Η πρώτη αποστολή του ελληνικού τάγματος του Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδος (ΕΚΣΕ) αναχώρησε από τον Πειραιά με αμερικανικό οπλιταγωγό το Νοέμβριο του 1950 και έφθασε στην Κορέα ένα μήνα σχεδόν μετά
Κατά την υποχώρηση των δυνάμεων του ΟΗΕ, στις 3 Ιανουαρίου 1951, το τάγμα εκάλυψε τη σύμπτυξη του 7ου Συντάγματος στον άξονα Σεούλ–Σουγουόν.
Οι καιρικές συνθήκες ήταν πρωτόγνωρες για τους Έλληνες φαντάρους και τη νύχτα 4/5 Ιανουαρίου υπήρξε η πρώτη απώλεια, όταν ο στρατιώτης Σταύρος Δρακόπουλος απεβίωσε από το δριμύ ψύχος, έχοντας κατακλιθεί χωρίς να κλείσει πλήρως τον υπνόσακό του.
Μέχρι τις 25 Ιανουαρίου δεν υπήρξε επαφή με τον εχθρό, καθώς το τάγμα μετεκινείτο αναλόγως των αναγκών, οι οποίες εμφανίζονταν σε διάφορες αμυντικές γραμμές.
Πάντως, πριν ακόμη εμπλακεί απευθείας με τον εχθρό, είχε δείξει την αξία του οργανώνοντας εξαιρετικές αμυντικές γραμμές στον τομέα ευθύνης του, οι οποίες λόγω της γενικής σύμπτυξης δεν κατέστη δυνατόν να δοκιμασθούν στην πράξη.
Τα οχυρωματικά έργα πάντως των Ελλήνων στρατιωτών είχαν εντυπωσιάσει τον διοικητή της αμερικανικής μεραρχίας σε τέτοιο βαθμό, που τα είχε επιδείξει στους αξιωματικούς της μεραρχίας του. Μετά την αντεπίθεση της 8ης Στρατιάς υπήρξαν και οι πρώτες επαφές με τους Κινέζους, αρχικά με την εκτέλεση περιπολιών, αποτέλεσμα των οποίων ήταν και οι πρώτες απώλειες από πολεμικές αιτίες.
Στις 28 Ιανουαρίου, ο 2ος Λόχος με τοπική έφοδο εξεδίωξε εχθρικό τμήμα από το ύψωμα 367. Στη συνέχεια, ολόκληρο το τάγμα αναπτύχθηκε στην περιοχή των υψωμάτων 307, 258 και 381 μεταξύ Ιντσόν και Σουβουόν, νοτίως της Σεούλ.
Τη νύχτα 29/30 Ιανουαρίου οι Έλληνες μαχητές ενεπλάκησαν για πρώτη φορά σε πλήρη μάχη με τους Κινέζους. Κατείχαν θέσεις σημαντικές για τον έλεγχο των οδικών αρτηριών προς τον σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο της Ιντσόν και εναντίον αυτών οι δυνάμεις του ΚΛΕΣ εκδήλωσαν ισχυρή επίθεση. Νωρίς το πρωί, μία διμοιρία του 3ου Λόχου μεταξύ των υψωμάτων 307 και 381 δέχθηκε έντονο πυρ από όλμους και στη συνέχεια έφοδο πεζικού κατά τα κινεζικά πρότυπα (ανθρώπινο κύμα με ήχους σαλπίγγων και αλαλαγμούς).
Οι άνδρες της διμοιρίας, με υποστήριξη από τις κύριες θέσεις του λόχου, παρά τις υφιστάμενες απώλειες, διατήρησαν τις θέσεις τους. Σύντομα η εχθρική επίθεση στράφηκε εναντίον όλης της τοποθεσίας, στην οποία είχε αναπτυχθεί ο λόχος.
Ο 1ος Λόχος, βορειοανατολικά του 3ου, ο οποίος δεν αντιμετώπιζε εχθρικό τμήμα, διατάχθηκε να υποστηρίξει τα δοκιμαζόμενα τμήματα. Προσωρινά, οι Κινέζοι ανήλθαν στις παρυφές του 381, αλλά η ελληνική αντεπίθεση τούς ανάγκασε να αποτραβηχθούν.
Ήδη στη μάχη είχαν εισέλθει οι διμοιρίες όλμων και πολυβόλων του τάγματος, οι οποίες με πυρά φραγμού προσπαθούσαν να αποτρέψουν την εχθρική προώθηση.
Οι Κινέζοι επιτέθηκαν και εναντίον του 307, αλλά αυτή η ενέργεια ήταν απλός αντιπερισπασμός, καθώς το 381 ήταν το δεσπόζον ύψωμα της περιοχής, η κατάληψη του οποίου θα τους επέτρεπε να προσβάλουν τις σημαντικές οδικές αρτηρίες στα νότια των υψωμάτων. Έτσι, η επίθεση κατά του 381 επαναλήφθηκε με μεγαλύτερη ένταση και ο αγώνας εξελίχθηκε σώμα με σώμα.
Ο ανθυπολοχαγός Απόστολος Σταθιάς έπεσε ηρωικά, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Γεώργιος Χαροκόπος τραυματίσθηκε σοβαρά, όπως και ο διοικητής του 3ου Λόχου, υπολοχαγός Παναγιώτης Μίσιας και ο Αμερικανός σύνδεσμος.
Η επικοινωνία με τη διοίκηση του τάγματος διακόπηκε και υπήρξε η εντύπωση ότι ο λόχος είχε εξοντωθεί, καθώς μέσα στο σκοτάδι ήταν αδύνατο να υπάρχει οπτική επαφή με τα άλλα τμήματα του τάγματος.
Τελικά, μετά από επικοινωνία και γνώση της κατάστασης, προς ενίσχυση του 3ου Λόχου εστάλη ο 2ος Λόχος, οι άνδρες του οποίου μετά από συμπλοκές σώμα με σώμα άνοιξαν δίοδο και έφθασαν στις θέσεις των σκληρά δοκιμαζομένων συμπολεμιστών τους.
Η κραυγή «αέρααα» ακούσθηκε και στη μακρινή Κορέα. Οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν με εφ’ όπλου λόγχη και απώθησαν τους Κινέζους. Ταυτόχρονα, η συμμαχική Αεροπορία έκανε την εμφάνισή της και ολοκλήρωσε το έργο των Ελλήνων.
Σε αυτή την πρώτη σοβαρή συμπλοκή, το ελληνικό τάγμα είχε απώλειες δέκα νεκρών, 18 τραυματιών και ενός αγνοουμένου. Στο πεδίο της μάχης ευρέθηκαν 28 νεκροί Κινέζοι και σημαντικές ποσότητες εξοπλισμού. Σύμφωνα με αμερικανικές πηγές, οι απώλειες των επιτιθεμένων ανήλθαν σε περισσότερους από 650 νεκρούς. Όσο και εάν ο αριθμός ακούγεται υπερβολικός, γεγονός είναι ότι η δράση των Ελλήνων μαχητών απέτρεψε τη διάσπαση της συμμαχικής γραμμής σε αυτό στο σημείο.
Οι φαντάροι αποδείχθηκαν ικανότατοι σε επιχειρήσεις ορεινών εδαφών και είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν καλά τον τρόπο με τον οποίο πολεμούσε ο εχθρός.
Η ελληνική επιτυχία προκάλεσε τον θαυμασμό αλλά και την απορία των Αμερικανών, όμως σύμφωνα με τον διοικητή του 3ου Λόχου, πρόθεσή του συνεχώς ήταν να κρατήσει λίγο ακόμα και λίγο ακόμα, μέχρι που τελικά με τις ενισχύσεις που έφθασαν, οι Κινέζοι διέκοψαν την επιθετική προσπάθεια.
Τις επόμενες ημέρες, το τάγμα μετακινήθηκε βορειότερα. Μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου δεν υπήρχε άλλη εκτεταμένη εμπλοκή με εχθρικά τμήματα, αλλά μόνο σποραδικές συμπλοκές, οι οποίες βεβαίως δεν ήταν αναίμακτες. Για τις επόμενες τρεις ημέρες, στο πλαίσιο της ανάληψης της επιθετικής πρωτοβουλίας από τις δυνάμεις του ΟΗΕ, το ΕΚΣΕ ανέλαβε δράση κατά εχθρικών τμημάτων, σε περιοχή ανωνύμων υψωμάτων και του υψώματος 401 νοτίως του ποταμού Χαν.
Οι Έλληνες φαντάροι θα εγνώριζαν τώρα και τον τρόπο με τον οποίο αμύνονταν οι Κινέζοι. Με χρόνια εμπειρίας από την ιαπωνική κατοχή και τον εμφύλιο, οι μαχητές του ΚΛΕΣ κατείχαν άριστα την τέχνη της παραλλαγής και εκμετάλλευσης των εδαφολογικών συνθηκών, ενώ αποδεικνύονταν εξαιρετικά ικανοί στην ταχεία δημιουργία οχυρωματικών έργων, ικανών να αποκρούσουν υπέρτερες επιτιθέμενες δυνάμεις.
Τμήματα του 1ου Λόχου ξεκίνησαν την επίθεση στις 8 Φεβρουαρίου. Παρά τις συνεχείς πείσμονες προσπάθειες και τα πρόσκαιρα εδαφικά κέρδη, στο τέλος της ημέρας δεν είχε σημειωθεί καμία πρόοδος. Την επομένη, το ανώνυμο ύψωμα που αποτελούσε τον αντικειμενικό σκοπό του ελληνικού τάγματος, άλλαξε χέρια τρεις φορές.
Χειροβομβίδες και φλογοβόλα χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα σε λυσσώδεις συμπλοκές μεταξύ των μαχητών των δύο πλευρών. Μεταξύ των νεκρών ήταν ένας ακόμη αξιωματικός, ο υπολοχαγός Ιωάννης Μανασής, αλλά στο τέλος της ημέρας η κινεζική άμυνα δεν είχε ανατραπεί.
Ξανά, στις 10 Φεβρουαρίου, οι Έλληνες φαντάροι επιτέθηκαν. Με την υποστήριξη τώρα νοτιοαφρικανικών αεροσκαφών, η έφοδος είχε αυξημένη ένταση.
Εμπρός στις ελληνικές ξιφολόγχες, με το έδαφος να φλέγεται από τις βόμβες ναπάλμ, οι Κινέζοι τελικά απωθήθηκαν.
Οι Έλληνες πολύ σύντομα ήταν κύριοι όλων των υψωμάτων της περιοχής και λίγες ώρες αργότερα απέκρουσαν προσπάθεια εχθρικής αντεπίθεσης. Οι απώλειες για το τάγμα ήταν έξι νεκροί και 25 τραυματίες, ενώ στο πεδίο της μάχης μετρήθηκαν περισσότερα από 150 πτώματα Κινέζων στρατιωτών. Τα λάφυρα ήταν επίσης σημαντικά και μεταξύ αυτών η σημαία ενός από τα συντάγματα που υπεράσπιζαν το συγκρότημα των υψωμάτων.
Μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου, το τάγμα δεν είχε άλλη σημαντική εμπλοκή, αναπτυσσόμενο ως εφεδρεία του 7ου αμερικανικού Συντάγματος. Μέχρι τις αρχές Μαρτίου συνεπώς, εκτός από την εκτέλεση περιπολιών και επιθετικών αναγνωρίσεων, υπήρξε η ευκαιρία για ανασυγκρότηση.
2 Μαρτίου –23 Απριλίου 1951
Στις αρχές Μαρτίου, το ελληνικό τάγμα, έχοντας δεξιά του τμήματα της βρετανικής 27ης Ταξιαρχίας και αριστερά του το αμερικανικό 7ο Σύνταγμα, κατείχε προκεχωρημένες θέσεις περίπου 2 χλμ. νοτίως της περιοχής Γιονγκτσού Ρη, η οποία ήταν σημαντικός συγκοινωνιακός κόμβος.
Οι θέσεις αυτές ήταν ακάλυπτες από τα δυτικά και τα ελληνικά τμήματα που αποδείχθηκαν ευάλωτα στις συνεχείς παρενοχλήσεις του εχθρικού πυροβολικού. Στο διάστημα αυτό, έντονη ήταν επίσης η δράση των περιπόλων και από τις δύο πλευρές.
Στο πλαίσιο της γενικότερης προώθησης των δυνάμεων του ΟΗΕ προς τον ποταμό Ιμτζίν, το ΕΚΣΕ έλαβε διαταγή να επιτεθεί προς την κατεύθυνση των υψωμάτων 443 και 326. Η επίθεση εκδηλώθηκε το πρωί της 7ης Μαρτίου από τους 2ο και 3ο Λόχους, με υποστήριξη ουλαμού αρμάτων.
Το 326, ύστερα από ορμητική εφ’ όπλου λόγχη έφοδο των ανδρών του 2ου Λόχου, σύντομα κυριεύθηκε. Φυσικά μετά από λίγο οι Κινέζοι, κατά τη συνήθη πρακτική τους, αντεπιτέθηκαν, αλλά τρεις συνεχόμενες προσπάθειές τους αποκρούσθηκαν με ευρεία χρήση χειροβομβίδων. Ο 3ος Λόχος ανατολικά του 326 συνάντησε ισχυρότερη αντίσταση και καθηλώθηκε.
Ταυτόχρονα, ανάπτυξη διμοιρίας του 1ου Λόχου κατάφερνε να εκκαθαρίσει το αντέρεισμα προς το 326, συλλαμβάνοντας περίπου 20 αιχμαλώτους. Στη συνέχεια της ημέρας, τα ελληνικά τμήματα δεν προσπάθησαν να προωθηθούν περισσότερο, γιατί τα εκατέρωθέν τους αμερικανικά και βρετανικά τμήματα δεν είχαν επιτύχει παρόμοια εδαφικά κέρδη.
Η κατάληψη και η διατήρηση του 326 ήταν πάντως σημαντική επιτυχία, καθώς οι Έλληνες μαχητές είχαν καταφέρει να αναρριχηθούν από τη νότια πλευρά αυτού, η οποία ήταν ιδιαιτέρως απότομη και προφανώς είχε θεωρηθεί απρόσιτη από τους Κινέζους.
Η διατήρηση αυτής της θέσης επέτρεψε επίσης στα βρετανικά άρματα να κινηθούν στην οδό νοτίως του υψώματος, χωρίς τον κίνδυνο εχθρικής προσβολής προς υποστήριξη των τμημάτων της 27ης Ταξιαρχίας.
Σε συνέχεια αυτής της επιτυχίας, το τάγμα συνέχισε την προώθησή του προς βορρά με υποστήριξη αρμάτων, πυροβολικού και αεροπορίας και κατέλαβε σειρά υψωμάτων στην περιοχή Γκιαρντογκιόν Ρη. Η προώθηση συνεχίσθηκε μέχρι τις 14 Μαρτίου, με συνεχή εδαφικά κέρδη, καθώς οι κομμουνιστικές δυνάμεις συμπτύσσονταν σε όλο το μήκος του μετώπου.
Η επόμενη αποστολή του ΕΚΣΕ θα ήταν η διάβαση του ποταμού Χαγκτσόν, παραποτάμου του Χαν, και η κατάληψη των υψωμάτων 325 (βορείου και νοτίου) και 655, στο πλαίσιο γενικότερης επίθεσης της μεραρχίας. Η κίνηση εκδηλώθηκε στις 16 Μαρτίου με επιθετική αναγνώριση, η οποία αντιμετωπίσθηκε από τον εχθρό με ιδιαίτερη ένταση.
Στις 17 Μαρτίου, ο 2ος Λόχος διάβηκε στο σύνολό του τον ποταμό, με το νερό να φθάνει μέχρι τους ώμους των φαντάρων και κάτω από πυκνό εχθρικό πυρ. Μετά την κατάληψη του 1ου Ανωνύμου Υψώματος, η προώθηση συνεχίσθηκε προς το 2ο κάτω από συνεχές πλευρικό εχθρικό πυρ από το ύψωμα 655.
Η μάχη για την κατάληψη του 2ου Ανωνύμου Υψώματος υπήρξε σκληρή, αλλά τελικά και αυτό καταλήφθηκε όπως και το 3ο Ανώνυμο Ύψωμα λίγες ώρες αργότερα. Οι Έλληνες μαχητές κατάφεραν να σταθεροποιηθούν σε αυτά τα υψώματα αποκρούοντας τις αντεπιθέσεις του εχθρού.
Η επόμενη προώθηση θα κατευθυνόταν προς ένα εκ των κυρίων αντικειμενικών σκοπών, το ύψωμα 325 (βόρειο). Πάντοτε με ισχυρή παρουσία της συμμαχικής Αεροπορίας και αυτός ο στόχος υλοποιήθηκε, παρά την εξαιρετική αμυντική οργάνωση των κινεζικών τμημάτων. Το εχθρικό πυροβολικό δεν εσταμάτησε στιγμή να παρενοχλεί τις ελληνικές θέσεις, αλλά τελικά στις 18 Μαρτίου κυριεύθηκε και το 655, χωρίς δυσκολία, καθώς είχε ήδη εγκαταλειφθεί από τα τμήματα του ΚΛΕΣ.
Αυτές οι επιτυχίες απέσπασαν εξόχως εγκωμιαστικά σχόλια από τους Αμερικανούς. Ειδικά σε επίσημο συμμαχικό ανακοινωθέν αναφέρονταν τα εξής: «Το ελληνικόν τμήμα, πρωτοπόρον μεταξύ των ενεργούντων συμμαχικών στρατευμάτων εις τον κεντρικόν τομέα του μετώπου, ως αιχμή εμβόλου επιθετικής μάζης, κερδίζει αποφασιστικήν νίκην και ανοίγει τον δρόμον εις τα συμμαχικά στρατεύματα προς Χοκτσόν –Τσουνγκτσόν, σπουδαιότατον κόμβον της Νοτίου Κορέας».
Μέχρι τις 23 Μαρτίου, οπότε και έφθασε η πρώτη αποστολή αντικαταστάσεων, το τάγμα δεν ενεπλάκη σε εχθροπραξίες. Στις 25 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε παρέλαση για την επέτειο της Επανάστασης του 1821, παρουσία του Μάθιου Ριτζγουέη και άλλων ανωτάτων και ανωτέρων Αμερικανών αξιωματικών.
Βεβαίως, όσο και εάν τέτοιου είδους εκδηλώσεις ήταν άριστα μέσα «δημοσίων σχέσεων», για τους φαντάρους ήταν μία μη αναγκαία αγγαρεία, καθώς –όπως είναι γνωστό– για κάθε παρέλαση απαιτούνται εντατικές προετοιμασίες, που όμως σε καιρό πολέμου είναι ένας επιπρόσθετος κόπος.
Ο Αμερικανός στρατηγός εξήρε τη μέχρι τότε απόδοση του ελληνικού τάγματος, τονίζοντας ότι αυτό κουβαλούσε μία «βαριά αλυσίδα 3.000 ετών».
Στις 27 Μαρτίου, ο κύριος όγκος του τάγματος μεταφέρθηκε στην περιοχή του Τσουντσόν, 70 χλμ. βορειοανατολικά της Σεούλ. Η δράση των περιπόλων σε αυτή την περιοχή τις επόμενες ημέρες υπήρξε ιδιαιτέρως έντονη. Στις 3 Απριλίου, το τάγμα επιτέθηκε κατά συγκροτήματος υψωμάτων (655 και ανώνυμα), τα οποία κατέλαβε έχοντας απώλειες τρεις νεκρούς και οκτώ τραυματίες. Τις επόμενες ημέρες, στο πλαίσιο των τοπικών προωθήσεων των δυνάμεων του ΟΗΕ, οι Έλληνες μαχητές κυρίευσαν και διατήρησαν ακόμη περισσότερες θέσεις.
Στις 10 Απριλίου, η διμοιρία όλμων του τάγματος υποστήριξε επιχείρηση αμερικανικού τάγματος. Στις 12 Απριλίου, στο πλαίσιο της προσωρινής αποχώρησης της 1ης Μεραρχίας Ιππικού, το ΕΚΣΕ μεταστάθμευσε σε περιοχή 30 χλμ. περίπου ανατολικά της Σεούλ.
23 Απριλίου – 22 Σεπτεμβρίου 1951
Στις 27 Απριλίου, με την πίεση των δυνάμεων του ΚΛΕΣ να εντείνεται, το ΕΚΣΕ μεταφέρθηκε στη Σεούλ και δύο ημέρες αργότερα αναπτύχθηκε βορειοδυτικά της πόλης, στο ύψωμα 338. Μετά τις αρχές Μαΐου, οπότε και είχε αρχίσει να κοπάζει η ένταση της «πέμπτης επίθεσης», η αμερικανική 1η Μεραρχία Ιππικού διατάχθηκε να προωθηθεί κατά τον άξονα Σεούλ–Ουϊζουμπού. Η δράση του τάγματος εκδηλώθηκε με τη διενέργεια περιπόλων και τη σύλληψη αιχμαλώτων μετά από μεμονωμένες συμπλοκές.
Μέχρι και τις 15 Μαΐου, τα τμήματά του ενήργησαν συνεχείς επιθετικές αναγνωρίσεις και αποστολές εκκαθάρισης κωμοπόλεων, οι οποίες συνήθως κατέληγαν στη σύλληψη αποκομμένων Κινέζων στρατιωτών και αριστερών ανταρτών.
Από 16 έως 19 Μαΐου συνεχίσθηκαν οι επιθετικές αναγνωρίσεις, οι οποίες συχνά κατέληγαν σε αιματηρές συμπλοκές με τον εχθρό. Στη συνέχεια, το τάγμα μεταφέρθηκε βορειοδυτικά της Σεούλ, ως εφεδρεία, συνεχίζοντας πάντοτε τις επιθετικές αναγνωρίσεις.
Στις 26 Μαΐου, το τάγμα επιτέθηκε προς την κατεύθυνση του ποταμού Ιμτζίν. Χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση, κατέλαβε τελικά το ύψωμα 675. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε, όπως και ολόκληρο το 7ο Σύνταγμα, σε θέσεις πίσω από την πρώτη γραμμή.
Στις αρχές Ιουνίου, όμως, οι Έλληνες μαχητές ευρίσκονταν και πάλι στην πρώτη γραμμή, εμπλεκόμενοι συνεχώς με εχθρικές δυνάμεις. Ειδικά από τις 7 Ιουνίου, τα τμήματα του ΕΚΣΕ έδωσαν διαδοχικές μάχες στις περιοχές Σίριου Ντονγκ και Πουν Γκαν Νι, καταλαμβάνοντας διάφορα υψώματα, η κατοχή των οποίων διατηρήθηκε παρά τις εχθρικές αντεπιθέσεις.
Στις 28 Ιουνίου, το τάγμα συμμετείχε σε ευρύτερη επιθετική ενέργεια των δυνάμεων του ΟΗΕ προς τον ποταμό Γιοκόκ Τσον, η οποία είχε μερική επιτυχία.
Την επομένη, ελληνική διμοιρία κινήθηκε προς το ύψωμα «Πορκτσόπ» και συνεπλάκη με εχθρική διμοιρία σε μία κλασική τοπική σύγκρουση, από τις αναρίθμητες που έλαβαν χώρα στη διάρκεια του πολέμου. Μέχρι τις 15 Ιουλίου οι περίπολοι συνεχίσθηκαν και στη συνέχεια το τάγμα μεταφέρθηκε νοτίως της πόλης Γιοντσόν, όπου και ασχολήθηκε με την τελειοποίηση αμυντικών θέσεων στη «Γραμμή Κάνσας», μέχρι τις αρχές Αυγούστου.
Στις 6 Αυγούστου, τμήμα του τάγματος διέλυσε εχθρικό τμήμα μετά από σκληρή συμπλοκή στο ύψωμα 343, περί τα 8 χλμ. βορειοανατολικά του Γιοντσόν, αλλά την επομένη αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τη θέση, μετά από επίθεση υπέρτερης αριθμητικά εχθρικής δύναμης.
Στις 8 Αυγούστου, σε μία ακόμη σκληρή συμπλοκή μεταξύ των υψωμάτων 343 και 227, οι Έλληνες μαχητές αποδείχτηκαν και πάλι ανώτεροι των σκληροτράχηλων Κινέζων. Μετά από πάλη σώμα με σώμα και εκτεταμένη χρήση της ξιφολόγχης, οι στρατιώτες του ΚΛΕΣ ετράπησαν σε φυγή.
Το ίδιο συνέβη και στις 18 Αυγούστου στο ύψωμα 339, όταν μία ελληνική διμοιρία απέκρουσε δύο εχθρικές.
Μέχρι τις 27 Αυγούστου δεν υπήρξε σημαντική δράση, ενώ στις 22 τη διοίκηση του τάγματος ανέλαβε ο αντισυνταγματάρχης Κυριάκος Σπηλιόπουλος. Τις τελευταίες ημέρες, οι συμπλοκές με τον εχθρό επαναλήφθηκαν με διαδοχικές τοπικές επιθέσεις μικρών κινεζικών τμημάτων, με σκοπό την αποκόμιση τοπικών εδαφικών κερδών.
Για την κατάληψη του υψώματος 343, η εχθρική προσπάθεια υπήρξε έντονη, αλλά σε τρεις περιπτώσεις η ελληνική αντίδραση ήταν η πρέπουσα. Οι Έλληνες φαντάροι δεν οπισθοχώρησαν ούτε σπιθαμή, εμπρός στους μανιασμένους Ασιάτες.
Οι σάλπιγγες και οι κραυγές δεν είχαν σε αυτούς τα αποτελέσματα που συνήθως είχαν στους Αμερικανούς. Πολεμώντας για τη ζωή και την τιμή τους απέναντι σε αντιπάλους με τους οποίους βεβαίως δεν είχαν να μοιράσουν τίποτε, απλώς απεδείκνυαν για μία ακόμη φορά την ποιότητα του Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος, ειδικά στα δύσκολα, κατ’ επανάληψη έχει αποδείξει την αξία του. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι για τους Κινέζους δεν υπήρχε μίσος, αποτελούσαν όμως τον εχθρό και ως τέτοιο τον αντιμετώπιζαν.
Επίσης, το ενδεχόμενο αιχμαλωσίας εφάνταζε αποκρουστικό για τους Έλληνες φαντάρους, έχοντας υπόψη τις φήμες για τη μεταχείριση των αιχμαλώτων από Κινέζους και Βορειοκορεάτες. Οι φήμες αυτές δεν ήταν αβάσιμες, γιατί είχαν υπάρξει μέχρι τότε συχνές περιπτώσεις ανεύρεσης πτωμάτων Αμερικανών στρατιωτών δεμένων πισθάγκωνα, που είχαν εκτελεσθεί εν ψυχρώ.
Ακόμη, ο τρόπος που ρίχνονταν στη μάχη οι στρατιώτες του ΚΛΕΣ, προκαλούσε τον οίκτο των Ελλήνων, οι οποίοι φυσικά ως κύριο μέλημα είχαν καταρχάς να μείνουν ζωντανοί, χωρίς βεβαίως να δείχνουν ότι δειλιάζουν την ώρα της μάχης.
Στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, το τάγμα μεταφέρθηκε πίσω από την πρώτη γραμμή και ασχολήθηκε με την ανασυγκρότησή του. Η σκληρή εκπαίδευση βεβαίως δεν σταματούσε ποτέ, γιατί ο εχθρός ήταν πάντοτε απειλητικός και οι συνθήκες μάχης ιδιάζουσες.
23 Σεπτεμβρίου – Δεκέμβριος 1951
Στις 24 Σεπτεμβρίου, το ελληνικό τάγμα αναπτύχθηκε σε θέσεις ευρισκόμενες 6 χλμ. της πόλης Γιοντσόν. Το σκηνικό ήταν γνωστό: συνεχής παρενόχληση από το εχθρικό πυροβολικό και επιθετικές περίπολοι μέσα στην επικίνδυνη περιοχή μεταξύ των γραμμών των δύο αντιπάλων πλευρών.
Στη συνέχεια, τα ελληνικά τμήματα συμμετείχαν στην επιχείρηση «Κομμάντο». Αποστολή τους ήταν η κατάληψη των υψωμάτων 313 (Σκοτς) και 334. Η αμυντική γραμμή του ΚΛΕΣ ήταν ισχυρότατη. Ισχυρά και αλληλοϋποστηριζόμενα σκέπαστρα και δίκτυο ορυγμάτων δημιουργούσαν έναν πυκνό φραγμό πυρός, ενώ ακριβώς όπισθεν αυτών όλμοι και πυροβολικό υποστήριζαν την πρώτη γραμμή άμυνας. Εμπρός από την κύρια γραμμή άμυνας των Κινέζων, υπήρχαν σειρές συρματοπλεγμάτων και ναρκοπέδια.
Το ύψωμα Σκοτς αποτελεί τμήμα του δυτικού άκρου κορυφογραμμής, δυτικά της πόλης Τσοργουόν. Η περιοχή είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του νοτιοκορεατικού εδάφους (συνεχή υψώματα και ανάμεσά τους βαθιές απότομες στενές κοιλάδες). Γνωρίσματα, τα οποία σαφώς ευνοούν τη διεξαγωγή αμυντικού αγώνα.
Εναντίον αυτού του υψώματος λοιπόν, κατευθύνθηκαν τα ελληνικά τμήματα, έχοντας να αντιμετωπίσουν τέσσερις λόχους του ΚΛΕΣ. Μετά από έντονη προπαρασκευή πυροβολικού, το πρωί της 3ης Οκτωβρίου οι δυνάμεις του ΟΗΕ, μεταξύ αυτών και ο ελληνικός 1ος Λόχος, επιτέθηκαν.
Η εχθρική αντίδραση ήταν η αναμενόμενη. Πυκνό πυρ, όλμοι και χειροβομβίδες.
Οι Έλληνες φαντάροι, ξεπερνώντας τον φονικό φραγμό πυρός κατάφεραν να φθάσουν εμπρός από τις εχθρικές γραμμές. Οι λόγχες χρησιμοποιούνταν ευρύτατα, όπως και οι χειροβομβίδες και τα φλογοβόλα, για να εξοντωθούν οι υπερασπιστές των εξαιρετικών εχθρικών ορυγμάτων.
Ενώ όμως οι Έλληνες κατάφερναν να ανατρέψουν την κινεζική άμυνα, εκατέρωθεν αυτών, τα άλλα συμμαχικά τμήματα δεν κατάφερναν να έχουν τον ίδιο βαθμό προώθησης. Συνεπώς, οι Έλληνες ευρισκόμενοι ακάλυπτοι και από τις δύο πλευρές, οπότε το ελληνικό τάγμα αναγκάσθηκε να συμπτυχθεί.
Η συνδρομή του 3ου Λόχου, ο οποίος ευρισκόταν 1.000 περίπου μέτρα νοτίως του 313, μόνο υποστηρικτικό αποτέλεσμα μπορούσε να έχει, εφόσον τα προπορευόμενα συμμαχικά τμήματα αδυνατούσαν να έλθουν σε ευθεία γραμμή με τον 1ο Λόχο.
Η συμμαχική επίθεση την επομένη εκδηλώθηκε με ελιγμό, κατευθυνόμενη εναντίον του παρακειμένου στα δεξιά υψώματος 418. Με τον τρόπο αυτό, εκτιμάτο ότι οι Κινέζοι θα έστρεφαν προς τα εκεί την προσοχή τους, ώστε το ελληνικό τάγμα να δυνηθεί να επιτύχει τον αντικειμενικό σκοπό του.
Ταυτόχρονα, με την επίθεση προς το 418, ελληνική διμοιρία κινούμενη πλευρικά του 313 έφθασε σε απόσταση 100 μέτρων από τις εχθρικές θέσεις, υποστηριζόμενη από όλα τα βαρέα όπλα του τάγματος και όλμους και πυροβολικό του 7ου Συντάγματος. Οι Κινέζοι κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση, διευκολύνοντας έτσι την επίθεση κατά του 418. Ταυτόχρονα, ο Έλληνας διοικητής εζήτησε την συνδρομή αεροπορίας, γιατί το 313 είχε πυκνή βλάστηση, που εμπόδιζε τις κινήσεις των επιτιθεμένων τμημάτων.
Οι βόμβες ναπάλμ μετέβαλαν το ύψωμα σε φλεγόμενη μάζα. Στη συνέχεια, ανέλαβαν δράση τα ελληνικά «Πυροβόλα Άνευ Οπισθοδρομήσεως» (ΠΑΟ), τα οποία με εύστοχες βολές εξουδετέρωσαν τα εχθρικά πολυβολεία. Οι δύο διμοιρίες του 2ου Λόχου που εφόρμησαν με υποστήριξη δύο φλογοβόλων, ευρήκαν τα εχθρικά τμήματα που υπεράσπιζαν το Σκοτς, σε κατάσταση αποδιοργάνωσης και η εξόντωση αυτών υπήρξε πλήρης. Για την ολοκλήρωση της επιτυχίας, προς το ύψωμα κινήθηκε και ο 3ος Λόχος, ώστε με συνδυασμένη εκκαθαριστική δράση να εξουδετερωθούν πλήρως οι πιθανές εστίες αντίστασης στο υπόγειο δίκτυο στοών, που είχαν δημιουργήσει οι Κινέζοι.
Η εικόνα στο αποτεφρωμένο ύψωμα μετά την ολοκλήρωση της επιχείρησης, ήταν φρικιαστική. Τα πτώματα 150 νεκρών κείτονταν σε όλη την έκτασή του ενώ συνελήφθηκαν μόνο 12 αιχμάλωτοι, οι οποίοι είχαν καταφύγει στις στοές και είχαν καταφέρει να γλιτώσουν από τις χειροβομβίδες και τα φλογοβόλα.
Η επιτυχία των Ελλήνων ήταν σπουδαία, γιατί η αμυντική προετοιμασία των Κινέζων ήταν εξαιρετική και οι θέσεις που κυριεύθηκαν, κατά γενική ομολογία ήταν οι ισχυρότερες που είχαν συναντήσει μέχρι τότε. Επίσης, η σημασία του υψώματος ήταν σπουδαία, γιατί ο κάτοχός του ήταν σε θέση να ελέγχει την πρόσβαση προς την κοιλάδα του ποταμού Γιοκόχ Σον.
Στην τριήμερη μάχη για την κατάληψη του υψώματος Σκοτς, 28 Έλληνες έδωσαν την ζωή τους και 87 τραυματίσθηκαν. Οι ακριβείς απώλειες των Κινέζων, δεν είναι γνωστές, γιατί σύμφωνα με την πάγια τακτική τους δεν άφηναν στο πεδίο της μάχης τραυματίες, ενώ προσπαθούσαν να περισυλλέξουν ακόμη και τους νεκρούς.
Δυνατότητα για ανάπαυση, φυσικά δεν υπήρχε. Στις 7 Οκτωβρίου, τμήματα του 1ου Λόχου κινήθηκαν προς κατάληψη θέσεων νοτιοανατολικά του υψώματος 347, το οποίο προσπαθούσε να κυριεύσει αμερικανικό τάγμα.
Η κινεζική αντίσταση δεν ήταν αρκετή για να εμποδισθούν οι Έλληνες, ούτε και η αντεπίθεση η οποία επακολούθησε, ικανή να τους εκδιώξει από τις θέσεις τις οποίες είχαν καταλάβει. Στη συνέχεια, μετά από ισχυρή προπαρασκευή πυροβολικού, προωθήθηκαν και οι δύο άλλοι λόχοι, με σκοπό την κατάληψη των επομένων υψωμάτων και τελικό αντικειμενικό σκοπό το 275.
Η συμπλοκή εμπρός και μέσα στα κινεζικά χαρακώματα είχε όλα τα γνωστά πλέον χαρακτηριστικά.
Αγώνας σώμα με σώμα, χειροβομβίδες και ξιφολόγχες, υποκόπανοι και γροθιές. Η πρώτη σειρά των εχθρικών χαρακωμάτων είχε καταληφθεί αλλά το έργο των Ελλήνων μαχητών δεν είχε ολοκληρωθεί. Την επομένη η προσπάθεια επαναλήφθηκε με σκοπό την εξουδετέρωση και της δεύτερης σειράς χαρακωμάτων.
Η νίκη χαμογέλασε ξανά για τα ελληνικά χρώματα. Απέμενε η υλοποίηση του τελικού αντικειμενικού σκοπού. Αυτό τελικά έγινε το απόγευμα, ύστερα από έξοχες κινήσεις των 2ου και 3ου Λόχων. Η δράση του κινεζικού πυροβολικού δεν είχε σταθεί αρκετή για να ανακόψει την ελληνική ορμή. Το 275 έλαβε την επωνυμία «Φαλακρό Ύψωμα», γιατί μετά από τη δράση του πυροβολικού και της αεροπορίας δεν είχε μείνει ίχνος βλάστησης στην κορυφή του.
Παρ’ όλο όμως που το ελληνικό τάγμα είχε φέρει πλήρως σε πέρας την αποστολή του, δεν ήταν σε θέση να προωθηθεί περισσότερο, γιατί το αμερικανικό τάγμα, το οποίο είχε επιτεθεί κατά του 347, δεν είχε καταφέρει να το καταλάβει, αφήνοντας συνεπώς το δεξιό πλευρό των Ελλήνων ακάλυπτο.
Οι άνδρες του τάγματος, τις επόμενες ημέρες οργάνωσαν τις θέσεις τους και σε διάφορες συμπλοκές περιπόλων με αντίστοιχες κινεζικές, προκάλεσαν περισσότερες απώλειες στον εχθρό. Στις 10 Οκτωβρίου, το αμερικανικό 3ο Τάγμα κατέλαβε το ύψωμα 300, βελτιώνοντας έτσι την κατάσταση στα αριστερά του ΕΚΣΕ.
Στις 11 Οκτωβρίου, το τάγμα περιήλθε υπό τις διαταγές του αμερικανικού 8ου Συντάγματος. Ο 2ος Λόχος μετακινήθηκε προς το ύψωμα 300 και το πρωί της 12ης Οκτωβρίου τα ελληνικά τμήματα εκλήθησαν να υποστηρίξουν αμερικανική διλοχία, η οποία δέχθηκε σφοδρή κομμουνιστική επίθεση. Η ελληνική επέμβαση είχε μερικά μόνο αποτελέσματα, καθώς το αμερικανικό τμήμα ουσιαστικά διαλύθηκε.
Μέχρι τα τέλη του μήνα, οι ελληνικές περίπολοι ενεπλάκησαν σε πολλές περιπτώσεις με κινεζικές, σε αυτόν τον πόλεμο φθοράς που είχε ήδη αρχίσει. Ένας πόλεμος ιδανικός για να διαλύει τα νεύρα των στρατιωτών ανεξαρτήτως εθνικότητας, όπου μόνο η άριστη εκπαίδευση και οι προσωπικές ικανότητες του καθενός μπορούσαν να καταστήσουν ικανούς τους μαχητές να αποφύγουν την ψυχολογική κατάρρευση.
Αυτή την περίοδο, η δραστηριότητα και η δεξιοτεχνία των Ελλήνων στην οργάνωση αμυντικών γραμμών, η βοήθεια προς γειτονικά τάγματα, αλλά περισσότερο απ’ όλα η διατήρηση του υψηλού μαχητικού πνεύματος, εδραίωσαν τη φήμη του ΕΚΣΕ ανάμεσα στις συμμαχικές δυνάμεις.
Την 1η Νοεμβρίου, το τάγμα αναπτύχθηκε στην περιοχή Καλγκόκ, 15 χλμ. νοτιοδυτικά της πόλης Τσοργουόν. Μέχρι τα μέσα του μήνα υπήρξαν σποραδικές συμπλοκές και παρενόχληση από το εχθρικό πυροβολικό, χωρίς κάτι άλλο ασυνήθιστο για την περίοδο αυτή του πολέμου. Μέχρι το τέλος του έτους, υπήρξαν νέες αφίξεις αντικαταστατών και το τάγμα ασχολήθηκε κυρίως με την εκπαίδευση των ανδρών και με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις πίσω από την πρώτη γραμμή για την ανεύρεση και σύλληψη αριστερών ανταρτών.
Ιανουάριος–Ιούλιος 1952
Στα τέλη του 1951, το ελληνικό τάγμα αναπτύχθηκε ανατολικά του ποταμού Ιμτζίν, απέναντι σε εχθρικές θέσεις γνωστές ως «Μικρό» και «Μεγάλο Νόρυ». Το πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα ήταν μία κλασική περίοδος με περιπολίες, τοπικές συμπλοκές μικρών μονάδων και συνεχείς παρενοχλήσεις πυροβολικού. Αργότερα, το τάγμα μεταφέρθηκε δυτικά του ποταμού και στα τέλη Φεβρουαρίου οι δυνάμεις του αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν αυτού σε μήκος μετώπου 4 χλμ.
Στις 2 Μαρτίου, περίπολος του 1ου Λόχου, κινούμενη προς το ύψωμα Κέλλυ δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση. Αφού συμπτύχθηκε σε καλυμμένη τοποθεσία, ο επικεφαλής της εζήτησε υποστήριξη πυροβολικού και στην συνέχεια μετά από δύο εφόδους οι κινεζικές θέσεις επί του υψώματος ανατράπηκαν.
Η περίπολος ενισχύθηκε με ομάδα έξι ανδρών και διατήρησε τη θέση για όσο χρονικό διάστημα έκρινε απαραίτητο ο διοικητής του τάγματος. Την επομένη, οι ελληνικές περίπολοι κατευθύνθηκαν προς τα υψώματα Νόρυ. Τα εχθρικά πυρά από το Μικρό Νόρυ και το ύψωμα 121 επρόδωσαν τις κινεζικές θέσεις και σύμφωνα με τις οδηγίες της περιπόλου το συμμαχικό πυροβολικό εξαπέλυσε σφυροκόπημα εναντίον τους. Μέχρι τις 16 Μαρτίου, η κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη.
Στις 17 Μαρτίου, οι ελληνικές θέσεις άρχισαν να δέχονται καταιγιστικό βομβαρδισμό από το εχθρικό πυροβολικό. Ο βομβαρδισμός συνεχίσθηκε μέχρι το απόγευμα, όταν από τα προκεχωρημένα φυλάκια του τάγματος εντοπίσθηκαν και αναφέρθηκαν κινήσεις ισχυρών εχθρικών δυνάμεων.
Οι εμπροσθοφυλακές αυτές συμπτύχθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο μάχης προς τις κύριες γραμμές άμυνας. Αμέσως μετά, άρχισαν να βάλλουν οι ελληνικοί όλμοι και το συμμαχικό πυροβολικό. Καθώς νύχτωνε, η ανταλλαγή βολών πυροβολικού και όλμων συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση.
Με την κάλυψη του σκότους, οι Κινέζοι επιτέθηκαν κατά της ελληνικής παράταξης. Επακολούθησε σκληρός αγώνας με το πυροβολικό των αντιμαχομένων να βάλλει συνεχώς και τα φωτιστικά βλήματα να φωτίζουν το πεδίο της μάχης.
Επί πέντε ώρες, οι άνδρες του ΚΛΕΣ επιχειρούσαν να ανατρέψουν τις ελληνικές θέσεις. Επί πέντε ώρες, οι Έλληνες έμεναν αμετακίνητοι στις θέσεις του. Πτώματα Κινέζων γέμιζαν τους χώρους προ των ελληνικών οχυρώσεων και συνεχώς νέοι μαχητές ρίχνονταν στη μάχη με σκοπό να διασπάσουν την άμυνα του ΕΚΣΕ. Δεν τα κατάφεραν.
Τα κινεζικά τμήματα υποχώρησαν, πάντοτε με κάλυψη πυροβολικού. Στο πεδίο της μάχης μετρήθηκαν περισσότερα από 100 πτώματα, ενώ για το ΕΚΣΕ οι απώλειες ήταν πέντε νεκροί και επτά τραυματίες.
Στις 7 Απριλίου, έφθασε ο νέος διοικητής του τάγματος αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Ταμβακάς και μέχρι τα τέλη του μήνα δεν υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο συμβάν. Τμήματα του ΕΚΣΕ ασχολήθηκαν με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις πίσω από την πρώτη γραμμή και με εκπαίδευση, καθόλου ευχάριστη φυσικά για τους φαντάρους, αλλά απαραίτητη για τη διατήρηση της ετοιμότητας.
Εδώ, θα πρέπει να πούμε ότι για τους Έλληνες στρατιώτες η παραμονή στην πρώτη γραμμή με τον εχθρό μονίμως σε κοντινή απόσταση και πάντοτε επικίνδυνο, ήταν συχνά προτιμότερη από τις περιόδους που το τάγμα περνούσε σε εφεδρεία για ανάπαυση και ανασυγκρότηση.
Η παραμονή στην πρώτη γραμμή αναγκαστικά εσήμαινε ότι οι αξιωματικοί συχνά έκαναν τα «στραβά μάτια» προκειμένου για τυπικότητες και κανονισμούς, ενώ μακριά από τον εχθρό, καθώς μάλιστα τριγύρω υπήρχαν και άλλες ξένες μονάδες, οι Έλληνες αξιωματικοί επανέρχονταν στην τυπική προσκόλληση στους κανονισμούς, γεγονός βεβαίως που δεν άρεσε στους φαντάρους, οι οποίοι πάντοτε σε περιόδους αδρανείας γίνονται πιο ευερέθιστοι.
Η περίοδος αυτή του στατικού πολέμου ήταν και για τους Έλληνες μαχητές δύσκολη, αφού σε καθημερινή βάση κινδύνευαν να σκοτωθούν ή να τραυματισθούν σοβαρά από μία βολή Κινέζου ελεύθερου σκοπευτή, από μία εχθρική οβίδα, έναν όλμο ή μία νάρκη στη διάρκεια κάποιας περιπόλου.
Και, βεβαίως, εκτός από την εχθρική δράση, συνεχώς είχαν να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες, συνήθως απίστευτο κρύο και υγρασία, αλλά και τα κουνούπια και τη ζέστη του θερμού κορεατικού καλοκαιριού.
Μέχρι τον Ιούλιο του 1952, το ελληνικό τάγμα ευρισκόταν σε εφεδρεία, σε μία περίοδο εξάλλου κατά την οποία δεν διεξήχθησαν χερσαίες επιχειρήσεις μεγάλης έκτασης. Το μόνο ίσως αξιόλογο συμβάν μέχρι τότε, ήταν η συμμετοχή του 1ου Λόχου του ελληνικού τάγματος στην αιματηρή καταστολή της εξέγερσης των αιχμαλώτων στο στρατόπεδο της νήσου Κότζι Ντο κοντά στο Πουσάν.
Ιούλιος–Δεκέμβριος 1952
Στα τέλη Ιουλίου, σύμφωνα με διαταγή του αμερικανικού 15ου Συντάγματος, στο οποίο υπαγόταν τώρα το τάγμα, αυτό αναπτύχθηκε ανατολικά του ποταμού Ιμτζίν, αντικαθιστώντας το βελγικό τάγμα. Σύμφωνα με τις οδηγίες περί ενεργητικής άμυνας.
Οι υποχρεώσεις του ήταν:
• Αποστολή αναγνωριστικών και επιθετικών περιπόλων εντός των εχθρικών γραμμών.
• Εκτέλεση επιθετικών αποστολών επιπέδου λόχου.
• Εκτέλεση επιβραδυντικών επιχειρήσεων με σκοπό τη διατήρηση θέσεων επί των «Γραμμών Κάνσας» και «Γουαϊόμινγκ».
Η σταδιακή προώθηση των θέσεων και των δύο παρατάξεων, είχε ως αποτέλεσμα οι δύο αντίπαλοι ουσιαστικά να ευρίσκονται εφαπτόμενοι ο ένας με τον άλλο, καθώς η ενδιάμεση νεκρή ζώνη δεν ξεπερνούσε τα λίγες εκατοντάδες μέτρα, συνεπώς οι παρενοχλήσεις εκατέρωθεν (κατά κανόνα θανατηφόρες) ήταν καθημερινή πρακτική. Είχε αρχίσει ήδη η προσπάθεια, κατά την οποία οι δύο πλευρές προσπαθούσαν να βελτιώσουν έστω και λίγα μέτρα τις θέσεις τους, εν όψει της υπογραφής ανακωχής, η οποία βεβαίως απείχε ακόμη ένα ολόκληρο έτος.
Η προώθηση πέρα από τις γραμμές του τάγματος, είτε για εκτέλεση περιπολιών είτε για την εγκατάσταση παρατηρητηρίων και νυκτερινών ενεδρών, γινόταν ακόμη δυσχερέστερη από την ύπαρξη εχθρικών ναρκοπεδίων.
Στις 27 Ιουλίου, εναντίον του υψώματος 199, όπου ευρισκόταν διμοιρία του 1ου Λόχου, εντοπίσθηκε κινούμενη εχθρική δύναμη ισχύος ενισχυμένης διμοιρίας. Οι Έλληνες άφησαν τους Κινέζους να πλησιάσουν και ύστερα τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν κάτω από σφοδρό πυρ. Την επομένη, οι Κινέζοι επανέλαβαν την επιθετική κίνηση βάλλοντας αυτή τη φορά σε μέτωπο μεγαλυτέρου εύρους κατά των θέσεων των 2ου και 3ου Λόχων.
Οι εχθρικές κινήσεις καθιστούσαν απαραίτητη την άψογη κατάσταση των αμυντικών έργων, αλλά σε αυτό ο καιρός είχε αποτελέσει έναν αναπάντεχο εχθρό για τους στρατιώτες του τάγματος. Καταρρακτώδεις βροχές εκείνη την περίοδο, συχνά παρέσυραν τόνους χώματος, με αποτέλεσμα να καταρρέουν τα έργα και να πλημμυρίζουν τα χαρακώματα και τα ορύγματα.
Ακάματοι όμως οι Έλληνες μαχητές, μην παραλείποντας βεβαίως να εκφράζονται αναλόγως για τον καιρό και τους Κινέζους, επισκεύαζαν τις οχυρώσεις τους, έργο όχι μόνο επίπονο αλλά και επικίνδυνο, αφού υπήρχαν περιπτώσεις τραυματισμών κατά την εκτέλεση των εργασιών. Την ίδια περίοδο, ανάλογη προσπάθεια κατέβαλαν και οι Κινέζοι, οι οποίοι ταυτόχρονα είχαν εντείνει τη δράση του πυροβολικού τους.
Τη νύχτα 6/7 Αυγούστου, ο 3ος Λόχος επιτέθηκε εναντίον του υψώματος 167. Σκοπός αυτής της ενέργειας ήταν, σύμφωνα με τη διαταγή του Αμερικανού διοικητή, η δοκιμή σε πραγματικές συνθήκες νέων εκρηκτικών. Περίπτωση, η οποία δείχνει χωρίς αμφιβολία τη σημασία που έδιναν στις ζωές των νεαρών ανδρών οι ιθύνοντες του αμερικανικού Στρατού, προκειμένου να εξακριβώσουν την αποτελεσματικότητα ενός νέου πολεμικού μέσου. Ο ελληνικός Λόχος πάντως έφερε πλήρως σε πέρας την αποστολή.
Ύστερα από ορμητική έφοδο, οι Κινέζοι που κατείχαν το ύψωμα αιφνιδιάσθηκαν και τα νέα εκρηκτικά αποδείχθηκαν αξιόπιστα, αφού με αυτά καταστράφηκαν 12 πολυβολεία και παρατηρητήρια. Ο εχθρός φυσικά αντέδρασε αμέσως εκδηλώνοντας αντεπίθεση, με σκοπό την ανακατάληψη του υψώματος, αλλά σύμφωνα με τον σχεδιασμό της επιχείρησης οι άνδρες του 3ου Λόχου συμπτύχθηκαν εγκαίρως και επέστρεψαν στις γραμμές τους, αποκρούοντας την εκδηλωθείσα στο αριστερό του σχηματισμού τους εχθρική προσβολή. Δύο νεκροί και 23 τραυματίες ήταν το τίμημα για τη δοκιμή των νέων εκρηκτικών.
Για μία ακόμη φορά, ελληνικό τμήμα είχε επιδείξει εξαιρετικό μαχητικό πνεύμα και ευρηματικότητα, αλλά και οι Κινέζοι έδειχναν ότι διέθεταν εξαιρετικά μεγάλο όγκο πυρός από πυροβολικό και όλμους. Το ίδιο πνεύμα επιδείχθηκε και στις 19 Αυγούστου, με νυκτερινή επιδρομή του 2ου Λόχου εναντίον θέσεων δυτικά του υψώματος 167.
Γενικά πάντως, κατά τη διάρκεια του μηνός αυτού, οι συνεχείς έντονες βροχοπτώσεις απετέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα και για τις δύο πλευρές για τη διενέργεια συχνών τοπικών επιθετικών αποστολών.
Την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, οι περιπολίες και οι ενέδρες των ελληνικών τμημάτων προξένησαν σοβαρά προβλήματα στην αντίπαλη παράταξη. Οι επόμενες ημέρες ήταν ημέρες ησυχίας, καθώς το τάγμα μεταφέρθηκε από την πρώτη γραμμή, αλλά υπήρξαν επισκέψεις ανωτάτων στρατιωτικών παραγόντων, όπως του στρατηγού Βαν Φλητ, οι οποίες όπως πάντα εσήμαιναν για τους άνδρες επιπρόσθετο κόπο, ώστε οι χώροι στρατωνισμού του τάγματος να είναι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση.
Η επόμενη δοκιμασία για το τάγμα θα ήταν η επίθεση κατά του υψώματος Μεγάλο Νόρυ. Στις 28 Σεπτεμβρίου, έπειτα από προπαρασκευή πυροβολικού, άρχισε την επίθεση ο 2ος Λόχος ακολουθούμενος και προς τα αριστερά από τον 3ο Λόχο. Χρειάσθηκαν μόνο 30 λεπτά για να καταληφθεί το Μικρό Νόρυ, αλλά φυσικά οι Κινέζοι αντεπιτέθηκαν, συγκεντρώνοντας αρχικά μεγάλο όγκο πυρός επί της κορυφής του υψώματος, το οποίο προκάλεσε απώλειες στον 2ο Λόχο.
Οι προσπάθειες επανακατάληψης του υψώματος προσέκρουσαν στην πείσμονα άμυνα των Ελλήνων. Όμως, το εχθρικό πυροβολικό αλλά και η συμμαχική Αεροπορία, η οποία από σφάλμα βομβάρδισε ελληνικές θέσεις στο ύψωμα, καθιστούσαν την παραμονή στην κορυφή αυτού θανάσιμα επικίνδυνη.
Έτσι, αποφασίσθηκε η σύμπτυξη του ελληνικού τμήματος στους πρόποδες του υψώματος. Για την τελική επίθεση εναντίον του Μεγάλου Νόρυ, ο 2ος Λόχος αντικαταστάθηκε από τον 1ο Λόχο.
Το ύψωμα καταλήφθηκε, αλλά δεν στάθηκε δυνατόν να διατηρηθεί περισσότερο από μία ώρα, λόγω του σφοδρού βομβαρδισμού στον οποίο επιδόθηκαν οι Κινέζοι κατά του ελληνικού τμήματος στην κορυφή. Από τη στιγμή που η έκβαση οποιασδήποτε τοπικής μάχης, από ελάχιστα ως καθόλου επηρέαζε τη γενικότερη έκβαση του πολέμου, ορθά κρίθηκε ότι δεν άξιζε ο φόρος αίματος, ο οποίος σίγουρα θα υπήρχε για την διατήρηση του υψώματος.
Οι Έλληνες αρκέσθηκαν στη διατήρηση του Μικρού Νόρυ, έχοντας 16 νεκρούς και 27 τραυματίες, ενώ από κινεζικής πλευράς μετρήθηκαν 67 νεκροί στο πεδίο της μάχης και συνελήφθηκαν 15 αιχμάλωτοι.
Στις αρχές Νοεμβρίου, το τάγμα διατάχθηκε να μετακινηθεί σε περιοχή 9 χλμ. βορείως της πόλης Τσοργουόν. Η περιοχή Τσοργουόν–Πιονγκιάνγκ– Κουμγουά ήταν γνωστή και ως το «Σιδηρούν Τρίγωνο», λόγω της σημασίας της για την πρόσβαση προς τα ενδότερα της Βορείου Κορέας.
Μέχρι το τέλος του μήνα, υπήρξε το γνωστό σκηνικό με συνεχείς περιπολίες και αιματηρές αψιμαχίες, με αντίστοιχα εχθρικά τμήματα. Η εκτέλεση αυτών των καθημερινών επιχειρήσεων αλλά και κάθε άλλης ενέργειας, δυσκολευόταν εξαιρετικά από τις καιρικές συνθήκες, καθώς ο κορεατικός χειμώνας –κατά το σύνηθες– είχε κάνει και πάλι την εμφάνισή του με τη θερμοκρασία να μην ξεπερνά το μηδέν, ακόμη και με ηλιοφάνεια. Ο Δεκέμβριος πέρασε χωρίς κάποιο αξιοσημείωτο γεγονός.
Η δράση του ΕΚΣΕ το 1953
Κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 1953, το τάγμα με διοικητή τώρα τον αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Κουμανάκο, κατείχε θέσεις στη «Γραμμή Μιζούρι». Η δραστηριότητα κατ’ αυτό το διάστημα, συντελούντος και του χειμώνα, δεν ήταν έντονη. Περιπολίες, αναγνωρίσεις και ενέδρες και, φυσικά, πολικό ψύχος. Από τον Απρίλιο, η εχθρική δραστηριότητα εντάθηκε και πάλι, όπως εξάλλου και αυτή των δυνάμεων του ΟΗΕ. Οι θέσεις, τις οποίες κατείχε το τάγμα έμελλε να ευρίσκονται στο κέντρο των τελευταίων μεγάλων συγκρούσεων του πολέμου. Συγκρούσεις, οι οποίες ήταν οι πλέον έντονες και αιματηρές, από το πρώτο έτος των εχθροπραξιών.
Στις 3 Απριλίου εκδηλώθηκε ευρείας έκτασης επιθετική δραστηριότητα των κομμουνιστικών δυνάμεων. Κύριος στόχος τους ήταν το αμερικανικό 2ο Τάγμα του 15ου Συντάγματος και η επίθεση κατά των ελληνικών θέσεων είχε περισσότερο τον χαρακτήρα του αντιπερισπασμού. Παρ’ όλα αυτά, η ένταση της εχθρικής ενέργειας δεν ήταν αμελητέα. Ο ελληνικός τομέας πάντως, κατά το σύνηθες, δεν διασπάσθηκε και μετά από προσπάθεια τεσσάρων ωρών οι Κινέζοι αποτραβήχθηκαν. Μεταξύ 25 Απριλίου και 17 Μαΐου, το τάγμα ευρισκόταν σε εφεδρεία, αλλά μετά και πάλι διατάχθηκε να αναπτυχθεί στη «Γραμμή Μιζούρι».
Τις τελευταίες ημέρες του Μαΐου, οι εμπλοκές με τον εχθρό ήταν έντονες και αιματηρές. Η κατάσταση εντάθηκε καθώς έμπαινε ο Ιούνιος, αφού τώρα οι Κινέζοι ανελάμβαναν ισχυρή επιθετική δράση με κινήσεις μεγάλων μονάδων. Η περιοχή γύρω από το ύψωμα Χάρυ απετέλεσε το πεδίο της μάχης για συνεχείς αιματηρές συμπλοκές σε όλη την διάρκεια του πρώτου δεκαπενθημέρου του Ιουνίου. Σε όλες τις περιπτώσεις τα ελληνικά τμήματα είχαν παραμείνει στις θέσεις τους και ήταν ο εχθρός αυτός ο οποίος είχε τραπεί σε φυγή. Το ύψωμα Χάρυ (420), στην περιοχή του «Σιδηρού Τριγώνου», ήταν η υψηλότερη τοποθεσία στην κατοχή των δυνάμεων του ΟΗΕ σε ακτίνα περίπου 1.500 μέτρων.
Ο κάτοχος της θέσης μπορούσε να ελέγχει την κοιλάδα της Κουμχγουά, περίπου 15 χλμ. στα νοτιοανατολικά. Ειδικά για τους συμμάχους, η κατοχή του υψώματος έδινε τη δυνατότητα παρατήρησης των κομμουνιστικών θέσεων και ήταν το κομβικό σημείο για τη διατήρηση της τότε αμυντικής γραμμής. Για τους Κινέζους, η κατοχή του Χάρυ θα προσέφερε σημαντικό πλεονέκτημα στην παρατήρηση και διεύθυνση βολών του πυροβολικού τους, καθώς στερούνταν παντελώς εναερίων μέσων υποστήριξης πυροβολικού. Επίσης, εφόσον θα οπισθοχωρούσε ολόκληρη η αντίπαλη γραμμή άμυνας, ήλπιζαν να προλάβουν να φθάσουν μέχρι τον σημαντικό λιμένα της Ιντσόν.
Η υπεράσπιση του Χάρυ παρουσίαζε σημαντικές δυσκολίες, γιατί αυτό ευρισκόταν περί το 1 χλμ. εμπρός από την κύρια συμμαχική αμυντική γραμμή, συνεπώς ήταν ευάλωτο από τρεις πλευρές. Η μονάδα που το υπεράσπιζε, θα μπορούσε να υποστηριχθεί μόνο από πυροβολικό και βαρείς όλμους, γιατί λόγω απόστασης και μορφολογίας του εδάφους, ελαφρείς όλμοι και πολυβόλα δεν μπορούσαν να διαδραματίσουν κάποιον ρόλο, ενώ άρματα μάχης δύσκολα θα μπορούσαν να ελιχθούν. Ένα ακόμη μειονέκτημα, ήταν ότι σε απόσταση 250 μέτρων προς βορρά, ευρισκόταν το ελαφρώς υψηλότερο ύψωμα Σταρ, το οποίο κατείχαν οι κομμουνιστές.
Οι επιθέσεις κατά του υψώματος άρχισαν στις 10 Ιουνίου και ολοκληρώθηκαν στις 18. Αρχικά το υπεράσπιζαν αμερικανικές μονάδες, οι οποίες κυριολεκτικά διαλύθηκαν, έχοντας φοβερές απώλειες. Δύο φορές είχαν καταλάβει το ύψωμα οι Κινέζοι και δύο φορές οι αμερικανικές αντεπιθέσεις τούς είχαν εκδιώξει.
Οι Έλληνες δεν άργησαν να ονομάσουν το ύψωμα «Χάρο» αντί «Χάρυ», με τη γνωστή διαχρονική ευρηματικότητα που διακρίνει τον Έλληνα φαντάρο. Ενδεικτικό της έντασης των εχθροπραξιών είναι ότι σοβαρές απώλειες είχαν και οι δυνάμεις νοτίως του υψώματος, στην κύρια γραμμή άμυνας.
Έτσι, όταν διατάχθηκε το ελληνικό τάγμα να αναπτυχθεί στο ύψωμα, η είδηση έγινε γνωστή με εξαιρετική δυσαρέσκεια από τους άνδρες του, οι οποίοι δικαίως επίστευαν ότι θα έχουν και αυτοί την τύχη των Αμερικανών προκατόχων τους.
Με βαριά καρδιά, οι φαντάροι επιβιβάσθηκαν στα «Τζέημς», που θα τους έφερναν κοντά στο καταραμένο ύψωμα. Φθάνοντας εκεί, αντίκρισαν μία πραγματικά βιβλική εικόνα. Διαμελισμένα πτώματα στρατιωτών και κατεστραμμένα όπλα ανάκατα σε έναν χώρο, όπου τα οχυρωματικά έργα έπρεπε να κατασκευασθούν από την αρχή, γιατί οι συνεχείς βομβαρδισμοί είχαν ισοπεδώσει τα πάντα.
Οι Κινέζοι ανεξήγητα (ή ίσως γιατί και γι’ αυτούς οι μέχρι τότε απώλειες στην προσπάθεια κατάληψης του υψώματος είχαν αρχίσει να γίνονται δυσβάστακτες) έδωσαν στους Έλληνες 36 ώρες καιρό για να προετοιμασθούν. Σε αυτό το διάστημα, ο αντισυνταγματάρχης Κουμανάκος είχε μεταβάλει το σχέδιο άμυνας της θέσης.
Τη νύχτα 17/18 Ιουνίου, οι επιθέσεις εναντίον του υψώματος επαναλήφθηκαν. Η βροχή από οβίδες δεν αποθάρρυνε τους άνδρες του 3ου Λόχου, οι οποίοι πρώτοι είχαν αναλάβει να υπερασπίσουν το ύψωμα. Ούτε τα ανθρώπινα κύματα των Κινέζων που ακολούθησαν, στάθηκαν ικανά να τους κάμψουν. Δύο ώρες μετά την πρώτη αποτυχημένη επίθεση, οι Κινέζοι επανήλθαν. Δύναμη τριών ταγμάτων, η οποία επέπεσε στο σύνολο της αμυντικής γραμμής των Ελλήνων στην περιοχή του υψώματος.
Μέσα στο σκοτάδι, που γινόταν φως από τις εκρήξεις και τα φωτιστικά βλήματα, ο αγώνας σύντομα εξελίχθηκε σε σώμα με σώμα. Οι σκληροτράχηλοι Κινέζοι κατάφεραν να περάσουν την πρώτη σειρά των ελληνικών χαρακωμάτων, αλλά δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν.
Οι Έλληνες με χειροβομβίδες και ξιφολόγχες τους απώθησαν. Οι Κινέζοι επανήλθαν. Ήταν πολλοί, ίσως περισσότεροι από όσους θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία οι φαντάροι του ελληνικού τάγματος. Όμως ο αντισυνταγματάρχης Κουμανάκος είχε προβλέψει μία τέτοια εξέλιξη και είχε ζητήσει να είναι διαθέσιμο στα ανατολικά συγκρότημα πεζικού με υποστήριξη αρμάτων. Η εμφάνιση αυτού του συγκροτήματος στα πλευρά της κινεζικής παράταξης, ήταν καθοριστικής σημασίας. Ο εχθρός απωθήθηκε αφήνοντας πίσω δεκάδες νεκρούς. Αμέσως όμως επανήλθε με ακόμη ισχυρότερες δυνάμεις.
Ο Κουμανάκος, ευρισκόμενος ο ίδιος σε προκεχωρημένο παρατηρητήριο, κατηύθυνε άριστα τις βολές του συμμαχικού πυροβολικού, οι οποίες εκάλυπταν πλήρως την προ του υψώματος περιοχή. Οι Κινέζοι πάντως, κατάφεραν και πάλι να εισχωρήσουν στην εσωτερική γραμμή άμυνας του υψώματος, απειλώντας με πλήρη περικύκλωση.
Ήδη όμως είχε αρχίσει να κινείται ο 1ος Λόχος με υποστήριξη τριών ερπυστριοφόρων Μ39. Η εμφάνισή του, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη δράση του αμερικανικού συγκροτήματος, κατέληξαν στην για τρίτη φορά αναχαίτιση της κομμουνιστικής επίθεσης. Αυτή ήταν και η «φαρμακερή». Το ελληνικό τάγμα, αμέσως επέρασε στην αντεπίθεση καταδιώκοντας τους μέχρι πριν λίγο επιτιθέμενους. Οι Κινέζοι δεν επεχείρησαν νέα επίθεση κατά του υψώματος.
Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο ότι στη διάρκεια της σημαντικής όσο και σκληρής μάχης, οι ελληνικές απώλειες ήταν ασύγκριτα χαμηλότερες από αυτές των αμερικανικών τμημάτων, τα οποία είχαν προηγηθεί. Πέντε νεκροί και 19 τραυματίες. Από πλευράς Κινέζων, οι υπολογιζόμενες απώλειες ανέρχονται σε 1.450 νεκρούς και 3.800 τραυματίες και σύμφωνα με δυτικές πηγές, η 74η Μεραρχία, η οποία είχε επιτεθεί στο ύψωμα, ουσιαστικά έπαψε να υφίσταται ως μονάδα. Για τη δράση του σε αυτή τη μάχη, το ελληνικό τάγμα έλαβε την τιμητική διάκριση της παρασημοφόρησης της σημαίας από τον διοικητή της 8ης Στρατιάς.
Μέχρι τις 12 Ιουλίου, το ελληνικό τάγμα παρέμεινε στις ίδιες θέσεις, δεχόμενο συνεχείς παρενοχλήσεις από πυροβολικό και όλμους, αλλά και ελεύθερους σκοπευτές. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην περιοχή Μουσού Ντογκ, 12 χλμ. νοτιοανατολικά του Ουϊτζονγκμπού. Έτσι βρέθηκε στην περιοχή, όπου Κινέζοι και Βορειοκορεάτες θα εξεδήλωναν την τελευταία μεγάλη επίθεσή τους, κυρίως κατά του νοτιοκορεατικού ΙΙ Σώματος. Καθώς αυτό κατέρρεε, στη συμμαχική αμυντική γραμμή εδημιουργείτο ένα ρήγμα πλάτους 37 και βάθους 11 χλμ.
Ο κίνδυνος για ολόκληρο το ΙΧ Σώμα ήταν ορατός. Για να αναχαιτισθεί η εχθρική προέλαση, προς την περιοχή του ρήγματος κατευθύνθηκαν οι αμερικανικές 2α και 3η Μεραρχίες. Τμήμα της τελευταίας ήταν και το ΕΚΣΕ. Παρ’ όλο που η μεραρχία ήταν καταπονημένη από τις συγκρούσεις στον τομέα του Χάρυ, συνέβαλε σημαντικά στην αναχαίτιση των κομμουνιστών.
Οι ελληνικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν στην περιοχή Σουνγκάμ Νι και στις 17 Ιουλίου δέχθηκαν επίθεση από δύναμη περίπου δύο λόχων. Η γραμμή των ελληνικών χαρακωμάτων δεν διασπάσθηκε, αλλά οι Κινέζοι συνέχισαν να παραμένουν κοντά στις ελληνικές θέσεις. Στις 18 Ιουλίου, το τάγμα αντεπιτέθηκε και απώθησε οριστικά από αυτή την περιοχή τα εχθρικά στρατεύματα. Δύο ημέρες αργότερα, τη διοίκηση του τάγματος ανέλαβε ο αντισυνταγματάρχης Ηλίας Πρόκος.
Η μάχη του Κουμσόνγκ δεν ήταν η τελευταία για το ελληνικό τάγμα. Η μοίρα το έταξε να πολεμά μέχρι και την υπογραφή της ανακωχής και να έχει νεκρούς, όταν πλέον τα πάντα είχαν και επισήμως κριθεί. Στις 21 Ιουλίου αναπτύχθηκε βορειοδυτικά του Σουνγκάμ Νι και τις επόμενες ημέρες ασχολήθηκε με την κατασκευή αμυντικών θέσεων.
Μόλις δύο ημέρες πριν από την κατάπαυση του πυρός, οι κομμουνιστές συνέχιζαν να επιτίθενται, προσπαθώντας να αποκομίσουν εδαφικά οφέλη. Η περιοχή που υπεράσπιζε το ΕΚΣΕ, δέχθηκε επίθεση τη νύχτα της 25ης Ιουλίου. Οι 3ος και 2ος Λόχοι, στην πρώτη αμυντική γραμμή, δεν έκαναν βήμα πίσω.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο διοικητής του αμερικανικού 15ου Συντάγματος ουσιαστικά συνέστησε στον αντισυνταγματάρχη Πρόκο να υποχωρήσει αλλά, όπως ήταν φυσικό, την τελευταία ημέρα του πολέμου δεν ήταν δυνατόν για το τάγμα, με νέο διοικητή μάλιστα, να σκιάσει τη σχεδόν τριετή εξαίρετη παρουσία του στην Κορέα.
Σε αυτό το σημείο είχε τις τελευταίες του απώλειες (επτά νεκροί και 24 τραυματίες), ενώ μετά την υπογραφή της ανακωχής, αλλά πριν αυτή τεθεί σε ισχύ, υπήρχαν ακόμη δύο νεκροί φαντάροι από βομβαρδισμούς των κομμουνιστών.
Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια αυτών των τελευταίων μαχών υπήρξε και η μοναδική περίπτωση που ελληνικό τμήμα αντιμετώπισε Βορειοκορεάτες. Και αυτοί (μία διλοχία), έστω και αργά, είχαν την εμπειρία της αντιμετώπισης Ελλήνων μαχητών. Επικεφαλής της δύναμης που αντιμετώπισε τους Βορειοκορεάτες ήταν ο υπολοχαγός Δημήτριος Πλατής.
https://www.pronews.gr/istoria/ekstrateytiko-soma-ellados-1951-1953-i-elliniki-emploki-ston-polemo-tis-koreas/