Μία από τις πιο σοκαριστηκές ληστείες και ομηρίες στη σύγχρονη ελληνική ιστορία
Στις 9 Απριλίου 1870, λήγει με τον πιο τραγικό και αιματηρό τρόπο μία από τις πιο αξιομνημόνευτες ληστείες που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα.
Πρόκειται για τη Σφαγή στο Δήλεσι, όπως έμεινε στην ιστορία η απαγωγή και εν τέλει δολοφονία βρετανών και ιταλών περιηγητών στο Πικέρμι, από τη διαβόητη συμμορία των αδελφών Αρβανιτάκη.
Οι εκδρομείς
Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Ρούσσος στο «ΒΗΜΑ» της 16ης Απριλίου 1958 «επτά Άγγλοι και δύο Ιταλοί ήσαν οι αιχμαλωτισθέντες από την ληστοσυμμορίαν των Αρβανιτάκηδων. Και όλοι σχεδόν επιφανείς:
»Ο Γραμματεύς της αγγλικής πρεσβείας Έρμπερτ, ο λόρδος Μονκάστερ, η λαίδη Μονκάστερ, ο γυιός της λαίδης Γκρέϋ, Βίννερ, ο εξέχων δικηγόρος του Λονδίνου Λόϋδ, η κυρία Λόϋδ, το κοριτσάκι τους, πέντε ετών, ο Γραμματεύς της Ιταλικής πρεσβείας Βόϋλ, ένας υπηρέτης της Ιταλικής πρεσβείας και τέλος ένας Έλλην ξεναγός και διερμηνεύς Ανεμογιάννης.
»Ο όμιλος αυτός είχε εκδράμει με δύο αμάξια στο ιστορικόν πεδίον όπου έγινε η μάχη του Μαραθώνος. Τέσσερις έφιπποι χωροφύλακες – συνώδευαν τους επιφανείς ξένους.
(…)
»Το κράτος, κάνοντας τουριστική πολιτική, όπως θα λέγαμε σήμερα, ανελάμβανε επισήμως να φρουρή τους ξένους περιηγητάς που ήθελαν να επισκεφθούν τις αρχαιότητές μας, αντί να τους αφήνη να ταξιδεύουν μάλλον υπ’ ευθύνη των, εφ’ όσον μπορούσαν οι λησταί να κυκλοφορούν τόσο ανεμπόδιστοι, ακόμα και στην Αττική».
H ενέδρα
Όπως αναφέρει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 16ης Απριλίου 1958 στις 27 Μαρτίου 1870, «οι ξένοι έφθασαν στον Μαραθώνα χωρίς να τους πειράξη κανείς. Διότι, όπως ελέχθη τότε, οι εν Αθήναις πληροφοριοδόται των ληστών δεν είχαν προφθάσει να ειδοποιήσουν τους Αρβανιτάκηδες ότι η συνοδεία απετελείτο μόνο από τέσσερις χωροφύλακες.
»Λίγο μετά το μεσημέρι οι περιηγηταί ξεκίνησαν, επιστρέφοντες. Στις 4.30 μ.μ. τα δύο αμάξια τους βρίσκονταν στο Πικέρμι, στο παλαιό κτήμα του Γεωργίου Σκουζέ στο περιβόητο “Γεφύρι των Λόρδων”, όπως απεκλήθη έκτοτε.
»Στο γεφύρι αυτό θα γινόταν η καθιερωμένη “αλλαγή των ίππων των αμαξών”. Αλλά μόλις τα αμάξια μπήκαν στο γεφύρι “αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί ερρίφθησαν από τους παρακείμενους θάμνους.
»Οι δύο εκ των τεσσάρων χωροφυλάκων έπεσαν αυθωρεί εκ των ίππων βαρέος πληγωμένοι. Οι έτεροι δύο, απολέσαντες το ηθικόν των, συνελήφθησαν υπό των ληστών οίτινες είχον αστραπιαίως εισορμήσει εκ διαφόρων διευθύνσεων”.
Οι όροι των ληστών
»Ο Τάκος Αρβανιτάκης άφησε ελεύθερες την λαίδη Μονκάστερ, την κυρία Λόυδ και το κοριτσάκι της, όχι βέβαια από ευσπλαχνία, αλλά επειδή εκείνοι που τον ενδιέφεραν κυρίως ήσαν οι δύο Γραμματείς των Πρεσβειών Αγγλίας και Ιταλίας.
»Εχρησιμοποίησε άλλωστε τις δυό κυρίες ως «διαγγελείς» του. Σ’ αυτές ενεπιστεύθη το έγγραφον μήνυμα που έστειλε προς τους πρεσβευτάς Αγγλίας και Ιταλίας (…) και ένα άλλο εξ’ ίσου θρασύ γράμμα προς την κυβέρνησι, “προσωπικώς”.
»Φυσικά, δεν ξέχασαν να τρομοκρατήσουν τις δύο κυρίες, ότι εάν δεν εγίνοντο δεκτοί οι όροι των, οι άνδρες των θα εσφάζοντο. Έπειτα η συμμορία “ετράπη προς τα γύρω όρη”.
Ήσαν 21 τον αριθμόν (σ.σ. υπάρχουν και αναφορές για 28 ληστές) , εξ’ ων οι πλείστοι άνδρες νέοι και ως αθληταί ρωμαλέοι. Εφόρουν αλβανικήν στολήν και ήσαν ωπλισμένοι διά πολυκρότων και πυροβόλων όπλων”.
»Όπως γράφει η δημοσιευθείσα τότε έκθεσις του πρεσβευτού της Αγγλίας Έρσκιν, (…) “Οι λησταί ήσαν καθ’ υπερβολήν εύθυμοι, χορεύοντες και γελώντες επί τη συλλήψει των λόρδων”».
H συμμορία
Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 15ης Απριλίου 1958 μεταφέροντας τη μαρτυρία του πρεσβευτή Τάκερμαν:
«Η συμμορία αυτή συνίστατο εξ 28 ληστών, καταγομένων σχεδόν απάντων εκ Τουρκίας (Βλάχων), λαλούντων την ελληνικήν και κατοικούντων εν Θεσσαλία (την υπόδουλον τότε εις τους Τούρκους).
»Οι αρχηγοί ήσαν δύο αδελφοί Τάκος και Χρήστος Αρβανιτάκαι. Εισήλθον ούτοι εν τη επαρχία Φθιώτιδος, εκ των τουρκικών συνόρων, περί τα μέσα του μηνός Ιανουαρίου, εφ’ ω μεγάλως εταράχθησαν οι κάτοικοι των Αθηνών.
»Η συμμορία μετ’ ολίγον ανεκαλύφθη και προσεβλήθη υπό μεταβατικού τινός αποσπάσματος Ελλήνων στρατιωτών, εν Λεβαδεία, πληγωσάντων και αιχμαλωτισάντων έναν των ληστών, των λοιπών διαφυγόντων.
»Μετά τριήμερον εσπευσμένην φυγήν εστάθησαν προς ανάπαυσιν εις θέσιν τινά καλουμένην Παραλίμνη, ένθα παρατηρήσαντες μακρόθεν έτερον στρατιωτικόν απόσπασμα έφυγον και πάλιν.
»Παρά τας Θήβας οι στρατιώται συνεπλάκησαν μετ’ αυτών και κατώρθωσαν να φονεύσωσι τρεις και να συλλάβωσιν ετέρους δύο πληγωμένους. Οι υπόλοιποι, είκοσι και εις, κατά πόδας κατεδιώκοντο από τόπου εις τόπον, πλην μοιραίως εύρον ασφαλές καταφύγιον επί των ορέων της Μεγαρίδος.
»Ουδέν είχε πλέον ακουσθή περί αυτών μέχρι του αρξαμένου Απριλίου, ότε αιφνιδίως ενεφανίσθησαν εις τα περίχωρα του Πικέρμι επί της εις Μαραθώνα αγούσης, διά να διαπράξουν την περί ης ο λόγος ληστείαν.
Τα αιτήματα
Όπως αναφέρει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 16ης Απριλίου 1958, τα νέα της απαγωγής ανάγκασαν τον πρωθυπουργό Θρασύβουλο Ζαΐμη και το βασιλικό ζεύγος Γεωργίου και Όλγας να επιστρέψουν από εκδρομή που πραγματοποιούσαν «ανά τας ελληνικούς νήσους».
Τι ζητούσαν όμως οι ληστές;
«Το τελεσίγραφο που είχε λάβει (σ.σ. το υπουργικό συμβούλιο) από τους ληστάς δεν μιλούσε μόνο για “ξαγορά 25.000 λιρών” αλλά επρόσθετε και ταύτα – γραμμένα με μολύβι σ’ ένα βρώμικο χαρτί: “Απαιτούμε απ’ την ελληνική Κυβέρνησι αμνηστία και να πάψη η εναντίον μας καταδίωξι, όχι μόνον εις Αττικήν, αλλά και εις όλες τις επαρχίες”.
Το δράμα γίνεται και πολιτικό
Ο πρωθυπουργός αρνήθηκε να κάνει δεκτούς τους όρους καθώς όπως σχολιάζει «ΤΟ ΒΗΜΑ», «πώς είναι δυνατόν να δώση αμνηστία αφού πρώτον το απαγορεύει ρητότατα το Σύνταγμα και δεύτερον μια τέτοια υποχώρηση θα αποτελέση τον μεγαλύτερο εξευτελισμό που υπέστη ποτέ το κράτος».
Στην εξίσωση όμως της διαχείρισης της υπόθεσης, λόγω της ιδιότητας των ομήρων, μπήκε και ο πρεσβευτής της Αγγλίας Έρσκιν «ο οποίος επίεζε να δοθή η αμνηστία».
»Ο Έρσκιν επίεζε σκληρά τον ταλαίπωρο πρωθυπουργό, ο Ζαΐμης έτρεμε να υποκύψη, ο λήσταρχος Αρβανιτάκης ζητούσε “να ψηφισθή…νέον σύνταγμα”».
Διαπραγματεύσεις
Όπως αναφέρει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 18ης Απριλίου 1958, «η αποστολή προς τους Αρβανιτάκηδες του αντισυνταγματάρχου Θεαγένους ως επισήμου εκπροσώπου του Κράτους, εξουσιοδοτημένου να διεξαγάγη διαπραγματεύσεις, υπήρξε το τελευταίον στάδιον του πολυημέρου παζαρέματος Ζαΐμη – ληστών – Έρσκιν.
»Η Κυβέρνησις, υπό το κράτος των πιέσεων και των απειλών του Άγγλου πρεσβευτού, είχε φθάσει εις αυτό το θλιβερόν κατάντημα: να διαπραγματεύεται περίπου επισήμως με τους κακούργους “ως ει απετέλουν κράτος εν κράτει”».
Τελικά ύστερα από αρκετές ημέρες και ενώ το θέμα είχε αναχθεί σε μέγα πολιτικό και διπλωματικό ζήτημα με παρασκηνιακές συζητήσεις αλλά και δημόσιες αντεγκλήσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, η υπόθεση θα οδηγηθεί σε αιματοκύλισμα.
« “Θέλουσα η κυβέρνησις εκείνη να λαμπρυνθή διά της διασώσεως των αιχμαλώτων και της καταστροφής των ληστών, παρέτεινε διά του αντισυνταγματάρχου Θεογένους τας διαπραγματεύσεις, κρυφίως δε επολιόρκει διά στρατιωτικών αποσπασμάτων τους ληστάς” που είχαν τώρα εγκατασταθή έξω από τον Ωρωπό και κυκλοφορούσαν σε όλη την εκεί γύρω περιοχή όχι μοναχά ανενόχλητοι αλλά και “συναδελφωμένοι” με τις τοπικές κοινοτικές αρχές και τους χωροφύλακες και στρατιώτες της περιοχής».
Η ελληνική κυβέρνηση και η βρεταννική διπλωματία είχαν την κοινή ελπίδα ότι όταν οι ληστές θα διαπίστωναν ότι είναι περικυκλωμένοι, θα δέχονταν να απελευθερώσουν τους ομήρους παίρνοντας τα λύτρα, αλλά όχι διαβεβαιώσεις περί αμνηστείας.
Δυστυχώς όμως, τα πράματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.
Αιματοκύλισμα
Οι ληστές ενημερώθηκαν για τις κινήσεις των αρχών και εξαγριωμένοι έφυγαν από τον Ωροπό, αλλάζοντας συνεχώς θέσεις.
«Έξω φρενών ο Αρβανιτάκης έστειλε τον πρόεδρο του χωριού Συκάμινον να πη στον αντισυνταγματάρχη Θεαγένη ότι αν δεν απομακρυνθούν αμέσως τα αποσπάσματα “θα σφάξη τους λόρδους”.
»Και συγχρόνως πρόσταξε την συμμορία του να ξεκινήση πάλι, αφού προηγουμένως πήρε μαζί του 13 χωρικούς, ως ομήρους, για να εμποδίζουν τους στρατιώτες να πυροβολούν εναντίον των.
»Δεν είχαν κάμει ούτε πεντακόσια μέτρα δρόμο όταν πρόβαλε αντίκρυ τους ένα απόσπασμα εφίππων στρατιωτών υπό τον ανθυπίλαρχον Μανούσον. Τότε ο Τάκος πρόσταξε τους ληστάς του:
– Μπρος, ορέ! Βαράτε!
»Έτσι ερρίφθησαν εκατέρωθεν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Η ολοκληρωτική σύγκρουσις ήταν πλέον αδύνατον να προληφθή διότι εν το μεταξύ κατέφθαναν και άλλα αποσπάσματα και τα πυρά εγίνοντο πυκνότερα.
“Εις μάτην ηκούοντο αι απέλπιδες κραυγαί των αιχμαλώτων οίτινες εξελιπάρουν να σταματήση η καταδίωξις. (…) Ευρίσκοντο ήδη μεταξύ δύο πυρών”.
»Άλλωστε δεν επέζησαν πολλήν ώραν. Ξαφνικά ο Τάκος Αρβανιτάκης έδωσε την μοιραία διαταγή του φόνου των. Τον γραμματέα της Αγγλικής πρεσβείας Έρμπερτ έσφαξε με τα ίδια του τα χέρια ο Χρήστος Αρβανιτάκης.
»Ο γραμματεύς της Ιταλικής πρεσβείας κόμης Μπόϋ εφονεύθη με τρεις σφαίρες εκ των όπισθεν. Τρίτος εφονεύθη ο δικηγόρος Λόυδ και τελευταίος ο γυιός της λαίδης Γκρέυ, Βίνερ.
»Οι αξιωματικοί που παρακαλοθούσαν απ’ αντίκρυ με τις διόπτρες αντελήφθησαν την σφαγήν των αιχμαλώτων και τότε διέταξαν γενικήν έφοδο.
»Επτά από τους ληστάς εφονεύθησαν, στην επακουλουθήσασα μάχη, μεταξύ αυτών δε και ο Χρήστος Αρβανιτάκης. Οι υπόλοιποι λησταί οδηγούμενοι από τον Τάκο κατώρθωσαν να διαφύγουν τον κλοιό και καταδιωκόμενοι επί δύο μήνες συνεχώς επέτυχαν να φθάσουν εις τα σύνορα και να εισέλθουν εις το “Τουρκικόν έδαφος”.
»Εκεί οι Τούρκοι αντί να τους συλλάβουν τούς άφησαν ανενόχλητους να ζήσουν σ’ ένα παραμεθόριο χωριό. Πέρασαν τρία ολόκληρα χρόνια για να εξοντωθή ο διαβόητος Τάκος.
»Όσο για τον φονευθέντα Χρήστο, το κεφάλι του μαζί με τα κεφάλια των άλλων έξη ληστών που σκοτώθηκαν στην μάχη του Δήλεσι “μετηνέχθησαν εις τας Αθήνας και εξετέθησαν επί πίνακι, εις το Πεδίον του Άρεως”, απ’ όπου περνούσαν επί ήμερες χιλιάδες λαού “δια να πτύη και να καταράται τους ειδεχθείς κακούργους”.
»Αυτό το φρικτό τέλος είχε η διαβόητη εκείνη ληστεία, η οποία όμως έγινε αφορμή όχι μονάχα μιάς πανευρωπαϊκής επιθέσεως κατά της Ελλάδος, αλλά και μιας εσωτερικής εκστρατείας κατά της ληστείας, που ωδήγησε γρήγορα στην πλήρη εξαφάνισί της».
Ληστές της συμμορίας Αρβανιτάκη οδηγούνται συλληφθέντες στην Αθήνα
Η Σφαγή στο Δήλεσι: Πώς η ομηρία ξένων περιηγητών οδηγήθηκε σε αιματοκύλισμα