάθμισης της ισχύος των πρώτων έναντι των δεύτερων που επιχειρείται με τους οικονομικούς, πολιτικούς και γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς που επιβάλλει η μετάβαση στο νέο παράδειγμα ανάπτυξης.
Οι υπερεθνικές στοχεύσεις και η εθνική διάσταση στην πολιτική ατζέντα της μετάβασης
Σύμφωνα με το σχεδιασμό του νέου παραδείγματος, η ανάπτυξη εξαρτάται τώρα πολύ περισσότερο από το κεφάλαιο και πολύ λιγότερο από την εργασία. Τούτο γιατί αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την αέναη παραγωγή και υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών. Επιπρόσθετα, εξαρτάται από τον επιταχυνόμενο ρυθμό της τεχνολογικής αλλαγής που απαιτείται για την έγκαιρη αντιμετώπιση της διαρκώς εξελισσόμενης κλιματικής κρίσης (ο οποίος δεν επιδέχεται ρύθμιση). Έτσι οι υπερεθνικές (νεοφιλελεύθερες) δυνάμεις της αυτορρύθμισης της αγοράς καθίστανται πλέον οι κύριες δυνάμεις της ανάπτυξης. Σε αντιδιαστολή, οι δυνάμεις της (εθνικής) κρατικής (κεϋνσιανής) ρύθμισης χάνουν την παρεμβατική τους δυνατότητα. Τούτο καταδείχθηκε σαφώς με τις εκάστοτε κυβερνήσεις της σοσιαλδημοκρατίας ή της Αριστεράς (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ) οι οποίες υποχρεώθηκαν να ασκήσουν πολιτικές αυτορρύθμισης, με αποτέλεσμα να απωλέσουν τον διακριτό ιστορικό τους ρόλο στην ανάπτυξη. Καταλύεται έτσι σε εθνική κλίμακα κάθε δυνατότητα ουσιαστικής αντιπολίτευσης, ενώ οι δυνάμεις που αποσκοπούν στη ρύθμιση του νέου παραγωγικού μοντέλου και αποβλέπουν στην περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιμότητα της ανάπτυξης, θεωρούνται αντισυστημικές!
Έτσι ο άξονας του πολιτικού παιγνιδιού μετατοπίζεται, αφενός σε κάθε χώρα, από το μεταπολεμικό πολιτικό δίπολο ρύθμιση – αυτορρύθμιση στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής της αυτορρύθμισης και για αυτήν ερίζουν πλέον οι πολιτικές δυνάμεις, ενώ εκλείπει η δυνατότητα εκδήλωσης οποιασδήποτε εναλλακτικής πολιτικής για την ανάπτυξη. Πρόκειται δηλαδή για έναν αγώνα για την πολιτική εξουσία χωρίς ουσιαστικό εναλλακτικό πολιτικό περιεχόμενο. Αφετέρου, ο απώτατος προσανατολισμός των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων της αυτορρύθμισης της αγοράς, με βάση το πρόταγμά τους της μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας και της ανεξαρτησίας από τις πολιτικές αποφάσεις, είναι μια υπερεθνική δομή διακυβέρνησης που θα εξασφαλίζει την αυτορρυθμιζόμενη λειτουργία των αγορών σε παγκόσμια κλίμακα. Το επίπεδο της ρυθμιστικής εξουσίας που είναι δυνατό να θεσμοθετηθεί σε μια τέτοια κλίμακα, είναι μηδαμινό έως ελάχιστο, γιατί μια τέτοια δομή εξουσίας δεν θα διέθετε δημοκρατική νομιμοποίηση και η αντιπροσωπευτικότητά της θα εξαντλούνταν στον υφιστάμενο ηγεμονικό συσχετισμό μεταξύ αναπτυγμένων – αναπτυσσόμενων χωρών. Όπως έχει τεκμηριώσει εμφατικά ο Γερμανός φιλόσοφος Jurgen Habermas, μια πολιτική ρυθμιστική υπερεθνική δομή δεν είναι εφικτή χωρίς τη διαμεσολάβηση μακροπρόθεσμων κοινωνικών και πολιτιστικών διεργασιών σύγκλισης ανάμεσα στα κράτη, που προϋποθέτουν άλλες πολιτικές από αυτές της μετάβασης. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, και καθώς οι πρόνοιες της δημοκρατίας και οι εγγυήσεις του κράτους Δικαίου είναι κατακτήσεις των λαών σε εθνική κλίμακα, η σύσταση μιας πολιτικής ρυθμιστικής υπερεθνικής δομής συνιστά κατάφωρη παραβίαση των αρχών της δημοκρατικής λειτουργίας και της εθνικής κυριαρχίας. Πόσο μάλλον η προσπάθεια επιβολής στα κράτη υπερεθνικών πολιτικών χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση σε επιμέρους τομείς της δημόσιας πολιτικής (όπως π.χ. στην υγεία από τον ΠΟΥ).
Β’ ΜΕΡΟΣ
Η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, η βιώσιμη ανάπτυξη και η Εθνική κυριαρχία
Η ανάπτυξη και οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στο πλαίσιο της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης
Σε προηγούμενο άρθρο εξετάστηκε η αρχιτεκτονική του νέου παραγωγικού μοντέλου της ψηφιακής και πράσινης οικονομίας αναφορικά με τη σύνδεση των υπερεθνικών στοχεύσεων με τις εθνικές προτεραιότητες.
Η ανάπτυξη και οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στο πλαίσιο της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης
Η ψηφιακή και πράσινη οικονομία, λόγω της τεχνογνωσίας και του μεγάλου μεγέθους των κεφαλαίων και που απαιτούνται για τις επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας και των υφιστάμενων μονοπωλιακών νομικών ρυθμίσεων για τη διάχυση της γνώσης, εμφανίζεται μέχρι σήμερα διεθνώς σε κάθε κλάδο, ως ένας περιθωριακός θύλακας πρωτοπορίας στις παρυφές της συμβατικής (βιομηχανικής) οικονομίας ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων και των εργαζομένων παραμένει αποκλεισμένη από τη συμμετοχή στο γίγνεσθαι και τους καρπούς της.
Η καθήλωση της νέας οικονομίας σε απομονωμένους εσωστρεφείς θύλακες των τοπικών οικονομιών, υπό τον έλεγχο επιχειρηματικών, τεχνολογικών και χρηματοπιστωτικών ελίτ (λίγων μεγάλων παγκόσμιων επιχειρήσεων και μερικών start ups στην περιφέρειά τους) θεωρείται πηγή της οικονομικής στασιμότητας και της επιδείνωσης της οικονομικής ανισότητας στις ΗΠΑ και στις χώρες του ΟΟΣΑ, με πιο εξέχον παράδειγμα την συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Επιπρόσθετα η συσσώρευση τεράστιων τεχνολογικών δυνατοτήτων και μέσων της βιομηχανίας του θεάματος και της ενημέρωσης στα χέρια αυτής της υπερεθνικής ελίτ, έχει επιτρέψει τη χειραγώγηση της δημόσιας σφαίρας και έχει θέσει σε κίνδυνο τη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Οι ελίτ αυτές (big tech, big pharma κλπ) είναι σήμερα περισσότερο διασυνδεδεμένες υπερεθνικά μεταξύ τους, παρά με τις τοπικές οικονομίες στις οποίες δραστηριοποιούνται. Με την απεριόριστη πρόσβαση που εξασφαλίζουν στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου αλλά και με τον έλεγχο που ασκούν σε κρίσιμους κρατικούς θεσμούς, Οργανισμούς και πολιτικές, συνιστούν σήμερα μια αφανή εξουσία σε υπερεθνικό επίπεδο.
Από γεωπολιτική άποψη, η νέα ιεράρχηση της σημασίας των παραγωγικών δυνάμεων όπως αποτυπώνεται στο νέο παραγωγικό μοντέλο, αλλάζει τη σημασία των γεωγραφικών παραγόντων και τη φύση των στρατηγικών συμφερόντων των χωρών που απορρέουν από αυτούς, σε σχέση με τη μεταπολεμική συγκυρία. Η υποβάθμιση της οικονομικής σημασίας των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πόρων μιας χώρας, όπως π.χ. το απόθεμά της σε μη ανανεώσιμους φυσικούς πόρους, έναντι της τεχνολογίας και η αντίστοιχη υποβάθμιση της εργασίας π.χ. το απόθεμά της σε φτηνή εργασία, έναντι του κεφαλαίου, δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων στις οποίες στηρίζονταν το συγκριτικό οικονομικό πλεονέκτημα των αναπτυσσόμενων χωρών, πλήττει την ανταγωνιστική τους θέση στη διεθνή οικονομία και τις υποβαθμίζει έναντι των αναπτυγμένων. Ιδιαίτερα η πολιτική της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά και το γεγονός ότι η νέα οικονομία απαιτεί περισσότερη ενέργεια από τη βιομηχανική, καθιστά την ενέργεια σπάνιο παραγωγικό πόρο, όπως εύγλωττα υποδηλώνει η έκρηξη των τιμών στις διεθνείς ενεργειακές αγορές.
Με την έννοια αυτή η παραγωγή και η εξόρυξη ενέργειας που θεωρείται πράσινη (κατά την Ε.Ε. και η πυρηνική και το φυσικό αέριο) αλλά και ο έλεγχος της διέλευσής της από αγωγούς μέσω των χωρών, αποκτά μια αναβαθμισμένη σημασία για την ενεργειακή τους ασφάλεια και είναι κρίσιμη για τη θέση τους στο υπό διαμόρφωση νέο διεθνές οικονομικό σύστημα. Συνεπώς, οι παρατηρούμενες σήμερα διεθνώς τάσεις αναθεωρητισμού των μεταπολεμικών συνθηκών και συνόρων έχουν κατά κύριο λόγο ως υπόβαθρο τις γεωγραφικές συνέπειες που επιφέρει η ριζοσπαστική ενεργειακή αναδιάταξη σε παγκόσμια κλίμακα, που υπαγορεύει το νέο παραγωγικό μοντέλο. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να αναζητηθεί η θεμελιώδης αιτία των υπό εξέλιξη περιφερειακών πολέμων και κυρίως της σύγκρουσης Ρωσίας – Δύσης, και ειδικότερα στη διαφοροποίηση των στρατηγικών συμφερόντων των δύο πλευρών: στην πρώτη επιβάλλει τον αναθεωρητισμό της (όπως και στην περίπτωση της Τουρκίας) και στη δεύτερη τη στρατιωτική ακόμη και γεωγραφική αναζωογόνηση του ΝΑΤΟ.
Τι να κάνουμε: Υπάρχει ενναλακτική πολιτική;
Ανάμεσα στις σειρήνες του μεταεθνικού αστερισμού και στις κραυγές της εθνικιστικής υστερίας ο Οδυσσέας κλονίζεται, αλλά δεν χάνει την εμπιστοσύνη του στην πρόοδο, ως κοινό (κοινωνικό) αγαθό που συμβαδίζει με τη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Τι σημαίνει αυτό το πρόταγμα για την επιδίωξη της ειρήνης και της βιώσιμης ανάπτυξης σήμερα;
Όπως έχει γίνει σαφές, η εισαγωγή και η κυριαρχία μιας υπερεθνικής διάστασης στην ανάπτυξη, όπως αποτυπώνεται στο νέο παραγωγικό μοντέλο, δεν υπαγορεύεται από μια διεθνιστική, περιβαλλοντικά φιλική, προσέγγιση στο ζήτημα της παραγωγικότητας και της κλιματικής κρίσης, αλλά από τη συσσώρευση τεράστιου ιδιωτικού πλούτου και δύναμης στα χέρια μιας υπερεθνικής ελίτ, που δεν ελέγχεται από καμία δημοκρατική εξουσία, και την ανάγκη προβολής, στη βάση αυτή, μιας νέας στρατηγικής ηγεμονίας από τις ΗΠΑ.
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις στην πορεία της μετάβασης υποδηλώνουν ότι το νέο παραγωγικό μοντέλο εγείρει απειλές, τόσο στο πεδίο της ασφάλειας για την ειρήνη όσο και στο πεδίο της οικονομίας, για την περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιμότητα της ανάπτυξης. Απαιτείται επομένως η ρύθμισή του. Μια τέτοια ρύθμιση πρέπει να αφορά κυρίως την επιθετικότητα με την οποία έχει σχεδιαστεί να επιβληθεί η ηγεμονία του κεφαλαίου, μέσω της αποκλειστικής προσφυγής στην τεχνολογία για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, τόσο στις οικονομίες της Δύσης όσο και έναντι των χωρών του Νότου. Υπάρχουν και πολιτικές έντασης εργασίας που υπηρετούν άριστα τον ίδιο στόχο οι οποίες έχουν αγνοηθεί και μπορούν να αναχαιτίσουν τις υπό εξέλιξη κρίσεις. Επίσης υπάρχουν πολιτικές που διευκολύνουν τη μαζική πρόσβαση εργαζομένων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε επιχειρηματικά κεφάλαια για την παραγωγή καινοτομίας, αλλά και για την ευρεία διάχυση της γνώσης, που είναι εκτός των κυρίαρχων θεωρήσεων.
Από την άλλη η βίαιη μετάβαση στο νέο παραγωγικό μοντέλο, όπως υπογραμμίζεται από τις πολιτικές του μεγάλου μετασχηματισμού, του εναγκαλισμού του κράτους από τις μεγάλες επιχειρήσεις και την πτώση της μεσαίας τάξης, οδηγεί σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τις δυνάμεις της εργασίας και με τις παλιές βιομηχανικές οικονομικές δυνάμεις όπως π.χ. τις εταιρίες πετρελαίου, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις ΗΠΑ. Η σύγκρουση Τράμπ-Μπάιντεν που μαίνεται στα όρια του εμφυλίου πολέμου, αντανακλά τη σύγκρουση μεταξύ των μέχρι σήμερα χαμένων και των κερδισμένων της μετάβασης, των παλιών και των νέων παραγωγικών δυνάμεων και σηματοδοτεί ένα αδιέξοδο στο εσωτερικό των ΗΠΑ που δεν θα ξεπεραστεί ανεξάρτητα από την έκβαση της εκλογικής μάχης. Ακόμη και αν η ηγεμονική αναβάθμιση του ρόλου του κεφαλαίου, όπως επιχειρείται με το νέο παραγωγικό μοντέλο, υπηρετεί την ανάγκη άσκησης της ηγεμονίας των ΗΠΑ έναντι των ανταγωνιστών της στο Νότο στις σύγχρονες συνθήκες, οι εξελίξεις υποδηλώνουν, με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, ότι η στρατηγική αυτή, με τις εντάσεις και τον ανταγωνισμό που εισάγει, δεν φαίνεται να στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα. Το αδιέξοδο αυτό φαίνεται να το αντιλαμβάνεται ο τρίτος υποψήφιος Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Robert Kennedy Jr, ο οποίος προτείνει ως διέξοδο μια ατζέντα ρύθμισης του νέου παραγωγικού μοντέλου, που συμπεριλαμβάνει, την εγκατάλειψη των πολέμων, την ανόρθωση της μεσαίας τάξης, την αντιμετώπιση της διαφθοράς των κρατικών οργανισμών από τις μεγάλες επιχειρήσεις, την κατάργηση του κράτους Επιτήρησης, την αποκατάσταση της ελευθερίας του λόγου κλπ.
Στο σημείο καμπής στο οποίο φαίνεται να βρίσκεται σήμερα η μετάβαση στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία κάθε άλλο παρά πρέπει να αποκλείεται η περαιτέρω ενίσχυση των κινδύνων που εγείρονται για την ειρήνη και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Για την Ελλάδα η διαπίστωση αυτή, επιτάσσει ως πρώτη προτεραιότητα την άσκηση πολιτικών θωράκισης της κυριαρχίας, των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, και της οικονομίας της, έστω στο πλαίσιο των υπερεθνικών της δεσμεύσεων αλλά με έλεγχο των ανισορροπιών και στρεβλώσεων που εισάγει το νέο παραγωγικό μοντέλο – εμμονή στο κράτος δικαίου και στην κοινωνική συνοχή, αλλά και την ενεργή συμβολή της στις διεθνείς διεργασίες για τη ρύθμιση του νέου παραγωγικού μοντέλου.