Ἀπαλλάσσονται ὅλοι μέ βάση τό ἀμφιλεγόμενο πόρισμα τοῦ ἀντεισαγγελέως Ἀχιλλέως Ζήση, ὁ ὁποῖος ἀθώωσε τούς πάντες
Οὐδείς πολιτικός ἤ κρατικός παράγων θεωρεῖται ὑπεύθυνος γιά τήν πολύκροτη ὑπόθεση τῶν τηλεφωνικῶν ὑποκλοπῶν, ἡ ὁποία ὡς πρός αὐτούς τίθεται στό ἀρχεῖο μετά τό πόρισμα τοῦ ἀντεισαγγελέως τοῦ Ἀρείου Πάγου κ. Ἀχιλλέως Ζήση. Τόν ἁπλό πολίτη ἀπασχολεῖ πλέον τό σοβαρό ἐρώτημα τῶν λόγων γιά τούς ὁποίους εὑρέθησαν στό στόχαστρο τῶν ὑποκλοπῶν καί παρακολουθήσεων σημαντικοί πολιτικοί καί ὑπηρεσιακοί παράγοντες. Ἀπό τήν στιγμή κατά τήν ὁποία τό πόρισμα ἀπαλλάσσει τούς ἐμπλεκομένους κρατικούς λειτουργούς, ἐπί τῆς οὐσίας ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὅλοι οἱ παρακολουθούμενοι ἀποτελοῦσαν «νομίμους στόχους».
Ὑπενθυμίζεται ὅτι σέ αὐτούς περιλαμβάνονται ὁ ἀρχηγός τοῦ τρίτου σέ δύναμη κοινοβουλευτικοῦ κόμματος, ὑπουργοί, πολιτικοί καί ὑπηρεσιακοί παράγοντες, ὁ τότε Ἀρχηγός ΓΕΕΘΑ καί ὁ τότε Σύμβουλος Ἐθνικῆς Ἀσφαλείας. Πρόσωπα δηλαδή τά ὁποῖα, θεωρητικώς τουλάχιστον, θά ἔπρεπε νά θεωροῦνται ἀξιόπιστα καί νά ἀπολαύουν τῆς ἐμπιστοσύνης τῆς Κυβερνήσεως πού τά εἶχε τοποθετήσει σέ τομεῖς κρισίμους γιά τήν ἀσφάλεια τῆς χώρας. Γιά ὅλα αὐτά τά πρόσωπα, ἀρκετά ἐκ τῶν ὁποίων συνεχίζουν νά ἔχουν ρόλο στήν δημόσια ζωή, ἐπικρέμαται πλέον ἡ σκιά τοῦ γιατί, γιά ποιόν λόγο χαρακτηρίσθηκαν «νόμιμοι στόχοι» τῶν ὑποκλοπῶν.
Ἀπεναντίας δικαστική δίωξη θά ἀντιμετωπίσουν ἐκπρόσωποι καί ἰδιοκτῆτες ἰδιωτικῶν ἑταιρειῶν πού κατηγοροῦνται γιά παραβίαση τοῦ ἀπορρήτου τηλεφωνικῶν ἐπικοινωνιῶν. Ὁπότε προκύπτει τό ἐρώτημα, μέ τίς ἐντολές τίνος καί πρός ὄφελος ποίου οἱ ἰδιωτικές αὐτές ἑταιρεῖες διενήργησαν τίς ὑποκλοπές ἤ προμήθευσαν τό λογισμικό πού χρησιμοποιήθηκε γιά αὐτές; Συμφώνως πρός τό εἰσαγγελικό πόρισμα, ὑπάρχουν «ἐπαρκεῖς ἐνδείξεις» εἰς βάρος τῶν προσώπων αὐτῶν, προκειμένου νά ἀσκηθοῦν εἰς βάρος τους ποινικές διώξεις, πού πάντως θά εἶναι σέ βαθμό πλημμελήματος.
Ὅμως ἀντίστοιχες «ἐπαρκεῖς ἐνδείξεις» δέν βρῆκε ὁ εἰσαγγελεύς γιά κανένα πολιτικό πρόσωπο καί γιά κανέναν ὑπηρεσιακό παράγοντα.
Στήν σχετική ἀνακοίνωση τῆς Εἰσαγγελίας τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἀναφέρεται ὅτι τό πόρισμα εἶναι 300 σελίδων καί περιλαμβάνει «πλούσιο ἀποδεικτικό ὑλικό», ἀπό τό ὁποῖο «συνάγεται ἀναντίλεκτα ὅτι δέν ὑπῆρξε καμία ἀπολύτως ἐμπλοκή μέ τό κατασκοπευτικό λογισμικό Predator ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικῆς ὑπηρεσίας καί δή τῆς Ἐθνικῆς Ὑπηρεσίας Πληροφοριῶν (ΕΥΠ), τῆς Ἀντιτρομοκρατικῆς (ΔΑΕΕΒ) καί γενικότερα τῆς ΕΛΑΣ (Ὑπουργεῖο Προστασίας τοῦ Πολίτη) ἤ ὁποιουδήποτε κρατικοῦ λειτουργοῦ».
Περαιτέρω στήν ἀνακοίνωση ἀναφέρεται: «Ὡς πρός δέ τίς διατάξεις περί ἄρσης ἀπορρήτου τῶν ἐπικοινωνιῶν, πού ἐκδόθηκαν ἀπό τήν τότε εἰσαγγελέα τῆς ΕΥΠ καί ἀφοροῦν τά ἔτη 2020-2024, τηρήθηκε ἀπαρέγκλιτα ἡ διαδικασία πού προβλέπεται ἀπό τόν Νόμο, ὁ ὁποῖος, ἐκτός τῶν ἄλλων, διαχρονικά, δέν ἀξιώνει τήν παράθεση εἰδικῆς αἰτιολογίας στίς ὡς ἄνω διατάξεις, ἡ σχετική δέ πρόβλεψη, ἡ ὁποία θεσμοθετήθηκε τό πρῶτον μέ τόν Ν. 2225/1994, διατηρήθηκε συνεχῶς ἀπό ὅλες τίς Κυβερνήσεις μέχρι τόν νέο Ν. 5002/9-12-2022, ἐνῶ εἶναι σύμφωνη καί μέ τό πνεῦμα τοῦ Δικαστηρίου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης (βλ. τήν ἀπόφαση τῆς 16/2/2023 τοῦ Δικαστηρίου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης στήν ὑπόθεση C-349/21). Σημειώνεται ἐξ ἄλλου ὅτι γιά τήν ἀνωτέρω εἰσαγγελέα τῆς ΕΥΠ, μετά τή διενεργηθεῖσα σχετικά πειθαρχική προκαταρκτική ἐξέταση ἀπό ἀντεισαγγελέα τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἐκδόθηκε ἀπαλλακτικό πόρισμα, μέ τό ὁποῖο συμφώνησε, θέτοντας τήν ὑπόθεση στό ἀρχεῖο, καί ἡ ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου, πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου Ἐπιθεώρησης τῶν Δικαστηρίων.
»Περαιτέρω προέκυψαν “ἐπαρκεῖς ἐνδείξεις” στό στάδιο αὐτό γιά τήν κίνηση ποινικῆς δίωξης σέ βάρος ὁρισμένων νομίμων ἐκπροσώπων καί πραγματικῶν ἰδιοκτητῶν ἑταιρειῶν, γιά ἀξιόποινες πράξεις, ὅπως τῆς παραβίασης τοῦ ἀπορρήτου τῆς τηλεφωνικῆς ἐπικοινωνίας κ.λπ. Οἱ πράξεις ὅμως αὐτές, λόγῳ τῆς ἐπί τό ἐπιεικέστερο τροποποίησής τους τό 2019, μέ τόν νέο ΠΚ (ν. 4619/2019), τιμωροῦνται σέ βαθμό πλημμελήματος καί παρά τό γεγονός ὅτι ὑπό τό προγενέστερο, ἀλλά καί τό σημερινό νομικό καθεστώς (παλαιός ΠΚ καί ἄρθρο 10 τοῦ ν. 5002/9-12-2022, πού τροποποίησε τό νέο ΠΚ) ἔχουν χαρακτῆρα κακουργήματος, κατ’ ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναδρομικῆς ισχύος τοῦ ἐπιεικέστερου νόμου (ἄρθρο 2 ΠΚ), ἐν ὄψει καί τοῦ χρόνου τέλεσης αὐτῶν, πού ἀφορᾶ τά ἔτη 2020 καί 2021. Οἱ ἀπαιτούμενες αὐτές στό παρόν στάδιο “ἐπαρκεῖς ἐνδείξεις” γιά τήν κίνηση τῆς ποινικῆς δίωξης κατά τῶν ὡς ἄνω ἰδιωτῶν, οἱ ὁποῖες ἐρείδονται κυρίως στή διαπίστωση ὅτι οἱ ἐν λόγῳ ἑταιρεῖες ἐμπλέκονται σέ ἀνάλογες πράξεις παραβίασης ἀπορρήτου τηλεφωνικῆς ἐπικοινωνίας κ.ἄ, πολιτικῶν, δημοσιογράφων κ.λπ. καί σέ ἄλλες χῶρες, σέ συνδυασμό μέ τό γεγονός τῆς ὕπαρξης παρόμοιων “στόχων” καί στήν Ἑλλάδα, κρίθηκε ὅτι πρέπει νά ὁδηγήσουν τή σχετική κατηγορία στό ἀκροατήριο γιά νά ἐλεγχθεῖ ἡ βασιμότητα αὐτῆς ἤ ὄχι».
Καί καταλήγει ἡ ἀνακοίνωσις μέ τήν διαπίστωση «ὅτι σέ καμμία ἄλλη χώρα δέν διεξήχθη τόσο ἐνδελεχής (δικαστική) ἔρευνα -μέ τή συμμετοχή μάλιστα καί τριῶν Aνεξαρτήτων Ἀρχῶν- γιά παρόμοια ὑπόθεση, στίς περισσότερες δέ περιπτώσεις οἱ ἀνάλογες ἔρευνες κατέληξαν σέ ἐπιβολή ἁπλῶν κυρώσεων καί δή προστίμων σέ βάρος τῶν ἀνωτέρω ἐμπλεκομένων ἑταιρειῶν».
Ἐνῶ στήν Ἑλλάδα κατέληγαν σέ πλήρη ἀπαλλαγή.
Ἔτσι, πρός δόξαν τήν Γ’ Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, μπαίνει στό ἀρχεῖο μιά ὑπόθεσις πού ὁδήγησε στήν ἀπομάκρυνση τοῦ Γραμματέως τοῦ Πρωθυπουργοῦ καί τοῦ Διοικητοῦ τῆς ΕΥΠ, ὁπότε τά ἐρωτήματα ἐπιτείνονται. Κατηγορηθήκαμε ἀπό εὐρωπαϊκούς ὀργανισμούς πρό τῶν ὁποίων ἐτέθησαν τά στοιχεῖα τῆς ὑποθέσεως καί τώρα μέ μιά εἰσαγγελική πρόταση διαγράφονται ὅλα! Τί νά σχολιάσει κανείς; «Ζήτω» ἡ Γ΄ Ἑλληνική Δημοκρατία!
estianews.gr